Η Ελλάδα σταθερά πρωταθλήτρια στις κοινωνικές ανισότητες - Free Sunday
Η Ελλάδα σταθερά πρωταθλήτρια στις κοινωνικές ανισότητες

Η Ελλάδα σταθερά πρωταθλήτρια στις κοινωνικές ανισότητες

 

Η έκθεση του γερμανικού Ιδρύματος Bertelsmann για το 2017 δείχνει ότι μένουμε συνεχώς πίσω σε σχέση και με τη Βουλγαρία και με τη Ρουμανία.

Η ετήσια έκθεση του γερμανικού Ερευνητικού Ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική δικαιοσύνη στην Ε.Ε. των «28» για το 2017 κατατάσσει για μία ακόμη χρονιά την Ελλάδα στην τελευταία θέση. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας παραμένει η πρωταθλήτρια στις κοινωνικές ανισότητες.

Το βασικό πλαίσιο

Το βασικό πλαίσιο που προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης του Ιδρύματος Bertelsmann είναι ότι οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα έχουν βαθιές ρίζες και θα χρειαστεί αλλαγή πολιτικής και μεγάλη προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν.

Πρώτον, η τριετία των κυβερνήσεων Τσίπρα δεν φανέρωσε τάση βελτίωσης στην καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα μας.

Δεύτερον, στους τομείς όπου υπήρξε κάποια πρόοδος, όπως για παράδειγμα στην απασχόληση, αυτή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες που εφάρμοσαν πρόγραμμα-μνημόνιο και δεν οδηγεί στη βελτίωση της συγκριτικής θέσης της Ελλάδας.

Τρίτον, με το πέρασμα του χρόνου μένουμε ολοένα πιο πίσω στα περισσότερα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, χώρες που πέρασαν ανάλογες δοκιμασίες με εμάς, αλλά και από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, τις οποίες έχουμε την τάση να θεωρούμε πολύ χειρότερες από εμάς σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής.

Τέταρτον, μια σύγκριση των στοιχείων του 2017 με τα στοιχεία του 2008, της χρονιάς που προηγήθηκε της εκδήλωσης της ελληνικής κρίσης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές ανισότητες στην πατρίδα μας είναι διαχρονικές. Είχαμε το ευρωπαϊκό ρεκόρ στις κοινωνικές ανισότητες όταν πηγαίναμε καλά σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα και την οικονομική ανάπτυξη και εξακολουθούμε να έχουμε το ρεκόρ στις κοινωνικές ανισότητες σήμερα, οπότε έχει μειωθεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατά 25%, ενώ έχει καταρρεύσει και το πραγματικό εισόδημα των περισσότερων συμπολιτών μας. Κατά την άποψή μου, δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα που οδηγούν σε ρεκόρ κοινωνικών ανισοτήτων στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτική και οικονομική συγκυρία. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες πολιτικές για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής επειδή δεν έχουν αποφασιστεί σε πολιτικό επίπεδο ή επειδή είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστούν σε διοικητικό επίπεδο.

Στην τελευταία θέση

Σύμφωνα με τους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης που προκύπτουν από την ανάλυση των ειδικών του Ιδρύματος Bertelsmann, οι πρώτες έξι χώρες της Ε.Ε. οι οποίες είναι κοινωνικά πιο δίκαιες το 2017 είναι η Δανία με συνολικό δείκτη 7,39, η Σουηδία με 7,31 και η Φινλανδία με 7,14. Τη βόρεια τριάδα ακολουθεί στην τέταρτη θέση η Τσεχία με 6,84, η Σλοβενία με 6,74 και η Ολλανδία με 6,73. Την 7η θέση της κατάταξης για την κοινωνική δικαιοσύνη στην Ε.Ε. των «28» βρίσκεται η Γερμανία με 6,71. Η τελευταία έρχεται πρώτη μεταξύ των μεγάλων χωρών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι θεωρίες περί νεοφιλελευθερισμού των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών που εναλλάσσονται στην εξουσία ή συγκυβερνούν στη συγκεκριμένη χώρα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.

Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος σε ό,τι αφορά τον συνολικό δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης είναι 5,85 και η Ελλάδα έρχεται τελευταία το 2017 μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε., με δείκτη 3,70. Στην προτελευταία θέση είναι η Ρουμανία με 3,9 και στην τρίτη θέση από το τέλος η Βουλγαρία με 4,19. Σοβαρό πρόβλημα κοινωνικής ανισότητας έχει η Ιταλία, η οποία είναι τέταρτη από το τέλος στον δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης με 4,84, και η Ισπανία, που είναι πέμπτη από το τέλος με 4,96.

