Νέο κυβερνητικό αφήγημα για… ευρωπαϊκές επενδύσεις - Free Sunday
Νέο κυβερνητικό αφήγημα για… ευρωπαϊκές επενδύσεις

Νέο κυβερνητικό αφήγημα για… ευρωπαϊκές επενδύσεις

O πρωθυπουργός κ. Τσίπρας αλλάζει θέσεις με προκλητική ευκολία.

Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει τα πρόσθετα μέτρα που ψηφίζουν οι κυβερνητικοί βουλευτές χωρίς καν να έχει εξασφαλιστεί η επιτάχυνση των εξελίξεων σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, η κυβερνητική ηγεσία προβάλλει ένα νέο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να γίνει δεκτό το «σχέδιο Σόιμπλε» που απορρίφθηκε στο Eurogroup της 22ας Μαΐου υπό τον όρο να συμπληρωθεί από μια δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για επενδύσεις, σε βάθος χρόνου, στην Ελλάδα, ώστε να επηρεαστεί θετικά η αναπτυξιακή δυναμική και να πειστεί, επιτέλους, το ΔΝΤ ότι το χρέος είναι βιώσιμο.

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του ξεκίνησαν απορρίπτοντας τα πρόσθετα μέτρα, τα οποία στη συνέχεια ψήφισαν στη Βουλή, μετά υποστήριξαν ότι τα πρόσθετα μέτρα θα συνδυαστούν με την επιτάχυνση των εξελίξεων για το χρέος του ελληνικού Δημοσίου και τώρα που κατέρρευσε και αυτό το κυβερνητικό σενάριο είναι πρόθυμοι να δεχτούν όσα απέρριψαν πριν από λίγες εβδομάδες, αρκεί να συμπληρωθούν με ένα επενδυτικό ευχολόγιο για το απώτερο μέλλον.

Ο βασικός υπεύθυνος

Το πρόβλημα με τον κ. Τσίπρα είναι ότι έχει τη βασική πολιτική ευθύνη για τις αρνητικές εξελίξεις, τις οποίες στη συνέχεια υποκρίνεται ότι θα υπερβεί με τους κατάλληλους ελιγμούς.

Η αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου έχει αποφασιστεί σε πολιτικό επίπεδο από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους από τα τέλη του 2012. Οι εταίροι και πιστωτές είχαν θέσει δύο προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της διαδικασίας, την επίτευξη σταθερών και αυξανόμενων δημοσιονομικών πλεονασμάτων και την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.

Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 καταγγέλλοντας όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις της Ελλάδας και απορρίπτοντας το σύνολο των διαρθρωτικών αλλαγών. Με δική του πρωτοβουλία μπήκε στο «ψυγείο» η αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε προετοιμάσει πολιτικά το έδαφος και είχε πλησιάσει τους οικονομικούς στόχους οι οποίοι θα άνοιγαν τον δρόμο στην αναδιάρθρωση του χρέους.

Τον Ιούλιο του 2015 ο κ. Τσίπρας υποχρεώθηκε σε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική και ανέλαβε πρόσθετες δεσμεύσεις για το χρέος, ακυρώνοντας στην πράξη τα πλεονεκτήματα που είχε εξασφαλίσει η κυβέρνηση Σαμαρά.

Η κυβερνητική ηγεσία διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση του χρέους που η ίδια προκάλεσε.

Πρώτον, οι Ευρωπαίοι εταίροι ζήτησαν και ο κ. Τσίπρας δέχτηκε να καθυστερήσει η αναδιάρθρωση του χρέους και να πραγματοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τον διευκολύνουν εάν δεν αποδείκνυε έμπρακτα την απόλυτη προσαρμογή του στα συμφωνηθέντα και αυτός το δέχτηκε.

Δεύτερον, η κυβέρνηση Τσίπρα παραιτήθηκε εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες των ελληνικών ομολόγων. Μέχρι το 2020 τα κέρδη αυτά μπορεί να φτάσουν τα 10 δισ. ευρώ και σύμφωνα με το δεύτερο μνημόνιο θα επιστρέφονταν στο ελληνικό Δημόσιο για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Με βάση όμως το τρίτο μνημόνιο, το λεγόμενο μνημόνιο Τσίπρα, τα κέρδη αυτά δεσμεύονται υπέρ των πιστωτών για να χρηματοδοτηθεί, εάν χρειαστεί, η διατήρηση του επιτοκίου των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προς την Ελλάδα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Τρίτον, στη διατύπωση που δέχτηκε ο κ. Τσίπρας για το χρέος αναφέρεται η ετεροχρονισμένη αναδιάρθρωση, σε περίπτωση όμως που θα κριθεί ότι χρειάζεται.

Μπαίνει, λοιπόν, ένα πρόσθετο στοιχείο πολιτικής ερμηνείας, που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικές οικονομικές αναλύσεις.

Με βάση τις δεσμεύσεις που δέχτηκε ο κ. Τσίπρας, η Ελλάδα βγήκε ζημιωμένη στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργη η στάση του πρωθυπουργού, ο οποίος ουσιαστικά διαμαρτύρεται γι’ αυτά που υπέγραψε.

