Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν είναι δουλειά των δικαστηρίων - Free Sunday
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν είναι δουλειά των δικαστηρίων

Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν είναι δουλειά των δικαστηρίων

Επανέρχεται δειλά στην επικαιρότητα το θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Αφορμή η επικείμενη συζήτηση στο Εφετείο Αθηνών της έφεσης συστημικής τράπεζας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης η οποία έκανε δεκτή συλλογική αγωγή και δικαίωσε τους προσφυγόντες (καταναλωτικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνοπτικά έκρινε ότι η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να δέχεται εξόφληση των δανείων σε ελβετικό φράγκο με βάση την ισοτιμία του χρόνου χορήγησης και κυρίως να επανυπολογίσει όλες τις γενόμενες στο παρελθόν καταβολές με βάση την ισοτιμία χορήγησης. Εδώ βρίσκεται η βόμβα!

Την περίοδο 2006-2009, που δόθηκε η συντριπτική πλειονότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο, η ισοτιμία ήταν 1 ευρώ προς 1,65 ελβετικά φράγκα. Σήμερα (αφού έφτασε στο 1 προς 1) κυμαίνεται περίπου στο 1 ευρώ προς 1,13 ελβετικά φράγκα. Όταν κάποιος δανείζεται σε ξένο νόμισμα, είναι υποχρεωμένος να εξοφλεί την υποχρέωσή του είτε σε ξένο νόμισμα είτε στην ισοτιμία της ημέρας εξόφλησης. Αυτό προβλέπει ο αστικός κώδικας ήδη από το 1945, αυτό αποτέλεσε και τον οδηγό των τραπεζών για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων.

Πιάστηκαν στον ύπνο

Ο λόγος που οδήγησε τις τράπεζες να ωθήσουν τα συναλλαγματικά δάνεια και τους δανειολήπτες στο να τα συνομολογήσουν ήταν το γεγονός ότι από το 2005 και μετά τα επιτόκια του ευρώ ακολούθησαν ανοδική τάση, με αποτέλεσμα τα δάνεια να ακριβαίνουν. Το 2007 το επιτόκιο (euribor μηνός) του ευρώ πλησίασε το 5% (τρία χρόνια νωρίτερα ήταν στο 2%), ενώ του ελβετικού (libor μηνός) βρισκόταν στο 2%. Με αντάλλαγμα την ανάληψη κινδύνου από πιθανή μεταβολή της ισοτιμίας, οι δανειολήπτες απόλαυσαν χαμηλό επιτόκιο σε ελβετικό και φυσικά χαμηλή δόση δανείου, συγκρινόμενη με αντίστοιχο δάνειο σε ευρώ. Οι μεν τράπεζες δεν ήθελαν να ανακόψουν την πιστωτική τους επέκταση, οι δε δανειολήπτες θέλησαν να κάνουν τη δουλειά τους φτηνά. Η σταθερότητα που είχε παρουσιάσει η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ το καθιέρωσε ως κύριο νόμισμα δανεισμού σε συνάλλαγμα. Πρακτικά, τραπεζικοί και πελάτες πιάστηκαν στον ύπνο. Καλώς κακώς, ουδείς εκτίμησε ότι κάποια στιγμή η ισοτιμία θα ξεκλειδώσει και το ελβετικό θα ανατιμηθεί, πράγμα που ξεκίνησε το 2009 και εξελίχθηκε, χωρίς να φαίνεται στο ορατό μέλλον σημάδι αντιστροφής.

Η ανατίμηση του ελβετικού (το επιτόκιό του παραμένει σήμερα αρνητικό, όπως και του ευρώ) προκάλεσε αύξηση της μηνιαίας δόσης, αφού πλέον ο δανειζόμενος πρέπει να δώσει περισσότερα ευρώ για να αγοράσει ελβετικά και να εξοφλήσει τη δόση του. Οι τράπεζες κατηγορήθηκαν ότι ξεγέλασαν τους δανειολήπτες, στρέφοντάς τους στα συγκεκριμένα δάνεια, και τους εξέθεσαν σε κινδύνους τους οποίους δεν είχαν τη δυνατότητα και τη γνώση να εκτιμήσουν. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.

Η τραπεζική αγορά απελευθερώθηκε πλήρως το 1994, επί δραχμής, οπότε επιτράπηκε στις τράπεζες να δανείζουν και στον οποιονδήποτε να δανείζεται για οποιαδήποτε ανάγκη (επαγγελματική, στεγαστική, καταναλωτική) σε συνάλλαγμα. Τότε, τα δραχμικά επιτόκια βρίσκονταν σε δυσθεώρητα ύψη (29% στα εμπορικά δάνεια), με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί την περίοδο 1995-1999 η αγορά των πάσης φύσεως δανείων σε συνάλλαγμα. Κύρια νομίσματα δανεισμού τότε, το ιαπωνικό γιεν και το δολάριο και λιγότερο μάρκο και ελβετικό φράγκο, τα οποία είχαν τα χαμηλότερα επιτόκια. Την τάση ανέκοψε η υποτίμηση της δραχμής κατά 13% περίπου, ενόψει ένταξης στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών και επικείμενης εισόδου στην ΟΝΕ. Το ενδιαφέρον είναι ότι και μετά την υποτίμηση αυτή τα δάνεια σε γιεν ή σε ελβετικό φράγκο παρέμειναν σε επίπεδο δόσης φτηνότερα από τα αντίστοιχα δραχμικά. Τον Μάρτιο του 1998 τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων πλησίαζαν το 14%. Αμέσως μετά βέβαια, και ενόψει ένταξης στην ΟΝΕ, ακολούθησαν πορεία αποκλιμάκωσης έως το περίπου 7% στα τέλη του 2002. Ακολούθησε η είσοδος του ευρώ και μαζί του η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων.

