Η παλιά γνώριμη και ο νέος σύντροφός της - Free Sunday
Η παλιά γνώριμη και ο νέος σύντροφός της

Η παλιά γνώριμη και ο νέος σύντροφός της

Και να μία αναμέτρηση που δεν θα φέρει ανατροπή. Οι γερμανικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου 2017 δεν θα είναι ο επόμενος σταθμός της «ταχείας της αντισυστημικότητας», ούτε θα είναι ένα ακόμη παράδειγμα διάψευσης των δημοσκοπικών εκτιμήσεων για το εκλογικό αποτέλεσμα. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θα επικρατήσει για τέταρτη διαδοχική φορά και θα διατηρήσει τη θέση της. Πώς όμως πέτυχε εκείνη εκεί όπου όλοι οι άλλοι αποτυγχάνουν;

Ο δύσκολος προεκλογικός δρόμος

Η επιτυχία της Μέρκελ μοιάζει μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε ότι τόσο η τοποθέτησή της στο ζήτημα των μεταναστών όσο και η επίδοση της κυβέρνησής της στο ζήτημα της οικονομίας δεν ευνοούσαν την επανεκλογή της. Ως προς το πρώτο, η απόφαση της Μέρκελ να υποδεχτεί η Γερμανία έναν μαζικό αριθμό προσφύγων είχε δυσαρεστήσει τόσο μέρος του κόμματός της, του Χριστιανοδημοκρατικού CDU, όσο και τον πιο συντηρητικό Βαυαρό σταθερό σύμμαχό τους, το CSU. Οι δυσκολίες για την καγκελάριο οξύνθηκαν όταν διαπιστώθηκε ότι συνέπεια της πολιτικής της ήταν η ενίσχυση της αντιμεταναστευτικής ψήφου. Η αντιμεταναστευτική ψήφος, σε όλη τη διάρκεια των περιφερειακών εκλογών πέρυσι, ενίσχυε την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το ακροδεξιό κόμμα, τα ποσοστά του οποίου αγγίζουν σταθερά τους τελευταίους μήνες το 10%. Ως προς το δεύτερο, η στήριξη –και πολύ περισσότερο η χάραξη– της οικονομικής πολιτικής της λιτότητας, με τις περικοπές στο άλλοτε κραταιό σύστημα ασφάλισης και στο σύστημα υγείας, προφανώς και δυσαρέστησε το γερμανικό εκλογικό σώμα.

Οι δύο περιγραφέντες παράγοντες πρόβλεψης μιας μείωσης του ποσοστού του κόμματος της Μέρκελ συνδέονται μεταξύ τους, γεγονός που κάνει θεωρητικά την πρόβλεψη ακόμα πιο δυσοίωνη. Οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις που σταδιακά πραγματοποιούνται στη Γερμανία από το 2005, απομειώνοντας την επιρροή των εργατικών σωματείων στον καθορισμό των εργασιακών σχέσεων και της μισθολογικής πολιτικής, έχουν αυξήσει την ανησυχία της κοινωνίας αναφορικά με την επαγγελματική προστασία στο μέλλον. Η από το 2005 στροφή της γερμανικής οικονομίας στην κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης, της εξειδίκευσης, της τεχνολογίας και της έρευνας έδωσε τροφή στην ανασφάλεια μερίδας εργαζομένων, που ανησύχησαν για το ενδεχόμενο αποκλεισμού τους από τη νέα αγορά εργασίας στο μέλλον. Την ανασφάλειά τους επιτείνει η υποδοχή μεγάλου αριθμού προσφύγων εντός της χώρας, απόφαση που συνδέεται με τις επιλογές της καγκελαρίου την τελευταία διετία, καθώς η έλευση των προσφύγων θα μειώσει τις ευκαιρίες απασχόλησης. Το μείγμα ήταν εμφανώς εκρηκτικό για την υποψηφιότητα της Μέρκελ.

Το αναμενόμενο αποτέλεσμα των εκλογών της προσεχούς Κυριακής στη Γερμανία όμως είναι ένα από εκείνα στα οποία κομβικό ερμηνευτικό ρόλο έχει η προσωπικότητα του ηγέτη. Επιβλητική στο εσωτερικό του κόμματος, ρεαλιστική και καθησυχαστική στο εκλογικό ακροατήριο, η Μέρκελ τελικά έπεισε το πιο μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, παρά τον συγκυριακό ενθουσιασμό που το κοινό έδειξε για την υποψηφιότητα των Σοσιαλδημοκρατών, του πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Μάρτιν Σουλτς.

Ο δύσκολος μετεκλογικός δρόμος

Όμως η προβλεπόμενη νίκη των Χριστιανοδημοκρατών στις 24 Σεπτεμβρίου δεν αναμένεται να οδηγήσει στη συγκέντρωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κατά συνέπεια θα απαιτηθεί μια περίοδος ανίχνευσης των δυνατοτήτων σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με άλλα κόμματα. Η δυσκολία της επίτευξης αυτοδυναμίας στη γερμανική περίπτωση εξηγείται από τη δομή του μεικτού εκλογικού συστήματος. Κύριο στοιχείο του μεικτού εκλογικού συστήματος είναι ότι οι εκλογείς καλούνται να ψηφίσουν δύο φορές. Με την πρώτη ψήφο τους επιλέγουν τον βουλευτή της επιθυμίας τους για τις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες του ομόσπονδου κρατιδίου τους. Με τη δεύτερη ψήφο τους επιλέγουν τη λίστα του κόμματος που θα ήθελαν να εκλεγεί πρώτο. Η κατανομή των βουλευτών από τις λίστες στα πολιτικά κόμματα γίνεται αναλογικά ως προς τα ποσοστά τα οποία κάθε κόμμα έχει πετύχει στα 16 ομόσπονδα κρατίδια. Το μεικτό σύστημα οδηγεί σε έναν σχετικά υψηλό κατακερματισμό, ο οποίος και εμποδίζει συνήθως τον σχηματισμό κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών από ένα κόμμα, ενώ παράλληλα αναδεικνύει σε κομβικό τον ρόλο μικρότερων κομμάτων, που καλούνται να λειτουργήσουν ως «μικροί εταίροι» σε συμμαχίες με κάποιο μεγάλο κόμμα.

