Γιάννης Τσαμουργκέλης: «Το πρόβλημα είναι ο πελατειακός καπιταλισμός» - Free Sunday
 Γιάννης Τσαμουργκέλης: «Το πρόβλημα είναι ο πελατειακός καπιταλισμός»

Γιάννης Τσαμουργκέλης: «Το πρόβλημα είναι ο πελατειακός καπιταλισμός»

Με όλα αυτά τα φοβερά που συμβαίνουν γύρω, έχει νόημα να ψαχνόμαστε για τα «πώς» και τα «γιατί» της οικονομικής κρίσης;

Η επίταση της κρίσης, η επέκταση του βάθους και η επιμήκυνση της διάρκειάς της επιβάλλουν την εντατικότερη προσπάθεια κατανόησης των δυναμικών της επαχθούς αναπαραγωγής της. Θα συνιστά πάντα την αέναη ύστατη προσπάθεια αναγνώρισης των δομικών θεσμικών και σχεσιακών προβλημάτων που μας κρατάνε καθηλωμένους στην κρίση στην προοπτική της διόρθωσης των λαθών και της επίτευξης της τελικής ανάκαμψης. Σαφέστατα σε αυτή την κριτική ενδοσκόπηση υπεισέρχεται και η αναζήτηση των λαθών στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των μνημονίων ως πλαίσια μακροοικονομικής και μικροοικονομικής αντιμετώπισης (όπου αυτό έγινε εφικτό) της κρίσης.

Το πολιτικό έλλειμμα της Ε.Ε. αναδείχθηκε μέσα από την οικονομική κρίση και αποκαλύπτεται στην πιο δραματική εκδοχή του τώρα. Ισχύει αυτό;

Το πολιτικό έλλειμμα της Ε.Ε. στη διαχείριση της κρίσης ήταν εγγενές και αφορούσε τον ίδιο τον σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής, που κατά βάση είχε εκχωρηθεί στις τράπεζες χωρίς πρόβλεψη για χρηματοδότη ύστατης καταφυγής μέσω της ΕΚΤ και με την παράλληλη υιοθέτηση της αρχής του διαχωρισμού, που περιόριζε την ΕΚΤ αποκλειστικά σε ρόλο επόπτη της καλής λειτουργίας των τραπεζών χωρίς καμία μέριμνα για τη ρευστότητα που διοχέτευαν στην πραγματική οικονομία. Η ΕΚΤ μεσούσης της κρίσης παρέμεινε με αποκλειστικό όπλο τη ρύθμιση των βασικών επιτοκίων, όταν η ρευστότητα ήταν το ζητούμενο, και αδράνησε χαρακτηριστικά έναντι των κερδοσκοπικών κινήσεων των τραπεζών να επανακαταθέτουν σε αυτήν τα πακέτα ενίσχυσης της ρευστότητάς τους. Αποτέλεσμα, η βύθιση της Ε.Ε. σε αποπληθωρισμό και σε καθεστώς μηδενικών επιτοκίων, που αδρανοποιεί την παρεμβατικότητα σε αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η ηγεσία της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ ανακοίνωνε την παύση των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης και την ενίσχυση της ρευστότητας, τον Νοέμβριο του 2014, η ΕΚΤ σχεδίαζε τα πρώτα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, που ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 2015, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διοχέτευσης απευθείας ρευστότητας στις πραγματικές οικονομίες, υπερβαίνοντας τον μέχρι τότε αποτυχημένο ρόλο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μόνο που στο διάστημα αυτής της καθυστέρησης οι αποκλίσεις των οικονομιών των κρατών-μελών της Ε.Ε. διευρύνθηκαν, ενώ ενισχύθηκαν σημαντικά οι κοινωνικές αντιστάσεις –σχεδόν σε όλες τις χώρες– έναντι των μεταρρυθμίσεων και τα ευρωσκεπτικιστικά κινήματα.
Στη χώρα μας επιπλέον λάθος, πέραν του κακού σχεδιασμού της πολιτικής των μνημονίων, που δεν υποστηρίχθηκαν από τις κατάλληλες νομισματικές ρυθμίσεις, αποτέλεσε η μετάθεση της ευθύνης εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων σε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα, που σχεδόν στο σύνολό του ακολουθούσε την τακτική του προσαρμοστικού εκσυγχρονισμού, με υιοθέτηση οριακών και στο «πάρα πέντε» δήθεν αλλαγών που μας έφεραν να συζητάμε έπειτα από επτά συναπτά έτη την απελευθέρωση των αγορών που όλο βλέπουμε και όλο εκκρεμεί (για παράδειγμα). Έτσι, όλο το βάρος της δημοσιονομικής εξυγίανσης έπεσε σε φοροεισπρακτικά μέτρα, χωρίς μέριμνα για τη μείωση των δαπανών του κράτους ή την παραγωγική αναδιάρθρωσή του.

