Κόστος και τίμημα - Free Sunday
Κόστος και τίμημα

Κόστος και τίμημα

Η αναζήτηση συγκρότησης ενός νέου μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία είναι μια σύνθετη πρόκληση, όπου το κόστος, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο, είναι δεδομένο και για τις δύο πλευρές, με τη Μέρκελ και τη CDU-CSU να πρέπει να καταβάλουν άμεσα ένα υψηλό πολιτικό τίμημα.

Πιέσεις

Στον ζητούμενο τρίτο μεγάλο συνασπισμό της ενιαίας Γερμανίας τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Ομοσπονδιακής Βουλής, στη σκιά των σοβαρών απωλειών που κατέγραψαν στις βουλευτικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, πιέζονται κυρίως από την επιχειρηματική ηγεσία της χώρας εντός συνόρων και από τους εταίρους στην Ε.Ε.-Ευρωζώνη εκτός συνόρων να δώσουν σύντομα κυβερνητική λύση, ώστε να αποφευχθεί η συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας και, ακόμη χειρότερα, μια νέα προσφυγή στις κάλπες, στην οποία θεωρείται βέβαιο ότι θα καταγραφεί περαιτέρω ενδυνάμωση των ποσοστών της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).

Την ίδια στιγμή πιέζονται από την κομματική και εκλογική τους βάση για πιο ξεκάθαρη πολιτική και προγραμματική ταυτότητα.

Με άλλα λόγια, την ώρα που η σταθερότητα υπαγορεύει την αναζήτηση προγραμματικής σύγκλισης σε ορίζοντα τετραετίας, η αποτροπή περαιτέρω συρρίκνωσης προτρέπει για αναδίπλωση στην ταυτότητα.

Διαφοροποίηση

Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επιλέξει ως πεδίο αναβάπτισης της διακριτής ταυτότητάς τους τη μεταρρύθμιση στην Ε.Ε.-Ευρωζώνη με σημείο αναφοράς την πρόταση Μακρόν.

Είναι ταυτόχρονα πιο προσεκτικοί έως επιφυλακτικοί στα θέματα διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού, μια στάση που μπορεί να εκληφθεί ως παραχώρηση πεδίου ελιγμών στη Μέρκελ, ώστε να αντιμετωπίσει την πίεση που δέχεται από τα δεξιά.

Παρόμοια, τηρουμένων των αναλογιών, διαφοροποίηση με στόχο τον περιορισμό της φθοράς της συγκυβέρνησης είχαν υιοθετήσει οι Σοσιαλδημοκράτες υπό τον Μπραντ την περίοδο 1966-1969, όταν συγκυβερνούσαν τη Δυτική Γερμανία, στον πρώτο τότε μεταπολεμικό μεγάλο συνασπισμό, με στόχο την αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης.

Ο Μπραντ και ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κίζιγκερ δρομολόγησαν το άνοιγμα της εξωτερικής πολιτικής της Βόννης προς Ανατολάς που έγινε γνωστό ως Οστπολιτίκ. Μια επιλογή επιτυχής, που μείωσε, αν δεν εκμηδένισε, το κόστος της συγκυβέρνησης και οδήγησε στον πρώτο υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών κυβερνητικό συνασπισμό μετά τις εκλογές του 1969.

Σύνθετη πρόκληση

Πιο σύνθετη παρουσιάζεται η πρόκληση μετεκλογικά για τη Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες, που πιέζονται από τα δεξιά και στο μεταναστευτικό-προσφυγικό αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική σε τρία μέτωπα:

  • Το πρώτο είναι εσωτερικό και αφορά το αδελφό κόμμα στη Βαυαρία, τους Χριστιανοκοινωνιστές του Ζεεχόφερ, που με τη σειρά τους πιέζονται τόσο από την Εναλλακτική όσο και από τους Φιλελεύθερους, με την αντιπαράθεση και διαφοροποίηση σε σκληρότερες θέσεις από τη Μέρκελ να θεωρείται ως η πιο πρόσφορη συνταγή αποφυγής περαιτέρω διαρροών.
  • Το δεύτερο είναι οι Φιλελεύθεροι, με σκληρές θέσεις τόσο για το μεταναστευτικό-προσφυγικό όσο και για την Ευρωζώνη, με τις οποίες προσδοκούν να προσελκύσουν απογοητευμένους ψηφοφόρους των Χριστιανοδημοκρατών αλλά και να επαναπατρίσουν κάποιους που ψήφισαν Εναλλακτική αλλά δυσφορούν με την ακροδεξιά ρητορική και θεματολογία της.
  • Το τρίτο μέτωπο για τη Μέρκελ είναι η Εναλλακτική, η οποία, πλην του προσφυγικού και της Ευρωζώνης, δεν παραλείπει μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου να απαξιώνει το πολιτικό σύστημα της χώρας, όποια τροπή και να πάρουν οι εξελίξεις: του χρεώνει τόσο μια ενδεχόμενη ακυβερνησία όσο και έναν κυνισμό εξουσίας χωρίς αρχές σε περίπτωση συγκρότησης ενός νέου μεγάλου συνασπισμού.

Παράδοση συναινέσεων

Στην περίπτωση, την πιο πιθανή, που η κομματική συνδιάσκεψη των Σοσιαλδημοκρατών ανάψει την Κυριακή το πράσινο φως για διαπραγματεύσεις με τη Μέρκελ και τον Ζεεχόφερ, η διαβούλευση θα είναι παρατεταμένη και δύσκολη.

Τούτων λεχθέντων, οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία έχουν παράδοση στη συναίνεση και στην ανάληψη του πολιτικού κόστους στο όνομα του συνολικού συμφέροντος.

Πρόσφατο δείγμα γραφής η απόφαση του καγκελαρίου Σρέντερ μετά το 2002 να προωθήσει την Ατζέντα 2010, ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών και περικοπών που λόγω πολιτικού κόστους δεν είχε τολμήσει ούτε ο Κολ να προωθήσει. Από τότε ξεκίνησε η συρρίκνωση των ποσοστών των Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές, καθώς κάθε φορά που προωθούν κοινωνικού χαρακτήρα διορθωτικές κινήσεις τις πιστώνεται η Μέρκελ.

Παλαιότερο δείγμα γραφής η απόφαση των Σοσιαλδημοκρατών τον Ιούλιο του 1914 στο Ράιχσταγκ να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις που πρότεινε η δεξιά, υπό τον καγκελάριο Μπέτμαν Χόλβεγκ, κυβέρνηση. Έτσι, αποδεσμεύτηκαν από την απόφαση της Δεύτερης Διεθνούς ότι οι Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη δεν θα επιτρέψουν έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο αλλά θα τον εμποδίσουν με γενική απεργία. Ήταν τότε που οι βουλευτές των δεξιών κομμάτων χειροκρότησαν όρθιοι τους Σοσιαλδημοκράτες, για να προκαλέσουν παρέμβαση του εκ των ηγετών της Αριστερής Πτέρυγας του SPD Μπέμπελ, ο οποίος είπε ότι όταν με χειροκροτεί ο εχθρός μου, αναρωτιέμαι ποιο λάθος έχω κάνει.

Τέλος, σε όσους αναρωτιούνται πώς θα απεγκλωβιστεί το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα από την αδιαπραγμάτευτη θέση του Σουλτς το βράδυ των εκλογών ότι αποκλείεται νέος μεγάλος συνασπισμός ας θυμίσουμε μια άλλη στιγμή από το παρελθόν.

Όταν την άνοιξη του1919 ανακοινώθηκαν στον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Σάιντεμαν οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, είπε τη φράση «μακάρι να παραλύσει το χέρι που θα την υπογράψει». Την υπέγραψε ο ίδιος λίγες εβδομάδες μετά, χωρίς επιπτώσεις στην υγεία του. Ή, αλλιώς, όπως έλεγε ο Ντε Γκολ, στην πολιτική οι υποσχέσεις δεσμεύουν μόνον αυτούς που τις πιστεύουν.