Σπύρος Αραβανής: «Δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μεγάλη ποσότητα ουσιαστικός πολιτικός στίχος» - Free Sunday
Σπύρος Αραβανής: «Δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μεγάλη ποσότητα ουσιαστικός πολιτικός στίχος»

Σπύρος Αραβανής: «Δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μεγάλη ποσότητα ουσιαστικός πολιτικός στίχος»

Τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Όμηρο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και την Ελένη Βιτάλη, δηλαδή τον ποιητικό λόγο έτσι όπως αυτός εκφράζεται είτε σε ένα έπος χιλιάδων στίχων είτε σε ένα τραγούδι διάρκειας τριών λεπτών, εξετάζει ο δημοσιογράφος και φιλόλογος Σπύρος Αραβανής στο βιβλίο του «Μελοποιημένος λόγος» (εκδόσεις Μετρονόμος). Ο Σπύρος Αραβανής εξηγεί στην FS τι περιλαμβάνει το βιβλίο, αλλά και γιατί, παρά την κρίση, δεν υπάρχει μεγάλη παραγωγή πολιτικού στίχου στην Ελλάδα.

aravanis book

Το βιβλίο σας έχει τίτλο «Μελοποιημένος λόγος – Είκοσι μελετήματα». Σε τι συνίστανται αυτά τα «μελετήματα»;

Πρόκειται για μια σειρά μελετών γύρω από το έργο δεκαεννέα δημιουργών, καθώς και για ένα δοκίμιο όσον αφορά τη διαχρονική παρουσία του πολιτικού στίχου στο ελληνικό τραγούδι. Τα κείμενα αυτά είχαν δημοσιευτεί σε μια πρώτη μορφή σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μουσικά και λογοτεχνικά περιοδικά με τα οποία συνεργαζόμουν και συνεργάζομαι ως μουσικός δημοσιογράφος-αρθογράφος. Αυτή η ιδιότητα σε συνδυασμό με τη φιλολογική μου υπόσταση αποτέλεσαν τους δύο πυλώνες συγγραφής του βιβλίου. Όσον αφορά, δηλαδή, τη μελέτη του στιχουργικού λόγου δημιουργών όπως ο Ελευθερίου, ο Αλκαίος και ο Σιδηρόπουλος, εφαρμόστηκε η αρχή της «ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου», μια ερευνητική μέθοδος για την υποκειμενική ερμηνεία του περιεχομένου των στοιχείων κειμένων, μέσω της συστηματικής διαδικασίας επεξεργασίας, ταξινόμησης και αναγνώρισης των θεμάτων, των μοτίβων λόγου και των τεχνοτροπιών, διαχρονικά και συγχρονικά. Από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιήθηκε η μουσικολογική-δημοσιογραφική έρευνα (αρθρογραφία, βιβλιογραφία, δισκογραφία, συνεντεύξεις) στις μελέτες που αφορούν την παρουσία των μελοποιημένων κειμένων στην ελληνική δισκογραφία. Ο στόχος μου σε αυτή την κατεύθυνση ήταν να προχωρήσω σε μια διαχρονική συστηματική δισκογραφική –σε ρέοντα λόγο– καταγραφή του μελοποιημένου λόγου επιφανών ποιητών και συγγραφέων, όπως ο Κορνάρος, ο Παπαδιαμάντης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Βάρναλης, ο Λειβαδίτης και ο Μπρεχτ, καθώς, όπως αποδεικνύεται, η δισκογραφική τους παρουσία είναι ογκωδέστατη και, το κυριότερο, εν εξελίξει, δηλαδή συνεχίζουν να είναι παρόντες και μελοποιήσιμοι από νέους συνθέτες ενός ευρύτατου φάσματος της μουσικής σκηνής.

Ποιητές, συνθέτες, τραγουδιστές, θεατρικοί συγγραφείς και ο... Όμηρος. Τι μπορεί να συνδέει όλους αυτούς;

Ο λόγος. Αυτή η δημιουργική ιδιοφωνία, η οποία, όπως σημειώνω και στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου, προίκισε και συνεχίζει να προικίζει το ελληνικό τραγούδι, συνεισφέροντας τα μέγιστα στον νεοελληνικό πολιτισμό με αυτή την αξιοσημείωτη ομοιομορφία μέσα από τη διαφορετικότητά της. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η πρόθεσή μου να ερευνήσω και να «φωτίσω» τη στιχουργική πλευρά ορισμένων καλλιτεχνών που έχουν μείνει στην ιστορία κυρίως με μιαν άλλη ιδιότητά τους. Για παράδειγμα, μελετώ τον λόγο δημιουργών όπως ο Χατζιδάκις, ο Καμπανέλλης, ο Μάτεσις, ο Μποστ, η Αλεξίου, η Βιτάλη και ο Κραουνάκης, οι οποίοι έχουν υπογράψει λαμπρά και διαχρονικά τραγούδια και ως στιχουργοί.