Υστερούμε σε όλους τους τομείς

Το Ίδρυμα Bertelsmann κατατάσσει τους πολυάριθμους πίνακες βάσει των οποίων αξιολογεί την κοινωνική δικαιοσύνη και τις κοινωνικές ανισότητες σε έξι μεγάλες ενότητες. Μία ενότητα είναι η πρόσβαση στην αγορά εργασίας, όπου η Ελλάδα έρχεται 28η στους «28», ενώ είμαστε τελευταίοι και στην ενότητα που έχει σχέση με τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών. Βρισκόμαστε στην 27η θέση μεταξύ των «28» στα ζητήματα υγείας, όπου μάλιστα παρατηρείται σημαντική επιδείνωση την τελευταία τριετία. Σε δύο άλλες βασικές ενότητες, την αποτροπή της φτώχειας και την κοινωνική συνοχή και την αποφυγή των διακρίσεων, καταλαμβάνουμε την 26η θέση μεταξύ των «28» της Ε.Ε. Λιγότερο άσχημα τα πηγαίνουμε στην ενότητα «ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση», όπου ερχόμαστε 24οι στους «28».

Πρέπει να πούμε ότι η πρώτη εξάδα στην κατάταξη των δεικτών κοινωνικής δικαιοσύνης είναι η ίδια το 2017 με αυτήν που ήταν το 2008, με την εξαίρεση της Τσεχίας, που αντικατέστησε την Αυστρία εξαιτίας της μικρής υποχώρησης της τελευταίας στη γενική κατάταξη. Η Ελλάδα ήταν τελευταία μεταξύ των «28» και το 2008, όταν ακόμη δεν είχαν επιβληθεί τα προγράμματα-μνημόνια και σκληρή λιτότητα.

Η διαφορά είναι ότι τότε ήμασταν τελευταίοι με κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου 25% υψηλότερο του σημερινού, γεγονός που επέτρεπε μια λιγότερο σκληρή αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας σε ατομική, οικογενειακή βάση, και πως η γενική βαθμολογία στον δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης ήταν αρκετά υψηλότερη, στο 4,36.

Τα προγράμματα-μνημόνια συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασης, εφόσον το 2014 φτάσαμε να είμαστε οι τελευταίοι, με δείκτη μόλις 3,53, αλλά δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτά και στη σχετική λιτότητα η διαχρονική αστοχία της χώρας μας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων. Στη διάρκεια της κυβερνητικής τριετίας του ΣΥΡΙΖΑ παρατηρείται μικρή αύξηση του δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης, από 3,53 σε 3,70, η οποία όμως υστερεί σε σχέση με τη βελτίωση που παρατηρείται σε άλλες χώρες που είχαν ενταχθεί σε πρόγραμμα-μνημόνιο. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία είχε συνολικό δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης 4,99 το 2008, υποχώρησε λόγω της κρίσης στο 4,71 το 2014 και τώρα έχει αφήσει πίσω της το πρόγραμμα-μνημόνιο και καταγράφει συνολικό δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης 5,36. Ουσιαστική βελτίωση, από το 5,06 του 2014 στο 5,66 το 2017, παρατηρείται και στην Ιρλανδία.

Σε γενικές γραμμές η Ελλάδα δεν είχε ποτέ αξιόλογη στρατηγική για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, εφάρμοσε τα προγράμματα-μνημόνια με έναν τρόπο που συνέβαλε στην παραπέρα αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και μένει ακόμη πιο πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας γιατί καθυστερεί στην έξοδο από το πρόγραμμα-μνημόνιο και τα μνημονιακού τύπου μέτρα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, χωρίς να αλλάξει τη γενική αρνητική εικόνα και να βγάλει την Ελλάδα από τη διόλου τιμητική 28η θέση στον γενικό δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ε.Ε. των «28». Σε αρνητικά συμπεράσματα οδηγεί και η σύγκριση του γενικού δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2008 ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 6,02, ενώ ο δείκτης στην Ελλάδα ήταν 4,36. Έπρεπε να καλύψουμε μια διαφορά της τάξης του 1,66. Το 2014 ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είχε υποχωρήσει στο 5,60, για να ανακάμψει κάπως το 2017, στο 5,85. Ο δείκτης στην Ελλάδα υποχώρησε στο 3,53 το 2014, για να βελτιωθεί οριακά στο 3,70 το 2017 και να έχουμε να καλύψουμε μια απόσταση που εκφράζεται σε 2,15 μονάδες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πολύ μεγαλύτερη από την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε το 2008 και λίγο μεγαλύτερη από την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε το 2014.