Κλασική περίπτωση τέτοιου κόμματος είναι το FDP, το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών. Το FDP μοιάζει να είναι η μικρή έκπληξη των εκλογών της Κυριακής, καθώς φέρεται να έχει διπλασιάσει την ισχύ του σε σύγκριση με τη δύναμη που κατέγραψε το 2013. Έχοντας συμμετάσχει σε δέκα κυβερνητικά σχήματα από το 1949 και μετά –τόσο με τους Χριστιανοδημοκράτες όσο και με τους Σοσιαλδημοκράτες– και έχοντας υπάρξει ο «μικρός εταίρος» σε κυβέρνηση υπό τη Μέρκελ, το FDP ετοιμάζεται να επιστρέψει στο Κοινοβούλιο μετά από μια μικρή αποτυχία στις εκλογές του 2013, όταν το κόμμα δεν κατάφερε να ξεπεράσει το όριο του 5%. Έχοντας ξεπεράσει οργανωτικά ελλείμματα και έχοντας αλλάξει τρεις αρχηγούς μέσα στην τελευταία πενταετία, το FDP δείχνει σήμερα ικανό να διευρύνει σημαντικά την απήχησή του, κυρίως σε νέους ψηφοφόρους και σε εργαζόμενους στους δυναμικά εξελισσόμενους τομείς της τεχνολογίας, της έρευνας και της ανάπτυξης.

Όχημα της διεύρυνσης της απήχησης του FDP μοιάζει να είναι η μετατόπιση της προγραμματικής έμφασης του κόμματος από την οικονομία προς τους τομείς της εκπαίδευσης, της εσωτερικής ασφάλειας και της διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος.

Ιδιαιτέρως ως προς το τελευταίο πρέπει να υπογραμμιστεί η απόφαση της ηγεσίας του FDP να υιοθετήσει αυστηρότερη στάση και να αποστασιοποιηθεί από την επιλογή ανοίγματος των συνόρων της Μέρκελ, επισημαίνοντας ότι η πολιτική μετανάστευσης πρέπει να δομηθεί σε συνδυασμό με τους κανόνες εσωτερικής ασφάλειας και ότι η Γερμανία πρέπει να στοχεύσει στην προσέλκυση των λαμπρότερων μυαλών, προκειμένου να συνεισφέρουν στην αύξηση της οικονομίας. Απομακρυνόμενο από τις γραμμές του πολιτικού φιλελευθερισμού, το FDP δείχνει να προσαρμόζεται στη ζήτηση για σκληρότερες πολιτικές στο θέμα της μετανάστευσης, επιδιώκοντας να αποσπάσει ψηφοφόρους των Χριστιανοδημοκρατών ή και του ακροδεξιού AfD, ιδιαίτερα εκείνους που διστάζουν να ταυτιστούν με τις ρατσιστικές θέσεις του τελευταίου.

Ο νέος γάμος;

Η κυβερνητική συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ με το FDP μοιάζει ένα πολύ πιθανό σενάριο, παρ’ ότι η προοπτική ενός Μεγάλου Συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών –στα πρότυπα του αντίστοιχου που κυβερνά τη χώρα από το 2013– είναι πιθανή, ενώ έχει καλλιεργηθεί και μια προοπτική συνεργασίας των Χριστιανοδημοκρατών με δύο μικρότερα κόμματα, το FDP και τους Πράσινους. Το δεύτερο και το τρίτο σενάριο μοιάζουν πάντως πιο αδύναμα, καθώς ο Μεγάλος Συνασπισμός θα στερήσει την επιθυμητή αίσθηση αλλαγής και ο πολύχρωμος συνασπισμός θα είναι εξαιρετικά δυσλειτουργικός εξαιτίας των σοβαρών διαφορών των Πρασίνων από τα άλλα δύο κόμματα, όχι μόνο στην περιβαλλοντική ατζέντα αλλά και στο μείζον θέμα του μεταναστευτικού. Αντιθέτως, η συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων θα προσφέρει στη Μέρκελ ένα άλλοθι για την ευθυγράμμιση της θέσης της με τη ζήτηση για σκληρότερη στάση στο μεταναστευτικό και υπό αυτή την έννοια αυτό το σενάριο συγκυβέρνησης θα είναι αμοιβαία επωφελές.

Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτή την προεκλογική περίοδο τα κόμματα απέφυγαν να διατυπώσουν καθαρά τις προθέσεις μετεκλογικής συνεργασίας τους, κάτι που συνήθιζαν κατά το παρελθόν. Μοιάζει σαν να μην έχουν σταλεί προσκλήσεις γι’ αυτόν τον νέο γάμο.