Ο παράξενος κύριος Ντέι Λιουις - Free Sunday
Ο παράξενος κύριος Ντέι Λιουις

Ο παράξενος κύριος Ντέι Λιουις

Υπάρχουν ηθοποιοί που εφαρμόζουν την Μέθοδο και υπάρχει και ο Ντάνιελ Ντέ Λίους που ζει με την περίφημη αρχή υποκριτικής. Ο βρετανό-ιρλανδός, ο μόνος άντρας ηθοποιός που έχει κερδίσει τρία βραβεία Όσκαρ ερμηνείας Ά Αντρικού Ρόλου,  που πριν από δύο μέρες ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει την υποκριτική, είναι μια μοναδική, παράξενη κατηγορία καλλιτέχνη.

Όταν ο Μάρτιν Σκορσέζε ολοκλήρωνε το κάστινγκ για τις «Συμμορίες της Ν. Υόρκης» κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αρχίσει την παραγωγή της αν δεν έπειθε τον Ντάνιελ Ντέι- Λίους να γίνει ο Μπιλ, ο Χασάπης. Ακόμα κι αυτός, ο μεγαλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης, έπρεπε να δώσει μια μάχη για να τον πείσει να υπογράψουν συμβόλαιο. Το μεγαλύτερο του πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερε που να τον βρει. Τελικά τον ανακάλυψε στην Φλωρεντία να παρακολουθεί μαθήματα υποδηματοποιίας. Όχι πως ήταν αρκετό. Έπρεπε να ταξιδέψει ο ίδιος εκεί, συνοδευόμενος από τον παραγωγό του Χάρβει Γουεϊνστάιν και τον Λιονάρντο Ντι Κάπριο προκειμένου να τον πείσουν να τους ακολουθήσει στις Η.Π.Α.

 

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ πέρασε τα ίδια και χειρότερα. Επί δύο χρόνια, προσπαθούσε να τον πείσει να υποδυθεί τον Αβραάμ Λίνκολν στην ομώνυμη ταινία του, που τελικά του χάρισε το τρίτο Όσκαρ ερμηνείας.

 

Για τον Ντάνιελ Ντέι-Λίουις η υποκριτική είναι μια επίπονη διαδικασία, μάλλον και για αυτό τόσο επιλεκτικός. Είναι ικανός να φτάσει στα άκρα για να πετύχει αυτό που οραματίζεται και να υποβάλει τον εαυτό του σε επώδυνες διαδικασίες.

Ως Κρίστι Μπράουν, στο «Αριστερό μου πόδι» (το πρώτο του Όσκαρ) μετακινούταν ακόμα και εκτός πλατό σε αναπηρικό καροτσάκι, ενώ υποχρέωνε τους συνεργάτες του να τον ταΐζουν στο στόμα.

 

Για τον ρόλο του ιθαγενή στο «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» κατασκεύασε μόνος του ένα κανό, ζούσε στο δάσος, οπού έμαθε να επιβιώνει κυνηγώντας άγρια ζώα.

Στις «Συμμορίες της Ν. Υόρκης» άκουγε Eminem για να διατηρεί την επιθετικότητα του χαρακτήρα του και κατέληξε με σπασμένη μύτη, όταν στην σκηνή της συμπλοκής με τον Λιονάρντο Ντι Κάπριο επέμενε σε πραγματικές γροθιές για να αποδοθεί η μάχη ρεαλιστικά. Οι «κακουχίες» του δεν σταμάτησαν εδώ καθώς κυκλοφορούσε παντού με το παλτό του χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα να πάθει πνευμονία. Για την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» έμαθε τσέχικα, ενώ η ταινία ήταν γυρισμένη εξολοκλήρου στα αγγλικά, μόνο και μόνο για να νιώσει τον συγγραφικό χαρακτήρα.

Στο «Όνομα του Πατρός» ανάγκασε τους ανθρώπους του συνεργείου να τον βρίζουν, να τον κακομεταχειρίζονται και να του πετάνε κρύο νερό προκειμένου να μπει στο πετσί Τζέρι Κόλον. Είχε προηγηθεί ο επί τρεις μέρες εγκλεισμός του σε πραγματική φυλακής της Μ. Βρετανίας.