Λεπτομερειακή ανάλυση

Η αξιολόγηση της κοινωνικής δικαιοσύνης σε κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. των «28» από τους ειδικούς του Ιδρύματος Bertelsmann στηρίζεται σε εκατοντάδες κριτήρια, ταξινομημένα σε δεκάδες πίνακες οι οποίοι εντάσσονται σε έξι βασικές ενότητες.

Η ενότητα «αποτροπή της φτώχειας» θεωρείται από τους ειδικούς η σημαντικότερη, γι’ αυτό έχει τριπλό ειδικό βάρος. Πολύ σημαντικές θεωρούνται και οι ενότητες «ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση» και «πρόσβαση στην αγορά εργασίας», γι’ αυτό έχουν διπλό ειδικό βάρος από τις άλλες τρεις βασικές ενότητες, που αφορούν την κοινωνική συνοχή και την έλλειψη διακρίσεων, την υγεία και τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών.

Στην ενότητα «αποτροπή της φτώχειας» ερευνώνται τα στοιχεία που έχουν σχέση με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στο σύνολο του πληθυσμού. Στη συνέχεια, αξιολογούνται στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για μικρά παιδιά ή ηλικιωμένους. Ερευνάται επίσης ποιο ποσοστό του πληθυσμού ανήκει σε νοικοκυριά όπου κανένα μέλος τους δεν εργάζεται. Γίνεται αναλυτική εξέταση σε επίπεδο συνολικού πληθυσμού παιδιών και ηλικιωμένων που αντιμετωπίζουν μεγάλη στέρηση υλικών αγαθών. Καταγράφεται επίσης η φτώχεια σε ό,τι αφορά το εισόδημα, σε επίπεδο συνολικού πληθυσμού, παιδιών και ηλικιωμένων.

Στην ενότητα «ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση» γίνεται μια ποιοτική εξέταση της εκπαιδευτικής πολιτικής, συνδέεται η κοινωνικοοικονομική προέλευση με την επίδοση των μαθητών και εξετάζονται οι δημόσιες δαπάνες για παιδιά προσχολικής ηλικίας, εξετάζεται σε ποιο ποσοστό οι μαθητές εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, αξιολογούνται όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης και τα αποτελέσματα ανά χώρα της αξιολόγησης Pisa.

Στην ενότητα «πρόσβαση στην αγορά εργασίας» μελετάται η απασχόληση, η απασχόληση στις μεγαλύτερες ηλικίες, η απασχόληση σε σύγκριση με αυτούς που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και αυτούς που γεννήθηκαν στη χώρα όπου ζουν και εργάζονται, η συγκριτική απασχόληση γυναικών και ανδρών, η ανεργία, η μακροπρόθεσμη ανεργία, η ανεργία των νέων, η ανεργία για τους ανειδίκευτους, το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης την οποία δεν επιθυμούν οι εργαζόμενοι, η φτώχεια μεταξύ των εργαζομένων, οι εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές και το πόσο διαδεδομένες είναι και η σύγκριση της απασχόλησης σε ό,τι αφορά τα άτομα με ειδικές ανάγκες σε σχέση με τον γενικό κανόνα.

Στην τέταρτη ενότητα, που έχει σχέση με την κοινωνική ένταξη και την έλλειψη διακρίσεων, μελετάται η ποιότητα των πολιτικών της κοινωνικής ένταξης, η εξέλιξη του δείκτη Gini, που αποδίδει τις ανισότητες σε ζητήματα εισοδήματος και περιουσίας, η ποιότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται κατά των διακρίσεων, η εκπροσώπηση των φύλων στο κοινοβούλιο, η ποιότητα των πολιτικών ενσωμάτωσης που εφαρμόζονται, η κατάσταση των νέων που στερούνται απασχόλησης και δεν είναι στην εκπαίδευση ή στην επαγγελματική κατάρτιση. Καταγράφονται επίσης οι τάσεις σε σχέση με τα άτομα που δεν έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, συγκρίνονται οι κοινωνικές τάσεις μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και εκείνων που γεννήθηκαν στη χώρα όπου ζουν και εργάζονται και ερευνώνται οι διακρίσεις σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Στην πέμπτη ενότητα, που αφορά την υγεία, εξετάζεται η ποιοτική διάσταση της πολιτικής υγείας, διερευνώνται τα ποσοστά πολιτών που χρειάστηκαν την παροχή υπηρεσιών υγείας και αντιμετώπισαν άρνηση, καταγράφεται η τάση του μέσου όρου ζωής σε συνθήκες καλής υγείας, αξιολογείται η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες υγείας και το εύρος τους και βαθμολογείται η αποτελεσματικότητα των συστημάτων υγείας.

