Europa League: «Ερυθρόλευκο» deja vu - Free Sunday
Europa League: «Ερυθρόλευκο» deja vu

Europa League: «Ερυθρόλευκο» deja vu

To συμπέρασμα μετά το πρώτο παιχνίδι μεταξύ του Ολυμπιακού και της Άντερλεχτ για τους «32» του Εuropa League ήταν πως παρά τη νίκη τους οι Βέλγοι δεν έδειξαν πως είναι καλύτερη ομάδα. Το συμπέρασμα μετά το δεύτερο παιχνίδι, που οδήγησε στον «ερυθρόλευκο» αποκλεισμό, ήταν πως και ο Ολυμπιακός δεν κατάφερε να δείξει καλύτερος συνολικά. Και όχι μόνο αυτό αλλά αποδείχτηκε και υποδεέστερος τόσο σε φυσική κατάσταση όσο και στην ποιότητα συγκεκριμένων μονάδων: ο Φορτούνης δεν ήταν Τζούρισιτς, ο Ιντέγε δεν ήταν Οκάκα, o Oμάρ δεν είναι Ναχάρ, ο Μποτία δεν είναι Ντεσχάχτ, από τον πάγκο δεν υπήρχε ο αντίστοιχος Ντεφούρ να δώσει το κάτι παραπάνω στην παράταση, ούτε καν ο Ρομπέρτο αποδείχτηκε Προτό. Έτσι, παρ’ ότι φάνηκε πως ο Ολυμπιακός μπορεί να παίξει καλύτερα από την Άντερλεχτ δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει αυτή του την υπεροχή. Αν είχε δείξει μεγαλύτερη ικανότητα τότε θα μπορούσε να έχει καθαρίσει την πρόκριση από νωρίς, εκμεταλλευόμενος τις αρκετές και καλές ευκαιρίες που δημιούργησε. Κάτι που επαναλήφθηκε και στο Καραϊσκάκη, όπου ο Ολυμπιακός έμπαινε με άνεση στην περιοχή της Άντερλεχτ αλλά έχανε τις ευκαιρίες.

Σε ό,τι αφορά την φυσική κατάσταση, ο Ολυμπιακός ουσιαστικά άρχισε να καταρρέει μετά το 60’, ενώ στην παράταση παρέδωσε πνεύμα και η Άντερλεχτ έκανε ό,τι ήθελε για να προκριθεί, τελικά, δίκαια. Ο αλλοπρόσαλλος διαιτητής Χάντερ δεν μπορεί να προσφέρει κάποιο άλλοθι στον Ολυμπιακό, συνεισέφερε όμως με τις αποφάσεις του στον καλό ρυθμό του ματς και στις εναλλαγές συναισθημάτων. Ξεκίνησε με τη μη αποβολή του Μποτία (τον οποίο δεν απέβαλε ούτε στο 56’) στο 7’ υποδεικνύοντας ανύπαρκτο χέρι στον Ατσεαμπόνγκ, υπέδειξε πέναλτι για επίσης ανύπαρκτο χέρι με το οποίο άνοιξε το σκορ ο Ολυμπιακός αλλά στη συνέχεια πήρε τα… δώρα του πίσω, μη υποδεικνύοντας το πεντακάθαρο πέναλτι στον Μποτία στο ξεκίνημα της παράτασης.

Με τις εξαιρέσεις να παραμένουν οι προκρίσεις του 2005 (επί της Σοσό) και του 2012 (επί της Ρούμπιν Καζάν), δηλαδή μία επί Κόκκαλη και μία επί Μαρινάκη, πλέον δημιουργείται μια παράδοση για τον Ολυμπιακό: έχει μάθει να επιβιώνει από τους ομίλους του Champions League για να αποκλειστεί με την επανέναρξη των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, στο πρώτο νοκ άουτ του Φεβρουαρίου. Κι αν για το Champions League είναι κάτι το αναμενόμενο, ιδίως κόντρα σε αντιπάλους όπως η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (αλλά και μια χαμένη ευκαιρία κόντρα στην Μπορντό), στο Europa League ο Ολυμπιακός μετράει πλέον πολλές χαμένες ευκαιρίες. Ακόμη και το 2012, στην δεύτερη και καλύτερη σεζόν του Βαλβέρδε, που απέκλεισε τη Ρούμπιν Καζάν, στη συνέχεια αποκλείστηκε από τη Μέταλιστ παρ’ ότι την είχε κερδίσει στην Ουκρανία.

Συνεπώς, υπάρχουν δύο στοιχεία: από τη μία πλευρά, τα επιμέρους χαρακτηριστικά του φετινού αποκλεισμού, τα οποία πρέπει να αναλυθούν και να γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις εν όψει της επόμενης σεζόν. Αυτά έχουν να κάνουν κυρίως με τη στελέχωση του ρόστερ και το πόσο «γεμάτο» και ποιοτικό είναι τελικά: αποδεικνύεται πως είναι υπεραρκετό για να κάνει περίπατο στην Ελλάδα, δεν διαθέτει όμως τους παίκτες που να μπορούν να κάνουν τη διαφορά σε ευρωπαϊκά παιχνίδια, ακόμη και για τους «32» του Europa League απέναντι σε μια μικρομεσαία ευρωπαϊκή ομάδα, όπως η Άντερλεχτ.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει η γενική εικόνα, η οποία δείχνει ότι ο Ολυμπιακός έχει μάθει πλέον και διά της συνεχούς τριβής του να στέκεται από αξιοπρεπώς μέχρι εξαιρετικά σε επίπεδο ευρωπαϊκών ομίλων και δη του Champions League. Αντιθέτως, όταν καλείται να διαχειριστεί αναμετρήσεις τύπου νοκ άουτ συνήθως δεν τα καταφέρνει. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει και με τις δυσκολίες που δεν συναντάει στις εγχώριες διοργανώσεις. Ο συνδυασμός της σαφώς καλύτερης ομάδας έναντι των ανταγωνιστών του αλλά και ενός ευνοϊκού, σε γενικές γραμμές, προς αυτόν ελληνικού ποδοσφαιρικού περιβάλλοντος, οδηγεί αφενός στη μη σκληραγώγηση\ της ομάδας. Αφετέρου, στο να συνηθίζει, ιδίως μετά το πρώτο πολύ δύσκολο διάστημα της σεζόν όπου έχει παράλληλα πρωτάθλημα και τον όμιλο του Champions League, στην ήσσονα προσπάθεια.

Και όταν έχεις συνηθίσει να κερδίζεις χωρίς να ανεβάζεις στροφές και να αγωνίζεσαι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο (αφού έχεις ήδη κατακτήσει το πρωτάθλημα) είναι εξαιρετικά δύσκολο να… αλλάξεις τσιπάκι για τους δύο αγώνες στους οποίους πραγματικά το χρειάζεσαι.