ΙΟΒΕ: Έρχεται νέα ύφεση - Free Sunday
ΙΟΒΕ: Έρχεται νέα ύφεση

ΙΟΒΕ: Έρχεται νέα ύφεση

Το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι για πρώτη φορά η οικονομία βρίσκεται σε τόσο οριακή κατάσταση με ελέγχους κεφαλαίων επί 9 μήνες. Προειδοποιώντας ότι σε περίπτωση ρήξης ή μη ομαλής εφαρμογής του προγράμματος οι εξελίξεις θα είναι δραματικές και η σχετική άμεση και μακροπρόθεσμη ζημιά μη αναστρέψιμη, τονίζει την επιτακτική ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση, ως αναγκαίο βήμα για να τεθούν οι βάσεις για ανάπτυξη.

Εάν δεν υπάρξει άλλη καθυστέρηση, προβλέπει για φέτος ύφεση μεγαλύτερη από αυτή του 2015 κοντά στο 1% του ΑΕΠ και μικρή αύξηση της ήδη υψηλής ανεργίας. Ωστόσο, η εξέλιξη του ΑΕΠ θα εξαρτηθεί αποφασιστικά από τον χρόνο και τα χαρακτηριστικά με τα οποία θα κλείσει η αξιολόγηση, τονίζει.

Τα νέα μέτρα που προβλέπονται στο μνημόνιο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θα επηρεάσουν αρνητικά την ιδιωτική κατανάλωση και την απασχόληση στο λιανεμπόριο και την εστίαση ανέφερε το ΙΟΒΕ, παρά την προβλεπόμενη νέα άνοδο του τουρισμού.

Το ΙΟΒΕ τόνισε ότι η ανάκαμψη των επενδύσεων είναι βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη ολόκληρης της οικονομίας. «Θα πρέπει να αυξηθεί στον ΑΕΠ η συνεισφορά των επενδύσεων - ο μεγάλος ασθενής της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση που αναμένεται το 2017 δεν θα συμβεί, αν δεν υπάρξει ανάκαμψη των επενδύσεων».

Η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί στο 25,2% φέτος από 24,4% στο τελευταίο τρίμηνο του 2015, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. Το 74,3% των ανέργων, που ανέρχονται σε 1,17 εκατ. αναζητούν εργασία για πάνω από 12 μήνες και το ποσοστό αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει φέτος.

Ενώ το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα ως αποτέλεσμα των νέων δημοσιονομικών μέτρων ενισχύει τον αποπληθωρισμό, η αύξηση του ΦΠΑ και η επερχόμενη νέα αύξηση των έμμεσων φόρων θα λειτουργήσουν ανασχετικά, ανέφερε το ΙΟΒΕ. Το Ινστιτούτο προέβλεψε μηδενικό πληθωρισμό ή μικρή πτώση τιμών το τρέχον έτος.

Το ΙΟΒΕ ασκεί αυστηρή κριτική σε κυβερνητικούς χειρισμούς μιλώντας για έλλειψη σωστού προσανατολισμού. Η παρατεταμένη ακραία αβεβαιότητα, και όσο δεν δρομολογείται η επιστροφή σε μια ομαλή οικονομική εξέλιξη, δυσχεραίνει την εστίαση στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγικοί συντελεστές σε εσωστρεφείς δραστηριότητες), που ήδη υπήρχαν πριν την κρίση, οδήγησαν σε αυτή, και χωρίς την αντιμετώπισή τους δεν υπάρχει η δυνατότητα διατηρήσιμης και με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξη στο επόμενο διάστημα, επισημαίνει.

Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και η αποφασιστική μετατόπιση παραγωγικών συντελεστών προς εξωστρεφείς δραστηριότητες και όχι η προσφυγή σε εργασία και επιχειρηματικότητα που θα στηρίζεται παρασιτικά στο δημόσιο, είναι το κλειδί για τον ορισμό της οικονομίας σε νέες βάσεις, τονίζει το ΙΟΒΕ. Μια τέτοια μετεξέλιξη της οικονομίας δεν γίνεται βέβαια χωρίς κόστος και δυσκολίες, προσθέτει.

Όμως, τονίζει, όσο δεν μεταρρυθμίζεται  η οικονομία τόσο απομακρύνεται η ημερομηνία λήξης της ελληνικής κρίσης. Προς το παρόν, προσθέτει, αντί να δρομολογείται η απαραίτητη μετάβαση σε νέα ισορροπία του οικονομικού συστήματος, ενισχύεται η αδράνεια.