Στην έκτη ενότητα, που αφορά τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών, μελετάται με τη βοήθεια συγκεκριμένων δεικτών η ποιοτική διάσταση της οικογενειακής πολιτικής που εφαρμόζεται, όπως και η ποιοτική διάσταση της συνταξιοδοτικής πολιτικής. Αξιολογείται επίσης η ποιότητα της περιβαλλοντικής πολιτικής που εφαρμόζεται, μετριούνται οι εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, καταγράφεται το δυναμικό και η τάση σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υπολογίζονται οι δαπάνες για επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη, μετράται το δημόσιο χρέος και η δυναμική του και, τέλος, καταγράφονται οι δημογραφικές τάσεις και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνία.

Η τελευταία τριετία

Στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας υπήρξε βελτίωση σε ορισμένους δείκτες που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη και ειδικά στην ενότητα που έχει σχέση με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Όμως η βελτίωση αυτή είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τις άλλες χώρες εξαιτίας του γεγονότος ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται στον πέμπτο χρόνο οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο τρίτο τρίμηνο οικονομικής ανάπτυξης, η οποία στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό, με αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση στην εποχική και τη μερική απασχόληση.

Το ποσοστό του πληθυσμού που προέρχεται από νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανείς ήταν 8,1% το 2008, αυξήθηκε στο 18,2% το 2014 και υποχώρησε ελαφρά στο 17,2% το 2017. Μια ματιά στα ανάλογα στοιχεία για την Πορτογαλία, όπου το σχετικό ποσοστό υποχώρησε από 12,2% το 2014 σε 9,1% το 2017, δείχνει πόσο αργή είναι η πρόοδος σε αυτόν τον τομέα στην Ελλάδα εξαιτίας και της καθυστέρησης της εξόδου από το πρόγραμμα-μνημόνιο και τα μνημονιακού τύπου μέτρα.

Σε ό,τι αφορά το ποσοστό ανεργίας, φτάσαμε σε ένα απαράδεκτα υψηλό 27,7% το 2014, ξεκινώντας από 8,5% το 2008, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ιδρύματος Bertelsmann η ανεργία στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει στο 23,7% (σ.σ.: οι υπολογισμοί αφορούν στοιχεία του 2016). Η αποκλιμάκωση της ανεργίας στην Ελλάδα είναι υπαρκτή, υστερεί όμως πολύ έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε από 13,3% το 2014 σε 8,1% το 2017, ενώ στην Πορτογαλία έπεσε από το 17% το 2014 στο 11,5% το 2017 (σ.σ.: και σε αυτή την περίπτωση οι ειδικοί του Ιδρύματος Bertelsmann φαίνεται ότι χρησιμοποιούν τα τελευταία στοιχεία του 2016, γιατί το ποσοστό ανεργίας στην Πορτογαλία είναι σήμερα μονοψήφιο).

Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία για την εξέλιξη της μακροπρόθεσμης ανεργίας. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων έφτασε το 2014 το 18,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και στη συνέχεια υποχώρησε προς το 17%. Την ίδια περίοδο η αποκλιμάκωση του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων ήταν εντυπωσιακή στην Ιρλανδία, από 8,1% σε 4,5%, αλλά και στην Πορτογαλία, όπου οι μακροχρόνια άνεργοι μειώθηκαν από 9,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού σε 6,3%.

Σχετικά μικρή είναι και η βελτίωση που παρατηρείται τα τρία τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τη μείωση του ποσοστού ανεργίας μεταξύ των ανειδίκευτων εργαζομένων, από 28,7% το 2014 σε 26,2%. Το ίδιο διάστημα η πτώση στην Πορτογαλία ήταν από το 17% στο 11,6% και στην Ιρλανδία από το 20,3% στο 13,8%.