Τι βλέπετε μπροστά; Τι είδους χώρα θα είμαστε στο εξής;

Ο ιδιότυπος ελληνικός πελατειακός καπιταλισμός εύκολα κατατάσσεται στη συγκριτική των οικονομικών στην κατηγορία των καπιταλισμών ιεραρχικών επιχειρηματικών συμφερόντων, που στην περίπτωσή μας συμπεριλαμβάνουν και ιεραρχήσεις συμφερόντων γύρω από ειδικές κοινωνικές ομάδες (υπάλληλοι συγκεκριμένων υπουργείων, ΔΕΚΟ κ.λπ.). Σε αυτή την «κατηγορία» καπιταλισμού, βασικό χαρακτηριστικό των αγορών είναι οι ολιγοπωλιακές διατάξεις, όπου λίγες τον αριθμό επιχειρήσεις ελέγχουν την αγορά μέσω της διαμόρφωσης δικτύων με προνομιούχους ή λιγότερο προνομιούχους συνδεόμενους προμηθευτές ή πωλητές. Η κατάσταση της ιεραρχικής εξάρτησης επιδεινώνεται σε περιπτώσεις όπου οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις είναι κρατικοδίαιτες και συνδέουν τον κύκλο εργασιών με τον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Η υπέρβαση αυτού του μοντέλου μπορεί να μας οδηγήσει είτε σε έναν καπιταλισμό αγορών, όπως στις ΗΠΑ, με ισχυρό και ανεμπόδιστο ανταγωνισμό, αλλά και ισχυρότερη εποπτεία εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών, είτε σε καπιταλισμό ευρωπαϊκού τύπου, με σημαντικούς θεσμούς και παραδόσεις συνεννόησης μεταξύ των παραγωγικών φορέων, του κράτους και των νομισματικών αρχών. Η επιλογή είναι στα χέρια του πολιτικού συστήματος, ώστε να οδηγήσει τον ελληνικό σχηματισμό προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η κατεύθυνση αυτή δίνεται μέσω θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ώστε οι ίδιες οι αγορές και η ελεύθερη δράση των επιχειρήσεων και των πολιτών να καταλήξουν τελικά στη διαμόρφωση του νέου παραγωγικού μοντέλου. Το παραγωγικό μοντέλο μιας οικονομίας δεν προσδιορίζεται με άμεσες κρατικές παρεμβάσεις, όπως σχεδόν όλα τα κόμματα του ελληνικού πολιτικού φάσματος πιστεύουν. Είναι μια παρωχημένη πίστη και αντίληψη κρατισμού –εντέλει– για τον τρόπο που τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα επεμβαίνουν στην πραγματική οικονομία, ενώ υποκρύπτει τη μύχια και ανομολόγητη επιθυμία αναπαραγωγής του πελατειακού κράτους και περαιτέρω του συστήματος ιεραρχημένων συμφερόντων προς κομματική συνεκμετάλλευση.

Ένα βιβλίο δεν συνοψίζεται σε μια συνέντευξη, αλλά πείτε μας το κεντρικό σας συμπέρασμα για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην κρίση.