Η οικονομική πολιτική, σημειώνει το ΙΟΒΕ, συχνά φαίνεται να αναλώνεται σε μάχες οπισθοφυλακής και να ασχολείται με τη διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης, και ειδικότερα της κατανάλωσης. Αυτή η επιλογή, μπορεί να μην βαθαίνει την ύφεση προσωρινά, και να έχει εφήμερα πολιτικά οφέλη για τους εκάστοτε υπεύθυνους για την εφαρμοζόμενη πολιτική, όμως απομακρύνει τη χώρα από μια εφικτή θετική πορεία.

Η ελληνική οικονομία έχει σημαντικότατα μη αξιοποιούμενα πλεονεκτήματα και δυνατότητες που, υπό συνθήκες, μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερη ανάπτυξη από την Ευρωζώνη, επισημαίνεται στην έκθεση.

Ενδιαφέρουσα δε διαπίστωση την οποία χαρακτηρίζει τον μεγαλύτερο παράγοντα ανησυχίας και εφιστά την προσοχή είναι ότι «διαπιστώνεται σταδιακά στο τελευταίο διάστημα ότι οι εξελίξεις στην κρίση της ελληνικής οικονομίας έχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από τα λοιπά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας.»

» Ενδεχόμενες περαιτέρω αρνητικές εξελίξεις στη χώρα μας δεν φαίνεται ότι θα συμπαρασύρουν προς την ίδια κατεύθυνση και τους εταίρους στην ευρωζώνη. Ως συνέχεια, σωρευτικά, προηγούμενων οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, η Ελλάδα δεν θεωρείται ότι αποτελεί αξιόλογο συστημικό κίνδυνο και έτσι η απόφαση και η ευθύνη για την κατεύθυνση της χώρας θα πρέπει να αναζητηθεί σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό».

Η οικονομία διέρχεται περίοδο ύφεσης, ήδη από το προηγούμενο έτος, και στο πρώτο μισό του τρέχοντος, επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.

Όσο πιο σύντομα και με περισσότερο αξιόπιστο και πλήρη τρόπο ολοκληρωθεί η αξιολόγηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, τόσο πιο γρήγορα θα υπάρξουν οι συνθήκες για να επιστρέψει η οικονομία σε ανάπτυξη. Υποθέτοντας ότι δεν θα υπάρξει πλέον άλλη σημαντική καθυστέρηση, ο ρυθμός ανάπτυξης στο δεύτερο μισό του έτους θα είναι θετικός και αναμένεται ότι θα καλύψει σε ένα βαθμό την ύφεση των πρώτων μηνών.

Συνολικά, και υπό αυτές τις υποθέσεις, αναμένεται ότι η ύφεση για το τρέχον έτος θα είναι μεγαλύτερη από ότι ήταν στο προηγούμενο, κινούμενη προς την περιοχή του 1%. Όμως η σχετική εξέλιξη θα εξαρτηθεί αποφασιστικά από τον χρόνο και τα χαρακτηριστικά με τα οποία θα κλείσει η αξιολόγηση που είναι ένα αναγκαίο (αν και όχι από μόνο του επαρκές) βήμα για την απαρχή ενός πιθανού κύκλου θετικών εξελίξεων. Τότε, θα υπάρχουν και οι βάσεις για σημαντική ανάπτυξη σε όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους.

Τα μέτρα του μνημονίου θα επιδράσουν ως επί το πλείστον περιοριστικά στο διαθέσιμο εισόδημα, σημειώνεται στην έκθεση. Προστίθεται δε ότι όσο δεν λαμβάνονται μετριάζεται αυτή τους η επίπτωση στο τρέχον έτος και μετατίθεται στο επόμενο (carry over effect, π.χ. υψηλότερες πληρωμές φόρου εισοδήματος κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2016).

Συνεπώς, εξηγεί, από τη μια πλευρά η επιφυλακτικότητα έναντι των επερχόμενων αλλαγών δεν ευνοεί την οικονομική δραστηριότητα, από την άλλη η προς τα πίσω χρονική μετάθεση της πραγματοποίησής τους περιορίζει την ανασχετική επίδραση που θα έχουν φέτος σε αυτή.

Κρίσιμο θέμα του οποίου η διευθέτηση εκκρεμεί είναι το πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες, επισημαίνεται στην εκθεση. Από τις σχετικές αποφάσεις θα επηρεαστούν ο πραγματικός πλούτος των νοικοκυριών, οι διαθέσιμες εξασφαλίσεις και η ρευστότητα των επιχειρήσεων και το επίπεδο των κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, σημειώνει.