Από την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προκύπτει ότι η κατάσταση στον τομέα της ανεργίας ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε απαράδεκτα υψηλά ποσοστά το 2014, παρά τη σταδιακή μείωση που άρχισε να παρατηρείται αυτή τη χρονιά. Η αποκλιμάκωση της ανεργίας στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας είναι πολύ βραδύτερη απ’ ό,τι στις άλλες χώρες, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται στον πέμπτο χρόνο οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η ελληνική οικονομία πέρασε από την οριακή ανάκαμψη το 2014 στη στασιμότητα του 2015 και του 2016, για να αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά το 2017, με μεγάλη εξάρτηση όμως, σε ό,τι αφορά την απασχόληση, από τον τουρισμό.

Υπάρχει και μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συνθήκες της απασχόλησης στην Ελλάδα στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, γιατί το ποσοστό αυτών που εργάζονται αλλά ζουν σε συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε στη χώρα μας από 10,7% το 2014 σε 12,2% το 2017. Αυτή η τάση είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας της λεγόμενης γενιάς των 360 ευρώ, με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας να είναι θέσεις μερικής απασχόλησης, με μεικτές μηνιαίες αποδοχές λίγο κάτω από τα 400 ευρώ.

Βήματα προόδου

Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας του Ιδρύματος Bertelsmann για τις κοινωνικές ανισότητες στην Ε.Ε. το 2017, έχουν γίνει την τελευταία τριετία βήματα προόδου στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων στα εξής θέματα:

Πρώτον, στις ευκαιρίες που δίνονται στα παιδιά και στη νεολαία ο σχετικός δείκτης για την Ελλάδα αυξήθηκε από 4,54 το 2014 σε 5,34 το 2017. Μεγαλύτερη πρόοδος σημειώθηκε στην Ιρλανδία, όπου ο σχετικός δείκτης πήγε από 5,16 το 2014 σε 6,5 το 2017, ενώ σημαντική ήταν η βελτίωση στην Πορτογαλία, από 4,72 σε 5,73.

Δεύτερον, βελτιώθηκε ο δείκτης για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, ο οποίος όμως ακολουθεί ανοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Από 4,17 μονάδες το 2008, πήγε στις 4,76 μονάδες το 2014, για να φτάσει τις 5,27 μονάδες το 2017. Από το 2008 έως το 2017 ο σχετικός δείκτης στην Πορτογαλία αυξήθηκε από 3,54 σε 4,92, ενώ στην Ιρλανδία, η οποία ξεκίνησε από υψηλότερα επίπεδα, η πρόοδος ήταν πιο περιορισμένη, από το 5,24 στο 5,87.

Τρίτον, ο δείκτης που αφορά τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών στην Ελλάδα ακολούθησε κι αυτός μια σταθερή ανοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, από 2,88 το 2008 σε 3,40 το 2014 και στη συνέχεια σε 3,60 το 2017, οι επιδόσεις όμως αυτές, αν και βελτιώνονται με το πέρασμα του χρόνου, παραμένουν σταθερά οι χειρότερες στην Ε.Ε. των «28».

Τέταρτον, βελτιώθηκε στην Ελλάδα και ο δείκτης που αφορά την κοινωνική διάσταση της οικογενειακής πολιτικής που εφαρμόζεται, από 3 που ήταν το 2008 σε 4 το 2014 και σε 5 το 2017. Παρατηρείται και σε αυτή την περίπτωση μια διαχρονική βελτίωση, αλλά με πολύ χαμηλές επιδόσεις, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η πρώτη εξάδα στην Ε.Ε. των «28» καταγράφει 10άρια και 9άρια σε ό,τι αφορά την κοινωνική διάσταση της οικογενειακής πολιτικής που εφαρμόζεται.

Η μεγάλη αποτυχία

Η μεγάλη αποτυχία σε ό,τι αφορά την τελευταία τριετία εστιάζεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών του Ιδρύματος Bertelsmann, στην κοινωνική διάσταση της πολιτικής στον τομέα της υγείας. Το 2014 οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα της υγείας είχαν βαθμολογία 4,68, για να υποχωρήσουν το 2017 στο 3,99.

Την ίδια περίοδο περιορίστηκε, παρά την επιθετική επιχειρηματολογία κυβερνητικών στελεχών, η προσβασιμότητα των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας και το εύρος των υπηρεσιών που προσφέρεται σε αυτούς. Ο σχετικός δείκτης για την Ελλάδα ήταν 53,67 το 2014 και έπεσε εντυπωσιακά στο 48,58 το 2017.

Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν οι αναφορές πολιτών για τη μη κάλυψη βασικών αναγκών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, από 8% το 2014 σε 12,3% το 2017. Την ίδια περίοδο, τα σχετικά ποσοστά έπεσαν στην Ιρλανδία από το 3,4% στο 2,8% και στην Πορτογαλία από το 3,3% στο 3%. Φαίνεται ότι ο συνδυασμός οικονομικών και διοικητικών προβλημάτων υπονομεύει την κοινωνική διάσταση της πολιτικής υγείας στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας.

Με το πέρασμα του χρόνου η Ελλάδα χάνει και ένα παραδοσιακό πλεονέκτημα που είχε στο προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία. Ήταν στα 67,3 χρόνια το 2008, έπεσε στα 64,85 χρόνια το 2014 και υποχώρησε κι άλλο, στα 64 χρόνια, το 2017. Αντίθετα, στην Ιρλανδία το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία ήταν 64,05 χρόνια το 2008 και αυξήθηκε στα 67,26 χρόνια το 2017. Στην Πορτογαλία η κατάσταση είναι πιο δύσκολη, εφόσον έπεσαν από τα 58,91 χρόνια το 2008 στα μόλις 56,63 χρόνια το 2017. Να σημειώσουμε ότι η επίδοση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία ήταν η πέμπτη καλύτερη στην Ε.Ε. των «28» το 2008 και παραμένει η έκτη καλύτερη το 2017, αλλά με έντονη πτωτική τάση σε απόλυτους αριθμούς. Πρωταθλήτρια σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία είναι η Σουηδία, που το αύξησε από 67,4 χρόνια το 2008 σε 73,9 χρόνια το 2017. Πρόκειται για τα χρόνια που αναμένεται να ζήσει ο μέσος πολίτης έχοντας καλή υγεία, μέγεθος διαφορετικό από το προσδόκιμο ζωής, που περιλαμβάνει και τα χρόνια που ζούμε με προβληματική υγεία.

Σοβαρά προβλήματα

Άλλα προβλήματα τα οποία επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας είναι οι σημαντικές υλικές στερήσεις για το σύνολο του πληθυσμού, με το σχετικό ποσοστό να αυξάνεται από το 20,3% των Ελλήνων σε 22,4%. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που πέρασαν κι αυτές τη δοκιμασία του προγράμματος-μνημονίου, μείωσαν την ίδια περίοδο τα αντίστοιχα ποσοστά από 9,9% σε 7,5% και από 10,9% σε 8,4% αντίστοιχα. Τα πολύ σκληρά μέτρα που εφάρμοσε η κυβέρνηση Τσίπρα, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 24%, οδήγησαν περισσότερους συμπολίτες μας σε μεγάλες στερήσεις.

Εντυπωσιακή είναι και η αύξηση στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας του ποσοστού παιδιών από μηδέν έως 17 ετών που γνωρίζουν και αυτά μεγάλες υλικές στερήσεις. Το σχετικό ποσοστό ανέβηκε στην πατρίδα μας από 23,3% το 2014 σε 26,7% το 2017, ενώ Ιρλανδία και Πορτογαλία ακολούθησαν αντίθετη πορεία λόγω της βελτίωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Το ποσοστό των παιδιών που γνωρίζουν μεγάλες υλικές στερήσεις υποχώρησε στην Ιρλανδία από 13,4% το 2014 σε 8,9% το 2017 και στην Πορτογαλία από 13,9% σε 9,6%.

Υπάρχουν και πολλά ζητήματα μεγάλης σημασίας στα οποία η κατάσταση παραμένει στάσιμη, με τη στασιμότητα να οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των δημόσιων δαπανών για την προσχολική παιδεία, που παραμένουν σταθερές στην Ελλάδα στο απαράδεκτα χαμηλό ποσοστό 0,11% του ΑΕΠ σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2008-2017 και παρά τις υποσχέσεις διαδοχικών κυβερνήσεων για ουσιαστική αύξησή τους για προφανείς κοινωνικούς λόγους.

Με βάση την έκθεση των ειδικών του Ερευνητικού Ιδρύματος Bertelsmann, η Ελλάδα έχει διαχρονικά το ρεκόρ στις κοινωνικές ανισότητες στην Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών. Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους και διαστάσεων προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με την καταβολή των λεγόμενων κοινωνικών μερισμάτων από το υποτιθέμενο υπερπλεόνασμα κατά τη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης περιόδου αλλά με αλλαγή βασικών προτεραιοτήτων και εντυπωσιακή βελτίωση του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης.