Λίστες υποκρισίας και κράτος εκβιαστής - Free Sunday
Λίστες υποκρισίας και κράτος εκβιαστής

Λίστες υποκρισίας και κράτος εκβιαστής

Όταν η εφορία κάνει έλεγχο και διαπιστώσει παραβάσεις, συντάσσει έκθεση ελέγχου. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο έφορος είναι υποχρεωμένος να στείλει αμέσως (ακόμη και πριν επιβάλει το πρόστιμο) την έκθεση ελέγχου στην εισαγγελία και αυτή με τη σειρά της να ασκήσει ποινική δίωξη και να τρέξει την όλη διαδικασία κατά προτεραιότητα. Μετά την έκθεση ελέγχου κοινοποιείται το πρόστιμο, αλλά ο φορολογούμενος δεν μπορεί να προσφύγει απευθείας στα δικαστήρια. Πρέπει να απευθυνθεί πρώτα σε μια εσωτερική επιτροπή εφοριακών (όπου πρακτικά η τύχη του είναι προδιαγεγραμμένη). Η όλη διαδικασία διαρκεί έξι μήνες τουλάχιστον. Η πληρωμή του προστίμου δεν αναστέλλεται από αυτή τη διαδικασία και το αποτέλεσμα είναι η φορολογική ενημερότητα να χάνεται με συνοπτικές διαδικασίες και ταυτόχρονα να δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί.

Μετά, είναι δυνατή η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία όμως προϋποθέτει καταβολή υψηλότατων για τα δεδομένα της εποχής παραβόλων και επιπλέον, για την περίπτωση που χαθεί η υπόθεση στον πρώτο βαθμό, την πληρωμή του μισού (παλιότερα, του 1/5 σήμερα) φόρου, για να υπάρχει η δυνατότητα να δικαστεί η υπόθεση στο εφετείο.
Πρακτικά, με βάση την έκθεση ελέγχου βρίσκεται κανείς καταδικασμένος ποινικά σε δεύτερο βαθμό μέσα σε τρία χρόνια, τη στιγμή που στα διοικητικά δικαστήρια οι υποθέσεις σε πρώτο βαθμό προσδιορίζονται σε πέντε κατά μέσο όρο χρόνια από την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής. Εννοείται πως αν πληρώσει κανείς το πρόστιμο απαλλάσσεται των ποινικών συνεπειών και φυσικά καταργούνται οι διοικητικές δίκες. Μοιάζει με εκβιασμό; Είναι!

Στην επταετία των μνημονίων

Όλα αυτά διαμορφώθηκαν νομοθετικά μέσα στην τελευταία επταετία, υποτίθεται ως όπλα για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Συνδυάστηκαν με τη διαχρονική πρακτική όλων των κυβερνήσεων να παρατείνουν συνεχώς την πενταετή παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων λόγω συσσώρευσης υποθέσεων, με αποτέλεσμα να μπορεί η φορολογική αρχή να κάνει ελέγχους το 2013 για το έτος 2000. Συνδυάστηκαν με την αναδρομική εφαρμογή κριτηρίων ελέγχου που δεν ίσχυαν στον πραγματικό χρόνο φορολογίας. Συνδυάστηκαν με τον χαρακτηρισμό ως διαφορετικών ποινικών αδικημάτων η μη πληρωμή φόρου (εισοδήματος, ΦΠΑ, χαρτοσήμου) με τη μη πληρωμή βεβαιωμένων χρεών (των ίδιων φόρων δηλαδή), με αποτέλεσμα οι ποινικές καταδίκες να είναι (σε ελάχιστο χρονικό διάστημα) διπλές και μάλιστα πριν δικαστεί η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Συνδυάστηκαν και με τον χαρακτηρισμό της μη πληρωμής χρεών στο Δημόσιο ως αυτόφωρου αδικήματος. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και αργότερα αυτή του Α. Σαμαρά χρησιμοποίησαν την αναδρομική εφαρμογή του αυτοφώρου για να πιέσουν από το 2011 και στην είσπραξη φορολογικών οφειλών που ανάγονταν στο 2001. Η παρούσα κυβέρνηση ψήφισε νόμο για τη ρύθμιση οφειλών σε εκατό δόσεις, αλλά περιέλαβε και μια διάταξη περιορισμένης διάρκειας που χάριζε όλα τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις σε όποιον κατέβαλλε τον βασικό «οφειλόμενο» φόρο. Της διατάξεως επωφελήθηκαν αρκετοί επώνυμοι Έλληνες και ουδείς δοκιμαζόμενος φτωχοδιάβολος. Κατάργησε, ωστόσο, το αυτόφωρο στην ποινική διαδικασία.

