Ευρωχάος με το προσφυγικό - μεταναστευτικό - Free Sunday
Ευρωχάος με το προσφυγικό - μεταναστευτικό

Ευρωχάος με το προσφυγικό - μεταναστευτικό

Η δημόσια αντιπαράθεση Τουσκ και Γιούνκερ βάζει τέλος στις ψευδαισθήσεις.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό, το οποίο ξέφυγε από τον έλεγχο το 2015 και μέχρι τον Απρίλιο του 2016, συνεχίζει να προκαλεί πολιτικές αναταράξεις σχεδόν στο σύνολο της Ε.Ε. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό ήταν μία από τις βασικές αιτίες της επικράτησης του Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016, παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υποδεχόταν μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών. Χρησιμοποιήθηκε όμως ο φόβος για την ισλαμοποίηση της Ε.Ε. και την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής για να επικρατήσουν στο κρίσιμο δημοψήφισμα οι υποστηρικτές της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα των κρατών-μελών με τον τρόπο που κρίνουν σκόπιμο και καταλήγουν να το εκμεταλλεύονται χωρίς να συμβάλλουν στην επίλυσή του. Όσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δείχνουν να έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, εφόσον οι αποφάσεις που παίρνονται και επικυρώνονται εφαρμόζονται επιλεκτικά, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η κρίση αξιοπιστίας της Ε.Ε.

Το λάθος του Τουσκ

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ προσπάθησε να διορθώσει το λάθος της σκληρής δεξιάς κυβέρνησης της Πολωνίας, η οποία δεν δέχεται να πάρει μέρος στις ποσοστώσεις για τη μετεγκατάσταση των προσφύγων, με ένα δικό του λάθος, ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Διατύπωσε την πρόταση για κατάργηση του συστήματος των ποσοστώσεων, το οποίο ούτως ή άλλως δεν λειτουργεί, με έναν τρόπο που δείχνει να δικαιώνει τις αντιευρωπαϊκές επιλογές της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προβλήματος.

Ο κ. Τουσκ προσπάθησε να αντιδράσει, με λάθος τρόπο, σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Πρώτον, η κυβέρνηση της Βαρσοβίας, η οποία εκπροσωπεί τη σκληρή, εθνικιστική Δεξιά, ανεβάζει συνεχώς τη δημοτικότητά της συγκρουόμενη με τις Βρυξέλλες και κυρίως το Βερολίνο στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Χρησιμοποιεί την αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες για να προωθεί θεσμικές αλλαγές απόλυτου ελέγχου της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ, σαν αυτές που προωθεί κατά καιρούς η κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά με μεγαλύτερη ένταση, συνέπεια και, κυρίως, αποτελεσματικότητα. Επίσης, η Βαρσοβία αξιοποιεί το δύσκολο παρελθόν με το Βερολίνο για να υπονομεύσει την αξιοπιστία κάθε πρότασης της κυβέρνησης Μέρκελ για την κοινή αντιμετώπιση ενός ευρωπαϊκών διαστάσεων προβλήματος. Η κυβέρνηση της Πολωνίας υπενθυμίζει κάθε τόσο στους Γερμανούς τις ιστορικές ευθύνες τους για τη ναζιστική εισβολή και την κατοχή της Πολωνίας και υποστηρίζει ότι πρέπει να καταβληθούν πολεμικές αποζημιώσεις της τάξης των 900 δισ. ευρώ. Απορρίπτει μάλιστα προγενέστερες συμφωνίες με τις οποίες καταβλήθηκαν μικρές αποζημιώσεις, περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα, με το σκεπτικό ότι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου την Πολωνία ήλεγχε η Σοβιετική Ένωση, επομένως η πολωνική κυβέρνηση που υπέγραψε τη σχετική συμφωνία δεν είχε πολιτική νομιμοποίηση, εφόσον ουσιαστικά εφάρμοζε την πολιτική της σοβιετικής υπερδύναμης.

Η σκληρή εθνικιστική προσέγγιση της κυβέρνησης της Πολωνίας ανεβάζει συνεχώς τη δημοτικότητά της γιατί συνδυάζεται με δυναμική οικονομική ανάπτυξη, με τη βοήθεια γερμανικών επενδύσεων, και την συνεχή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των περισσότερων Πολωνών. Ο κ. Τουσκ υπήρξε πρωθυπουργός της Πολωνίας, επικεφαλής κεντροδεξιάς φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης, για μία επταετία και συνέβαλε στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της χώρας. Τώρα όμως προσπαθεί να αποτρέψει την πολιτική περιθωριοποίηση της πολωνικής κεντροδεξιάς, ενώ ήδη οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς βρίσκονται εκτός Βουλής και στο περιθώριο.

Το νέο χάσμα

Ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο κ. Τουσκ προσπαθεί να σταματήσει τη διεύρυνση του πολιτικού χάσματος μεταξύ πρώην ανατολικών χωρών της Ε.Ε. και ορισμένων περισσότερο αναπτυγμένων δυτικών χωρών της Ε.Ε. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία συντονίζονται μέσα από τη λεγόμενη ομάδα του Βίζεγκραντ, η οποία ασκεί επιρροή ή συνεργάζεται και με άλλα κράτη-μέλη, όπως η Αυστρία, η Σλοβενία, η Κροατία και οι τρεις Δημοκρατίες της Βαλτικής. Είναι λογικό ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να θέλει να αποτρέψει μια μελλοντική ρήξη, ενώ η Ε.Ε. των «28» δεν έχει συνέλθει ακόμη από το σοκ του Brexit, αλλά το έκανε με λάθος τρόπο, ενισχύοντας την άποψη ότι δεν είναι ιδιαίτερα καλός σε ό,τι αφορά τους διπλωματικούς χειρισμούς.

Επικίνδυνη φλυαρία

Μπορεί η κυβέρνηση της Πολωνίας να κινείται αντιευρωπαϊκά στο προσφυγικό-μεταναστευτικό και ο πρόεδρος Τουσκ να βαρύνεται με σοβαρό λάθος εκτίμησης και χειρισμού, όμως η συνολική εικόνα της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών θεσμών σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα είναι κάτω του μετρίου.

Από το 2015, οπότε ο Ερντογάν έστειλε 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας και ο Τσίπρας διευκόλυνε τη μετάβασή τους σε Γερμανία, Αυστρία και Σουηδία, το προσφυγικό-μεταναστευτικό προσδιορίζει τις εξελίξεις σε πολλές χώρες της Ε.Ε.

Στη Γερμανία εδραιώθηκε η παρουσία της σκληρής δεξιάς έως ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία πήρε 13% στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου και αποτελεί σήμερα την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Γερμανίας, με εντυπωσιακή παρουσία στις ανατολικές περιοχές της χώρας, όπου οι πρώην Ανατολικογερμανοί θεωρούν ότι το Βερολίνο δεν τους στηρίζει αρκετά για να καλύψουν την οικονομική και κοινωνική απόσταση που τους χωρίζει από τους πρώην Δυτικογερμανούς, ενώ δαπανά τεράστια ποσά για τη στήριξη των προσφύγων και των μεταναστών.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό οδήγησε στην πολιτική μετατόπιση της Ολλανδίας προς τα δεξιά και άνοιξε τον δρόμο στον σχηματισμό κυβέρνησης στην Αυστρία στην οποία θα συνεργάζεται η κεντροδεξιά με την ακροδεξιά. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Ιταλία και κυρίως η Ελλάδα εξακολουθούν να δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση παρά τη δραστική μείωση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων μετά την ευρωτουρκική συμφωνία του Μαρτίου 2016, ενώ στις άλλες χώρες εκδηλώνεται ένας φόβος κατά της ισλαμοποίησης, της εξασθένησης της κοινωνικής συνοχής, ακόμη και της ανάπτυξης ης ισλαμικής τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα να γίνεται εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη η αναζήτηση και κυρίως η εφαρμογή κοινής εξωτερικής πολιτικής.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει κατά καιρούς ενδιαφέρουσες προτάσεις, οι οποίες όμως είναι ιδιαίτερα φιλόδοξες σε σχέση με την πολιτική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επαυξάνει χωρίς να μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις.

Για παράδειγμα, οι ευρωβουλευτές ψηφίσαμε με μεγάλη πλειοψηφία τη μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλες χώρες της Ε.Ε. και είναι ζήτημα αν έχει πραγματοποιηθεί το 1/4 των μετεγκαταστάσεων που συμφωνήθηκαν, χωρίς να υπάρχει προοπτική προώθησης αυτής της πολιτικής. Η Πολωνία και πολλά άλλα κράτη-μέλη αρνούνται τη συμμετοχή τους στο σύστημα των ποσοστώσεων με το σκεπτικό ότι δεν το επιθυμεί ο πληθυσμός της χώρας και πως εάν ακόμη έφταναν μερικές χιλιάδες πρόσφυγες στην Πολωνία βάσει ποσοστώσεων, η βασική τους επιδίωξη θα ήταν να περάσουν τα σύνορα και να πάνε στη Γερμανία. Τα άλλα κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, κάνουν σωστή κριτική στις επιλογές της Πολωνίας και στους χειρισμούς του κ. Τουσκ, αποκλείεται όμως να αναλάβουν πρόσθετα βάρη για την αντιμετώπιση του προβλήματος, γιατί κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τη σκληρή και την άκρα Δεξιά. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμφανίζεται να έχει ρυθμίσει, έστω στα χαρτιά, το ζήτημα, μεγαλώνοντας έτσι την απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη σε ό,τι αφορά την πολιτική των ευρωπαϊκών θεσμών.