Κατά πόσο επηρέασε την προσέγγισή σας στον λόγο αυτών των ανθρώπων το γεγονός ότι είστε και ο ίδιος ποιητής;

Σίγουρα η προσωπική επαφή με την ποιητική δημιουργία μού έδωσε ένα κλειδί ερμηνείας του λόγου τους, κυρίως σε επίπεδο βιωματικής εμπειρίας με αυτό που λέγεται συγγραφή. Περισσότερο όμως στο βιβλίο εισήλθα, όπως προείπα, με τη φιλολογική μου σκευή και τη μουσικογραφική μου ενασχόληση, η οποία είναι απόρροια της αγάπης μου και της ανάγκης μου για το ελληνικό τραγούδι. Γιατί το ελληνικό τραγούδι που κατάγεται από τη δεκαετία του ’60 συνεχίζει να είναι ο βασικότερος «μηχανισμός» άμεσης έκφρασης, κινητοποίησης και συσπείρωσης του συλλογικού αισθήματος, ακόμα και αν σήμερα «δημοσκοπικά» και «αξιολογικά» δεν έχει την ίδια δυναμική με το τραγούδι των περασμένων δεκαετιών. Και παρόλο που το τραγούδι είναι ο συντομότερος δρόμος για να φτάσει κανείς στο συναίσθημα, θεωρώ ότι είναι τόσο μεγάλη η αξία του και η ιστορία του ως είδους τέχνης, που του αξίζει και να «θεωρητικοποιηθεί», να γίνει δηλαδή μια ουσιαστική γραμματολογική και μουσικολογική ταξινόμηση και έρευνά του. Όχι βεβαίως ως μουσειακό είδος, αλλά ως ζώσα ιστορία.

Ως φιλόλογος, τι θα αλλάζατε στον τρόπο διδασκαλίας της ποίησης στα σχολεία;

Θα αφαιρούσα το δέος ή βαρεμάρα (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος) των μαθητών στο άκουσμα της λέξης «ποίηση» και τον τρόμο τους ως εξεταζόμενο μάθημα. Θα ήθελα να γίνει η ποίηση ένα χρηστικό εργαλείο εκφοράς συναισθημάτων και σκέψεων του μαθητή, ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει περιόδους, χρόνους, ιστορικότητα κ.ά., να ανακαλύπτει αβίαστα εκείνους τους στίχους που θα χρησιμοποιήσει για ποικίλους λόγους: για να εκφραστεί, να καταγγείλει, να εντυπωσιάσει, να φλερτάρει, να εξομολογηθεί, να πενθήσει, να «τουιτάρει»... Θα αξιοποιούσα λειτουργικά τη μελοποιημένη ποίηση, αφού μέσω του τραγουδίσματος δίνεται ξανά στην ποίηση η αφετηριακή της ομηρική κατεύθυνση – μια προφορική τέχνη η οποία εκτός του συναισθήματος ενδυναμώνει και το μνημονικό του ακροατή, ο οποίος μπορεί να συγκρατεί άμεσα τα όσα ακούει και να ευαισθητοποιείται από μιαν άυλη συγκίνηση, όπως είναι η απαγγελία ή η μουσική.

Στον επίλογο του βιβλίου εκφράζετε την εκτίμηση ότι δύσκολα θα υπάρξει πολιτικός στίχος στην Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία/κρίση.

Ο σύγχρονος δημιουργός καλείται να αποκωδικοποιήσει ως πολίτης και να κωδικοποιήσει ως καλλιτέχνης μία εξαιρετικά δυσανάγνωστη και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα εποχή. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μεγάλη ποσότητα ουσιαστικός πολιτικός στίχος, ο οποίος να εμπεριέχει τέχνη, δηλαδή ουσιαστική έκφραση, και να μην είναι αντανακλαστική ενέργεια απέναντι στις νέες συνθήκες. Ιδίως όταν αυτές τον βρήκαν ψυχικά, πνευματικά και γνωστικά απροετοίμαστο, συνθήκη ανεπίτρεπτη για έναν δημιουργό.