Στον θεατρικό «Άμλετ» παράτησε τη σκηνή του Old Vic, μέσα σε ανεξέλεγκτα αναφιλητά, καθώς παρασύρθηκε τόσο από την ερμηνεία του που πίστεψε πως πραγματικά μιλούσε στο φάντασμα του δικού του νεκρού πατέρα, που έχασε σε ηλικία 15 ετών. Εκ τότε δεν εμφανίστηκε ξανά στο θέατρο. Για το «Θα χυθεί αίμα» (το δεύτερο του Όσκαρ) ζούσε σε μια σκηνή στο Τέξας, και δεν μιλούσε σε κανένα συνεργάτη του. Ακόμα και όταν στην ταινία The Ballad of Jack and Rose, που τον σκηνοθέτησε η γυναίκα του Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ, ο ίδιος κοιμόταν σε μια σκηνή στην παραλία, ενώ εκείνη και οι δύο τους γιοι έμεναν σε ξενοδοχείο.

Αυτή η αδηφάγα, στα όρια της εμμονής, τελειομανία του φέρνει συχνά σε απόγνωση όσους είναι γύρω του και δεν είναι λίγοι που αναρωτιούνται αν είναι τρελός ή περφεξιονιστής. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλά όχι πια, έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και δυσκολεύεται να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής, για αυτό και συχνά αποσύρεται στο ιρλανδικό χωριό Ράουντγουντ, νότια του Δουβλίνου, με 800 ανθρώπους πληθυσμό, όπου ασχολείται με την ξυλουργική τόσο παθιασμένα, που όπως πρόσφατα αποκάλυψε ο μικρός του γιός μέχρι κάποια χρόνια πίστευε πως αυτό είναι το πραγματικό του επάγγελμα.

Μυστηριώδης είναι και η προσωπική του ζωή. Στον παπαρατσικό τύπο ελάχιστες φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί με τους κατά καιρούς έρωτες της ζωής του, που αποτελούνται από λαμπρά ονόματα: Τζούλια Ρόμπερτς, Γουινόνα Ράιντερ, Γκρέτα Σκάκι, Σινέντ Ό Κόνορ, Ζιλιέτ Μπινός και Ιζαμπέλα Ατζανί. Η τελευταία ήταν ο διασημότερος επιβεβαιωμένος δεσμός του, καθώς συνυπήρχαν για πέντε χρόνια, αλλά χώρισαν όταν η γαλλίδα ηθοποιός του ανακοίνωσε πως είναι έγκυος. Η ίδια αποκάλυψε πως την χώρισε με ένα φαξ.

Γιός της ηθοποιού Τζιλ Μπάλκον και του ποιητή Σεσίλ Ντέι Λιούις μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς. Τα σχολικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς οι συμμαθητές τους συνήθιζαν να τον κοροϊδεύουν λόγω της ιρλανδο- εβραϊκής καταγωγής του. Τότε για πρώτη φορά άλλαξε την προφορά και τη φωνή του. Καθώς συχνά μπλεκόταν σε μικρές παρανομίες οι γονείς του τον έστειλαν εσωτερικό σε σχολείο, το οποίο παράτησε στην ηλικία των 13 ετών. Αργότερα κάνει αίτηση για να μαθητεύσει σε τεχνική σχολή επιπλοποιών, απορρίπτεται όμως ελλείψει εμπειρίας και διαλέγει τον δρόμο της υποκριτικής στο Bristol Old Vic School για να αρχίσει να λάμπει το άστρο του όσο είναι ακόμα σπουδαστής.

Φιλάνθρωπος με πραγματικές ευαισθησίες (στηρίζει εδώ και χρόνια με πολλαπλές επισκέψεις στη χώρα μας το έργο της Ελληνικής Εταιρείας Σπαστικών), σχεδόν ερημίτης, σίγουρα αποστασιοποιημένος από τις Χολιγουντιανές εξτραβαγκάτζες, ο Λίουις είναι ένας μεγαλειώδης ερμηνευτής που όσο παράξενος κι αν είναι στην τέχνη του, τις λίγες φορές που αποφασίζει να μιλήσει δημόσια αποκαλύπτει ένα ζεστό, γοητευτικό χαρακτήρα με ένα ευφυές, ιδιαίτερο χιούμορ.

Ποιος ξέρει, ίσως, αλλάξει γνώμη και επιστρέψει.