Η τρόικα επέβαλε το 2013 στην κυβέρνηση Σαμαρά να εφαρμόσει την θεωρητικώς προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή των φορολογικών οφειλών, αλλά αυτός πέτυχε μια εξαίρεση: να ισχύσει η παράταση της παραγραφής για όσες υποθέσεις εκδοθεί (εσωτερική) εντολή ελέγχου μέχρι το τέλος του 2013. Οι εφορίες φυσικά τις εξέδωσαν μαζικά (και τις ενεργοποίησαν έναν και πλέον χρόνο αργότερα). Και επειδή δεν προλάβαιναν, το παραμύθι της παράτασης συνεχίστηκε γι’ αυτές, με αποτέλεσμα ουδείς να γνωρίζει αν έχει «καθαρίσει» ή όχι λόγω παρέλευσης πενταετίας.

Το 2011 οι Έλληνες βρέθηκαν κυνηγημένοι από τον οικονομικό εισαγγελέα και στο αυτόφωρο για οφειλές της προηγούμενης δεκαετίας. Δεν τις πλήρωσαν τα καλά χρόνια, θα τις πλήρωναν στα χρόνια της ύφεσης και της ανεργίας; Ο μέσος Έλληνας έμπορος ή επαγγελματίας αντιμετώπισε τη ραγδαία μείωση του κύκλου εργασιών του, τη μείωση εισοδημάτων, την κατακόρυφη αύξηση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και τον εξευτελισμό του αυτοφώρου. Ακόμη και σε περιπτώσεις που οι νομικοί και οικονομικοί σύμβουλοι των επιχειρήσεων ήταν βέβαιοι ότι ο φορολογούμενος θα δικαιωθεί (μετά δεκαπέντε χρόνια) στα διοικητικά δικαστήρια, η ποινική καταδίκη σε δεύτερο βαθμό ερχόταν στην τριετία με βάση την απλή έκθεση ελέγχου της εφορίας. Σήμερα οι Έλληνες στερούνται της φορολογικής ενημερότητας και δεσμεύονται οι λογαριασμοί τους σε μηδενικό χρόνο, πριν αποκτήσουν δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια. Καταδικάζονται (χωρίς αυτόφωρο, αλλά κατά προτεραιότητα!) πριν δικαστεί η προσφυγή τους.

Ο στραγγαλισμός της αγοράς

Η πραγματική εφαρμογή της πενταετούς παραγραφής είναι ένα αυτονόητο μέτρο εξορθολογισμού των φορολογικών κυρώσεων. Πρέπει κάποια στιγμή να αποκτήσουμε σοβαρό φορολογικό μηχανισμό, καταρτισμένο και ελεγχόμενο εσωτερικά και εξωτερικά. Μπορεί κανείς, ακόμη και σήμερα, να εγγυηθεί την ηθική ακεραιότητα του φορολογικού μηχανισμού; Τον έλεγξε κανείς διαχρονικά μέχρι σήμερα; Τιμωρήθηκε εφοριακός όχι γιατί λαδώθηκε, αλλά γιατί έκανε εσφαλμένο έλεγχο και ταλαιπώρησε άδικα τον φορολογούμενο; Ποιο είναι το σύστημα αξιολόγησης των εφοριακών σήμερα και ποια τα αποτελέσματά του;
Και επειδή όλα αυτά, φυσικά, απουσιάζουν, ψηφίζονται σωρηδόν λεόντειοι νόμοι και παράλογες διαδικασίες, οι οποίες τελικά δεν αντιμετωπίζουν το αυτονόητο: αν κάποιος είναι φοροφυγάς, υπάρχουν δύο λογικές επιλογές, ή τον αφήνεις να δουλέψει για να πληρώσει τους φόρους (και λογικά πρόστιμα) ή τον κλείνεις για παραδειγματισμό και ξέρεις ότι δεν θα εισπράξεις. Και οι δύο περιπτώσεις προϋποθέτουν ταχεία απονομή δικαιοσύνης. Δεν έχει κανένα νόημα οι κυρώσεις που επιβάλλουν οι εφορίες να κρίνονται από τα διοικητικά δικαστήρια δεκαπέντε χρόνια μετά.