Το βιβλίο επιχειρηματολογεί για τη στρεβλότητα του τραπεζικού συστήματος και τον τρόπο που αυτή συνυφαίνεται με το ελληνικό πελατειακό καπιταλιστικό εποικοδόμημα ιεραρχημένων ειδικών συμφερόντων.
Ειδικότερα, αναλύεται το μακροοικονομικό υπόδειγμα της νέας «συναίνεσης», καθώς αυτό καθόρισε τη φυσιογνωμία της Ε.Ε. και τη νομισματική πολιτική που υιοθετήθηκε με το ευρώ, ενώ επισκοπείται η αντιμετώπιση της κρίσης από την ΕΚΤ (συγκριτικά με την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ), με συνέπεια την απόκλιση μεταξύ των οικονομιών της Ε.Ε.
Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής παρατίθεται στη συνέχεια, από τη Μεταπολίτευση μέχρι το τρίτο μνημόνιο.
Επικεντρώνοντας στον ρόλο των ελληνικών τραπεζών στην κρίση, αναδεικνύονται οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συνέτειναν στην εκδήλωσή της και στη συνέχεια άσκησαν αυτοτροφοδοτούμενη ακραία περιοριστική πολιτική, διευρύνοντας τη διάρκεια και το βάθος της. Η ενίσχυση του τραπεζικού ολιγοπωλίου κυριαρχεί της οικονομίας, επιβαρύνοντάς τη με συστημικά υψηλό και αντιαναπτυξιακό κόστος χρήματος. Εκεί εξετάζεται και η κατάρρευση των τραπεζών τον Ιούνιο του 2015 και η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.
Ειδικότερες αναφορές γίνονται στις θεωρίες της δραχμικής εναλλακτικής και στις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση υπό καθεστώς κατάρρευσης ρευστότητας.
Το βιβλίο καταλήγει σε προτάσεις ριζικών μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα ως προϋπόθεση για την υπέρβαση του εσαεί προβληματικού ιδιότυπου ελληνικού καπιταλιστικού μορφώματος.

Υπήρξε/υπάρχει ελληνική ιδιαιτερότητα και στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος;

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ευθέως το συμπέρασμα πως ναι. Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί τον βασικό χρηματοδότη του πελατειακού πολιτικού συστήματος, αντλώντας χρήμα από την πραγματική οικονομία με υψηλά περιθώρια κέρδους, που με τη σειρά του το κράτος θέλει να παραγνωρίζει ή να παραχωρεί. Με τον τρόπο αυτό κράτος και τράπεζες λειτουργούν ανασχετικά στις προοπτικές ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας και επιτείνουν την κρίση.

Η κυβέρνηση μιλά για «αμαρτωλό τρίγωνο» ΜΜΕ - τραπεζών - (προηγούμενων) κυβερνήσεων». Έχουν δίκιο;

Τα αμαρτωλά τρίγωνα στήνονται εκεί όπου κυριαρχούν ολιγοπώλια, εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά και προνόμια στη λειτουργία των μεγάλων εις βάρος των μικρών και μικρομεσαίων. Συνεπώς, σε ολιγοπωλιακά δομημένη οικονομία τα «τρίγωνα» είναι διάχυτο και όχι αποκλειστικό φαινόμενο.

Είναι εφικτή η εμπέδωση κανόνων που να αποτρέπουν τη «συνενοχή» που περιγράφετε στο βιβλίο σας;

Και βέβαια ναι. Με ισχυρή εποπτεία και μέριμνα για τη μείωση των περιθωρίων κερδοφορίας των τραπεζών, όπως υιοθέτησαν κράτη όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος. Με την άμεση μεταβίβαση των κόκκινων δανείων χωρίς την παρεμβολή των τραπεζών, που αρέσκονται στη διαχείριση προνομιακών κόκκινων δανείων ή τη μη αποκάλυψη παρατυπιών χρηματοδότησης. Κυρίως, με την αλλαγή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που θα επιτρέψει την ίδρυση τοπικών και περιφερειακών, ιδιωτικών ή συνεταιριστικών, πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα αυξήσουν τον ανταγωνισμό, θα μειώσουν τα επιτόκια και θα βελτιώσουν την προσβασιμότητα του χρήματος, ενώ παράλληλα θα κινητοποιήσουν εθνικά επενδυτικά κεφάλαια, δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε έναν χειμαζόμενο κλάδο.

Με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και τον συνδυασμό προσφυγικής και οικονομικής κρίσης, υπάρχει λύση στο ελληνικό πρόβλημα;

Η πολιτικά και τεχνοκρατικά ανεπαρκής διαχείριση του προσφυγικού, όπως γίνεται από την ελληνική κυβέρνηση, συνιστά βόμβα στα θεμέλια της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας της χώρας και επιδεινώνει τις συνθήκες υπέρβασης της κρίσης. Η διοικητική αστάθεια, οι εν δυνάμει επιπτώσεις στην ανεπίσημη και επίσημη αγορά εργασίας, πολλαπλασιάζουν την αβεβαιότητα πολιτών και επιχειρήσεων και ακυρώνουν επιχειρηματικές δραστηριότητες και επενδυτικά πλάνα σε βάρος της ανάκαμψης.


*Ο Γιάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου από το 2001.