Βόννη, Βερολίνο και τώρα Βαϊμάρη; - Free Sunday
Βόννη, Βερολίνο και τώρα Βαϊμάρη;

Βόννη, Βερολίνο και τώρα Βαϊμάρη;

Ανεξάρτητα από την έκβαση που θα έχει η μετεκλογική πολιτική κρίση στη Γερμανία –νέος μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, κυβέρνηση μειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών ή νέες εκλογές–, ένα ερώτημα σκιάζει τον ορίζοντα της ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης: Είναι η σημερινή κρίση συγκυριακή, κυρίως λόγω των παρενεργειών των χειρισμών του προσφυγικού από την καγκελάριο Μέρκελ ή προαναγγέλλει μια αποσταθεροποίηση, έναν θρυμματισμό της μέχρι τώρα πολιτικής σταθερότητας αορίστου χρόνου;

Τα παραπάνω δεν είναι ακαδημαϊκή συζήτηση αλλά συνδέονται άμεσα με τη γερμανική και ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα: Αν τελικά μεταστραφεί το SPD, παρά τις αντιρρήσεις του Σουλτς, διαμορφώσει με τους Χριστιανοδημοκράτες νέο μεγάλο συνασπισμό, και αν οι δύο εταίροι πιστεύουν ότι η αποσταθεροποίηση με πολιορκητικό κριό την κατάτμηση της πολιτικής σκηνής δεν πρέπει να προχωρήσει, τότε η όποια ουσιαστική διόρθωση πορείας της χώρας στην Ε.Ε.-Ευρωζώνη θα έχει προκαταβολικά οριοθετηθεί.

Σταθερότητα

Όταν το 1949 ιδρύθηκε η Δυτική Γερμανία, κυρίως με ευθύνη και πρωτοβουλία των ΗΠΑ, ελήφθησαν όλα τα θεσμικά μέτρα και διαμορφώθηκαν όλες οι δυνατές πολιτικές προϋποθέσεις κυβερνητικής σταθερότητας.

Τότε ήταν κυρίαρχη η εκτίμηση ότι το Σύνταγμα και το πολιτικό σκηνικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933) που ευνοούσαν την πολυδιάσπαση και την κατάτμηση των πολιτικών δυνάμεων έστρωσαν τον δρόμο στον Χίτλερ και τους ναζί για την κατάκτηση της εξουσίας.

Το σκηνικό στη Δυτική Γερμανία, με δεδομένη την περιθωριοποίηση και στη συνέχεια την απαγόρευση της λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD), ήταν δικομματισμός με δύο ισχυρούς πόλους, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, με το κεντρώο Κόμμα των Φιλελευθέρων σε ρόλο μπαλαντέρ ανάμεσα στους δύο μεγάλους.

Η μόνη τοπική πολιτική ιδιαιτερότητα, που κράτησε σχετικά αυτόνομη παρουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ήταν οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), η βαυαρική πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας (CDU),η οποία λειτουργούσε άλλοτε σαν διακριτή συνιστώσα, άλλοτε σαν συμμαχικό κόμμα του CDU.

Με αυτή τη δεδομένη και αδιατάρακτη σταθερότητα έζησε η Δυτική Γερμανία μέχρι την ενοποίηση του 1989-1990. Η εμφάνιση των Πρασίνων, ως ριζοσπαστικού εναλλακτικού κόμματος, στην κεντρική πολιτική σκηνή τη δεκαετία του ’80 δεν επηρέασε τη δικομματική σταθερότητα.

Δύο εξαιρέσεις

Δύο φορές μόνο στην ιστορία της Δυτικής Γερμανίας η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Βόννης δεν εξάντλησε την τετραετία για την οποία είχε εκλεγεί: Η πρώτη το 1966, όταν σημειώθηκε η πρώτη μεταπολεμική οικονομική ύφεση και η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελευθέρων υπό τον Έρχαρτ αντικαταστάθηκε από την πρώτη κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών με καγκελάριο τον Κίζιγκερ και αντικαγκελάριο και υπουργό Εξωτερικών τον Μπραντ. Η κυβερνητική αλλαγή έγινε το φθινόπωρο του 1966, έναν μόλις χρόνο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1965, όπου ο, διάδοχος του Αντενάουερ, Έρχαρτ είχε οδηγήσει τη χριστιανοδημοκρατία σε μια ακόμη εκλογική πρωτιά.

Η δεύτερη ανατροπή της τετραετούς κυβερνητικής σταθερότητας καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 1982, όταν οι Φιλελεύθεροι, με επικεφαλής τον αντικαγκελάριο και υπουργό Εξωτερικών Γκένσερ, διέκοψαν, δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 1980, την επί δεκατρία χρόνια συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες, πρώτα με τον Μπραντ και στη συνέχεια με τον Σμιτ, και συγκρότησαν νέα κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες και καγκελάριο τον Κολ.

Όταν ήρθε η ενοποίηση της Γερμανίας το 1989-1990, το τοπίο στην κεντρική πολιτική σκηνή παρέμεινε σταθερό, καθώς το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, η μετεξέλιξη του Κ.Κ. της Ανατολικής Γερμανίας, σημείωνε υψηλά ποσοστά μόνο στα έξι νέα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια.

Το δίλημμα

Σήμερα ένα μεγάλο ερωτηματικό σκιάζει τον πολιτικό χώρο που εκτείνεται από την κεντροδεξιά μέχρι την ακροδεξιά. Χώρο εντός του οποίου ανταγωνίζονται οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, οι Φιλελεύθεροι και η Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Πώς θα αντιμετωπίσουν η κεντροδεξιά και η σκληρή καθαρόαιμη δεξιά πτέρυγά της, αλλά και οι επανακάμψαντες στην κεντρική σκηνή Φιλελεύθεροι, την ακροδεξιά, ξενόφοβη και ρατσιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία; Με το μοντέλο που υιοθέτησε στη Γαλλία ο Σιράκ απέναντι στο Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν, την πολιτική και ιδεολογική-προγραμματική καραντίνα, ή με το μοντέλο με το οποίο ο Σαρκοζί το 2007 διεμβόλισε την ακροδεξιά, υιοθετώντας και πολλές φορές πλειοδοτώντας σε σκληρή κατασταλτική γραμμή;

Οι Φιλελεύθεροι του Λίντνερ κατά κύριο λόγο, αλλά και οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές του Ζεεχόφερ, δείχνουν να κινούνται προς το μοντέλο Σαρκοζί.

Ανοιχτές προκλήσεις

Ένα είναι βέβαιο: ότι τα δύο μεγάλα μέτωπα που ευνόησαν την ίδρυση και στη συνέχεια τη διόγκωση της Εναλλακτικής, δηλαδή η περαιτέρω πορεία της Ευρωζώνης και η διαχείριση του προσφυγικού, θα παραμείνουν ανοιχτές προκλήσεις για το ορατό μέλλον.

Η αποσταθεροποίηση της κεντρικής πολιτικής σκηνής στη Γερμανία αποδεικνύει ότι οι συνταγματικές, θεσμικές και εθιμικές πολιτικές πρόνοιες που στόχο έχουν την κυβερνητική σταθερότητα δεν μπορούν από μόνες τους να δώσουν ευρύτερη συναίνεση από αυτήν που υπάρχει ή ζητείται σε επίπεδο κοινωνικών συσχετισμών και ισορροπιών.