Η απόφαση του ΣτΕ βάζει ένα χρονικό όριο, αλλά δεν αναιρεί σε τίποτα τον απόλυτο στραγγαλισμό της αγοράς από την τυφλή εφαρμογή ανελαστικών και ασφυκτικών έως εξευτελιστικών διαδικασιών. Μέχρι τώρα η φορολογική διοίκηση ασχολήθηκε με υποθέσεις του μακρινού παρελθόντος, τη στιγμή που η τρέχουσα φοροδιαφυγή θέριευε. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτό πολιτικά είναι βολικό: και η φοροδιαφυγή «πατάσσεται» και καθένας μας «κάνει τη δουλειά του» σήμερα. Υποτίθεται ότι τώρα η διοίκηση θα στραφεί στο παρόν. Με αυτές τις διαδικασίες, όμως, μόνο περισσότερος στραγγαλισμός θα προκύψει και κανένα αποτέλεσμα.
Το ΣτΕ έκανε ένα μόνο βήμα. Ανάλογα βήματα πρέπει να κάνουν και τα υπόλοιπα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να επιταχύνουν. Αναλόγως πρέπει να δράσουν οι ποινικοί δικαστές. Δεν είναι λογικό να καταδικάζεται κανείς δύο φορές για την ίδια οφειλή. Κυρίως, όμως, η κοινωνία και οι πολιτικοί πρέπει να λογικευτούν. Η φοροδιαφυγή είναι πρόβλημα, αλλά δεν είναι η μοναδική ούτε η κύρια αιτία των δεινών της χώρας. Η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, ο εξορθολογισμός των κυρώσεων και η ταχεία επίλυση (εδώ μπαίνει και η παραγραφή) των φορολογικών υποθέσεων οδηγούν σε ασφάλεια του επιχειρείν και σε αύξηση –τελικά– της φορολογικής απόδοσης.

Περίπτωση Ακη: Από τους πανηγυρισμούς στην πικρή έκπληξη

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος καταδικάστηκε για ξέπλυμα, μια και φορολογικά οι υποθέσεις του είχαν παραγραφεί και ο ίδιος καλυπτόταν από τις λοιπές ασυλίες. Τότε όλοι πανηγύρισαν. Λίγοι (κυρίως νομικοί και λογιστές) κατάλαβαν τότε ότι η «πατέντα» ήταν θέμα χρόνου να κατέβει στα χαμηλότερα στρώματα. Ήδη μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες διώκονται ποινικά, πέραν της φοροδιαφυγής, και για ξέπλυμα. Τα πανηγύρια τα διαδέχτηκε η (πικρή) έκπληξη!
Το ΣτΕ δεν απάλλαξε τους επώνυμους των λιστών. Απάλλαξε καθέναν από εμάς στην καθημερινότητά του. Δεν μας απάλλαξε ωστόσο από τον συνολικό ασφυκτικό εναγκαλισμό μιας παράλογης νομοθεσίας που επιβραβεύει μια αναποτελεσματική κρατική μηχανή. Αυτό είναι δουλειά των πολιτικών και θα έπρεπε να είναι αίτημα των ψηφοφόρων. Τα πολιτικώς ζητούμενα δεν είναι απαραίτητα υψηλά νοήματα και ιδέες. Αρκεί η βελτίωση των «πεζών» διαδικασιών που περιγράψαμε εδώ για να ζήσουμε όλοι πολύ καλύτερα.