Το μεγάλο πρόβλημα

Η ελληνική κοινωνία κατά συνέπεια δεν ήταν άσχετη με το φαινόμενο δανεισμού σε συνάλλαγμα. Από το 1999 έως το 2006 δεν μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Υπήρξαν δανειζόμενοι σε ελβετικό φράγκο που προσέφυγαν κατά των τραπεζών ισχυριζόμενοι ότι δεν τους ενημέρωσαν σωστά και αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι επί δραχμής είχαν λάβει δάνεια σε γιεν και δολάρια. Σε ατομικό επίπεδο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένος υπάλληλος σε συγκεκριμένο χρόνο έδωσε συγκεκριμένες και εσφαλμένες πληροφορίες σε συγκεκριμένο δανειζόμενο. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που ατομικές προσφυγές για το ελβετικό απορρίπτονται με αιτιολογία ότι ο δανειζόμενος δεν εξαπατήθηκε.

Το κύριο πρόβλημα με την απόφαση που έκανε δεκτή τη συλλογική αγωγή (και όσες από τις αποφάσεις δικαίωσαν σε πρώτο βαθμό και με ανάλογο σκεπτικό μεμονωμένους δανειολήπτες) είναι ότι θεωρεί ουσιαστικά καταχρηστική μια διάταξη του αστικού κώδικα που ισχύει από το 1945 και απλώς επαναλαμβάνεται στις τραπεζικές συμβάσεις.

Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η ίδια αυτή απόφαση διατάσσει αναδρομικό επανυπολογισμό των καταβολών με βάση την ισοτιμία χορήγησης. Πρακτικά αυτό σημαίνει κούρεμα ακόμη και των υγιών (δάνεια που εξυπηρετούνται κανονικά) απαιτήσεων σε συνάλλαγμα των τραπεζών σε ποσοστό που τυπικά φτάνει το 30%, αλλά αν υπολογιστούν και τα αναδρομικά για όλο το συναλλαγματικό χαρτοφυλάκιό τους, θα πρέπει να πλησιάζει το 50%. Στα πολύ ψιλά γράμματα του εξειδικευμένου οικονομικού Τύπου το χαρτοφυλάκιο του ελβετικού προσδιορίζεται στο ποσό των 10 δισ. ευρώ. Ένα άμεσο κούρεμα της τάξης του 30% συνεπάγεται άμεση ζημία πολλαπλάσια της αξίας της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Επαναλαμβάνεται η παθογένεια

Αυτό που δεν αντιμετώπισε η απόφαση για τη συλλογική αγωγή είναι το επίσης πραγματικό γεγονός ότι για συγκεκριμένο διάστημα οι δανειολήπτες ωφελήθηκαν μειωμένης δόσης σε σχέση με το αν είχαν πάρει δάνεια σε ευρώ. Η ωφέλεια αυτή θα πρέπει να αποτυπωθεί ως μηχανισμός και να μην επιρριφθεί και αυτή στις τράπεζες. Μπορούμε να δεχτούμε ως πραγματικό το γεγονός ότι συγκεκριμένοι δανειολήπτες έλαβαν κακή ενημέρωση ή άστοχες διαβεβαιώσεις από τραπεζικά στελέχη (πολλά από τα οποία έλαβαν και τα ίδια δάνεια σε ελβετικό φράγκο). Άλλοι τόσοι όμως έσπευσαν να επωφεληθούν της χαμηλής δόσης, αναλαμβάνοντας συνειδητά τον κίνδυνο. Τόσο συνειδητά όσο τουλάχιστον ανέλαβαν τον κίνδυνο όσοι πριν από το 1999 έπαιξαν, χάρηκαν και στο τέλος έχασαν από την «άνθηση» του χρηματιστηρίου. Κοινώς, όποιον ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κότες.

Στην ιστορία του ελβετικού φράγκου επαναλαμβάνεται η παθογένεια της τελευταίας δεκαετίας. Ομαδικές κραυγές (όχι χωρίς συμφέρον) ότι όλοι μα όλοι εξαπατήθηκαν. Καμία αναφορά στην ατομική ευθύνη εκάστου. Για ένα σακάκι των 100 ευρώ κάνουν όλοι έρευνα αγοράς. Για το δάνειο δεν έκανε κανείς. Η ομαδική κραυγή όμως στην πραγματικότητα πνίγει εκείνους από τους δανειολήπτες που πραγματικά έλαβαν κακή ενημέρωση. Τους ρίχνει στον σωρό της ομαδικής αναξιοπιστίας των αφορισμών.

Για μία ακόμη φορά τα ελληνικά δικαστήρια καλούνται να κάνουν δουλειά που δεν τους αναλογεί. Η ρύθμιση της αγοράς από την ΤτΕ και την Επιτροπή Ανταγωνισμού (αλλά και τις καταναλωτικές οργανώσεις) θα έπρεπε, θεωρητικά, να προλάβει ή να ελαχιστοποιήσει τα φαινόμενα. Εάν αυτό έγινε σωστά τότε, τα δικαστήρια δεν έχουν τίποτα να πουν σήμερα. Εάν δεν έγινε, τα δικαστήρια δεν μπορούν να διορθώσουν το πρόβλημα, ειδικά εάν συναρτάται με την ευστάθεια του συστήματος.