Το επενδυτικό έλλειμμα

Προ ημερών η κυβέρνηση κατέφυγε στο εφεύρημα της μακροπρόθεσμης ευρωπαϊκής δέσμευσης υπέρ των επενδύσεων στην Ελλάδα για να δικαιολογήσει μία ακόμη εγκατάλειψη διακηρυγμένων θέσεων ενόψει της συνεδρίασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα επενδυτικό έλλειμμα της τάξης των 20 δισ. ευρώ τον χρόνο και είναι φανερό ότι αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Οι επενδύσεις των Ευρωπαίων εταίρων μπορεί να συνδράμουν στην κάλυψη ενός μέρους του επενδυτικού ελλείμματος, αλλά η λύση στο επενδυτικό μας πρόβλημα βρίσκεται πρώτα και κύρια στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται.

Η κάλυψη του τεράστιου επενδυτικού ελλείμματος περνάει πρώτα και κύρια από την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.

Πρώτον, συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη εξακολουθούν να παίζουν το παιχνίδι της πολιτικής καθυστέρησης με μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις.

Δεύτερον, οι διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αύξηση των επενδύσεων καθυστερούν σκόπιμα για κομματικούς και πολιτικούς λόγους, κάτι το οποίο καταγράφουν οι ενδιαφερόμενες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, κανένας δεν ξέρει ακόμη ποια ακριβώς είναι η κυβερνητική θέση στο ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της μερικής ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ.

Τρίτον, η κυβέρνηση δεν δίνει καμία σημασία στα ζητήματα ασφάλειας και εξουδετέρωσης της εγχώριας τρομοκρατίας, τα οποία επηρεάζουν την κρίση πολλών επενδυτών. Το τρομοκρατικό χτύπημα κατά του κ. Παπαδήμου και η τυπική αντίδραση της κυβέρνησης ενίσχυσαν τον σχετικό προβληματισμό.

Τέταρτον, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών των μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις κινούνται μεταξύ «λουκέτου» και μετεγκατάστασης σε γειτονικές χώρες.

Πέμπτον, η κυβέρνηση δεν έχει συμβάλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που απέκτησε το τραπεζικό σύστημα εξαιτίας της κρίσης του 2015 που η ίδια προκάλεσε, ούτε έχει οργανώσει τη δεύτερη ευκαιρία για τα πολυάριθμα θύματα της κρίσης στον ιδιωτικό τομέα.

Έκτον, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με προκλητική αδιαφορία την υπερφορολόγηση στα ακίνητα και την κρίση στην οικοδομή, ενώ εάν υιοθετούσε ορισμένες από τις προτάσεις του προέδρου της ΝΔ κ. Μητσοτάκη, θα άλλαζε αυτόματα το επενδυτικό κλίμα σε τομείς που παραδοσιακά προτιμούν οι Έλληνες, με αποτέλεσμα να έχουν επιτύχει ένα θαυμαστό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, της τάξης του 75%.

Έβδομον, η κυβέρνηση δεν έχει πάρει καμία πρωτοβουλία σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών για την αύξηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, τα οποία έχουν μπει σε φάση συρρίκνωσης, για την αύξηση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας από τα ταμεία συνοχής και για την ουσιαστική αποζημίωση του ελληνικού Δημοσίου για το κόστος της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών, πάλι με απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα. Τα 2/3 των κονδυλίων που καταβάλλει η Ε.Ε. για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες καταλήγουν σε ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς, με τον λογαριασμό να πηγαίνει στους φορολογούμενους πολίτες και στην ελληνική οικονομία.

Για τις ανάγκες του νέου σεναρίου, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας θυμήθηκε την αναγκαιότητα πρόσθετων ευρωπαϊκών επενδύσεων σε βάθος χρόνου, ενώ με τα λάθη και τις παραλείψεις του συμβάλλει στη διεύρυνση του επενδυτικού ελλείμματος της χώρας μας.

Το κυβερνητικό αφήγημα αυτής της εβδομάδας έχει και μία επενδυτική διάσταση και είναι πιθανό να εγκαταλειφθεί, όπως τα αφηγήματα των προηγούμενων εβδομάδων. Υπάρχει όμως και μία σοβαρή πιθανότητα να προκαλέσει πρόσθετη ζημιά η κυβερνητική ηγεσία στην οικονομία, παίρνοντας στα σοβαρά όσα υποστηρίζει. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας νέας πολιτικής παρεξήγησης που θα οδηγήσει σε νέα καθυστέρηση της καταβολής της δόσης και στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας. Γιατί όπως πολύ σωστά παρατηρεί σε σχόλιό του ο Μιχάλης Τσιντσίνης στην «Καθημερινή»: «Το παρελθόν έχει δείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποκύπτει στις κατασκευές του και καταλήγει να τις υπηρετεί σαν να ήταν ρεαλιστικές».