Η περιορισμένη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά και η προσεκτική πιστωτική πολιτική που ακολουθούν, καθώς και η επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων ενόψει των εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις, αντανακλώνται στην πολύ χαμηλή ροή χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, επισημαίνεται.

Βεβαίως, οι συνθήκες ρευστότητας, η επενδυτική ροπή και ευρύτερα το οικονομικό περιβάλλον, ενδέχεται να μεταβληθούν αρκετά μετά την επερχόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους, σημειώνει το ΙΟΒΕ.

Κατόπιν αυτών των γεγονότων, προσθέτει, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη η επαναποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων από την ΕΚΤ (επαναφορά του waiver), με κόστος δανεισμού πολύ χαμηλότερο του ELA. Εφόσον λάβει χώρα η παραπάνω αλληλουχία εξελίξεων, θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος, με αναμενόμενη επόμενη εξέλιξη τη σταδιακή επιστροφή καταθέσεων.

Υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η τάση θα είναι σχετικά σταθερή, οι τράπεζες θα διευκολυνθούν σημαντικά στην παροχή πιστώσεων και την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Σε μια οικονομία που ουσιαστικά αναζητά κατεύθυνση ήδη για επτά χρόνια και όπου η ύφεση σταδιακά αποκτά ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά, η ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο η αρχή μιας συνολικής, συστηματικής, συνεπούς και έντονής προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση και την είσοδο σε έναν κύκλο ανάπτυξης, σημειώνει το ΙΟΒΕ. Αναφερόμενοι στις μακροοικονομικές προοπτικές, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τις συνιστώσες του εθνικού προϊόντος, προσθέτει.

Η κατανάλωση παραμένει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, μεγαλύτερο ασφαλώς, από αυτό που θα σηματοδοτούσε τη στροφή σε ένα νέα αναπτυξιακό πρότυπο. Σε κάθε περίπτωση, και με την οικονομία να μην έχει θετική δυναμική, είναι οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης, που βραχυπρόθεσμα και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τις εξελίξεις στο εθνικό προϊόν. Ήταν, για παράδειγμα, κυρίως η σταθεροποίηση των προσδοκιών των νοικοκυριών αυτή που οδήγησε στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά το 2014 και, με παρόμοιο τρόπο, μια μείωση της αβεβαιότητας θα συντείνει αποφασιστικά στην
θετική στροφή και τώρα.

Μεσοπρόθεσμα βέβαια, δυνατότητα ανάπτυξης μέσω αύξησης της κατανάλωσης δεν υφίσταται – ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας για αυτό θα είναι, φυσικά, οι επενδύσεις. Αυτές δέχονται περαιτέρω πίεση, κινούμενες σε πολύ χαμηλά ποσοστά του εισοδήματος, και μόνο μια θετική εξέλιξη εκεί μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για ενδεχόμενες θετικές αναπτυξιακές εξελίξεις.

Η συντομότερη και πληρέστερη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα συντείνει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση με πολλούς τρόπους. Αμβλύνοντας τη μακροοικονομική αβεβαιότητα, οδηγώντας σε προοπτική αύξησης της ζήτησης και μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης.

Ειδικότερα, εξηγεί το ΙΟΒΕ, αναφορικά με τη χρηματοδότηση, η αξιολόγηση θα επιτρέψει την πληρωμή της επόμενης δόσης του προγράμματος, γεγονός που στη συνέχεια και εκτός των άλλων θα επιτρέψει στον δημόσιο τομέα να αποπληρώσει μέρος των υποχρεώσεων του προς τους προμηθευτές του, θα μειώσει το κόστος για τις τράπεζες, θα διευκολύνει τη σταδιακή προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό για άμεσες και άλλες επενδύσεις, και θα δημιουργήσει σταδιακά τις προϋποθέσεις εξομάλυνσης του συστήματος, με άρση των κεφαλαιακών ελέγχων σε σχετικά συντομότερο μελλοντικό χρόνο.

Τέλος, όσον αφορά το εξωτερικό ισοζύγιο, η διόρθωση που έχει παρατηρηθεί δεν θα είναι βιώσιμη παρά μόνο αν υπάρξει αποφασιστική και σταθερή αύξηση των εξαγωγών, τόσο στις υπηρεσίες όσο και κυρίως στα αγαθά. Αλλιώς, η συμπίεση των εισαγωγών θα αντιστραφεί με τα πρώτα σημάδια ανάπτυξης, και θα αποτελέσει μια αρνητική ροπή στο σύνολο του εισοδήματος.