Δ. Καιρίδης: «Προϋπόθεση της προόδου η αλήθεια» - Free Sunday
Δ. Καιρίδης: «Προϋπόθεση της προόδου η αλήθεια»

Δ. Καιρίδης: «Προϋπόθεση της προόδου η αλήθεια»

Ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί με τον Δημήτρη Καιρίδη, θα του αναγνωρίσει, αν είναι στοιχειωδώς καλοπροαίρετος, ότι έχει συγκροτημένες απόψεις και αίσθηση κοινωνικής ευθύνης. Έχει, σίγουρα, πάθος και το θάρρος της γνώμης του – το αποδεικνύει Δευτέρα με Πέμπτη βράδυ ως σχολιαστής στην εκπομπή «Evening Report» (Action24).

Κύριε Καιρίδη, πρόσφατα παρουσιάσατε το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Εθνικισμός, Εθνοτικές Συγκρούσεις & Διεθνείς Σχέσεις – Θεωρία και Πράξη στα Βαλκάνια». Ποιο είναι το αντικείμενο και ο στόχος του βιβλίου αυτού;
Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, το βιβλίο αναλύει το φαινόμενο του εθνικισμού και των εθνοτικών συγκρούσεων στον σύγχρονο κόσμο. Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να καλύψει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και να προσφέρει στον Έλληνα αναγνώστη μια συνολική επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, παρουσιάζοντας τα πιο πρόσφατα πορίσματα της διεθνούς έρευνας στα θέματα αυτά. Ταυτόχρονα, το βιβλίο επικεντρώνεται σε δύο χαρακτηριστικές εθνοτικές συγκρούσεις, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην Κύπρο, με στόχο την καλύτερη κατανόηση τόσο του τι συνέβη εκεί όσο και του πώς εντάσσονται οι περιπτώσεις αυτές στην ευρύτερη θεωρητική συζήτηση.

Στις σελίδες του βιβλίου συχνά καταγγέλλετε τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης. Τι ακριβώς εννοείτε;
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως στην ύστερη περίοδο, οι κοινωνικές επιστήμες έδειξαν να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το «έθνος» ως αναλυτική κατηγορία και τη μελέτη του εθνικισμού γενικά. Αυτό είχε το κόστος του, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ, κατά την οποία εν πολλοίς αγνοήθηκε το εθνικιστικό υπόβαθρο της σύγκρουσης εκεί. Με το τέλος του σοβιετικού κομμουνισμού γίναμε μάρτυρες μιας σειράς εθνικιστικών διενέξεων στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, με κυριότερη αυτή στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ότι ο πόλεμος δεν γίνεται πια μεταξύ κρατικών συνόρων αλλά στο εσωτερικό των κρατών. Οι πόλεμοι σήμερα είναι, ως επί το πλείστον, εμφύλιοι, με την έννοια ότι λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των κρατών, και οι περισσότεροι εμφύλιοι πόλεμοι είναι εθνοτικοί. Ήταν, λοιπόν, φυσικό και επόμενο στη δεκαετία του 1990 το ενδιαφέρον για τον εθνικισμό να αναβιώσει και το «έθνος» να φιλοδοξήσει να εξοβελίσει όλες τις άλλες αναλυτικές κατηγορίες. Η παλινδρόμηση δημιούργησε τη δική της υπερβολή και υπεραπλούστευση. Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι ο εθνικισμός παίζει ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζουν οι εθνικιστές και τα μέσα ενημέρωσης.

Ποιος, λοιπόν, είναι ο ρόλος αυτός;
Κοιτάξτε, υπάρχουν χιλιάδες εθνοτικές ομάδες στον κόσμο σήμερα αλλά μόνο 193 (ή λίγο παραπάνω) κράτη. Κατά συνέπεια τα περισσότερα κράτη στον κόσμο είναι περισσότερο ή λιγότερο πολυεθνοτικά, είτε το ομολογούν είτε όχι. Ωστόσο, η σύγκρουση είναι η εξαίρεση και η συνύπαρξη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κανόνας. Άρα η πολυεθνοτικότητα από μόνη της δεν οδηγεί στη σύγκρουση. Το ζήτημα δεν είναι γιατί διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία αλλά γιατί διαλύθηκε το 1991 και μάλιστα προς γενική έκπληξη όλων των παρατηρητών. Εκ των υστέρων, βέβαια, έχοντας στο μυαλό μας όλη τη βία που έλαβε χώρα στη Βοσνία και αλλού, η διάλυση φαντάζει αναπόφευκτη. Όμως δεν ήταν κατ’ ανάγκη αναπόφευκτη το 1991 και για να συντελεστεί χρειάστηκε να συντρέξουν μια σειρά από παράγοντες.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την Κύπρο. Της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο νησί, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά, προηγήθηκε μια σφοδρή σύγκρουση στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας, την οποία προκάλεσε η πολιτική άνοδος του ΑΚΕΛ τη δεκαετία του 1940. Το ενωσιακό αίτημα, και μάλιστα στην ακραία του μορφή, που απέρριπτε κάθε σταδιακή διαδικασία, στρεφόταν κατ’ αρχάς εναντίον του ΑΚΕΛ. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η Κύπρος αποτελεί μια παγκόσμια εξαίρεση, μια και στον αντιαποικιακό της αγώνα ηγήθηκε όχι η «Αριστερά» αλλά η «Δεξιά», σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στον υπόλοιπο Τρίτο Κόσμο.
Κατά συνέπεια η εθνικιστική σύγκρουση θα πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό της πλαίσιο, να αναγνωριστεί ο ρόλος και η σημασία των πολιτικών επιλογών και των δυναμικών που αναπτύχθηκαν και να αποφευχθεί η εύκολη καταφυγή σε έναν εύπεπτο εθνικιστικό ντετερμινισμό, ο οποίος περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει την ιστορική ανάλυση. Για να το πω απλά, κατά τη γνώμη μου, οι εθνοτικές συγκρούσεις είναι πολύ λιγότερο εθνοτικές απ’ ό,τι πιστεύουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εθνικισμός δεν παραμένει μια πολύ σημαντική πολιτική δύναμη στις κοινωνίες του καιρού μας.

Αυτό που εγώ καταλαβαίνω είναι ότι το βιβλίο επιχειρεί να αποκαταστήσει τον ρόλο της πολιτικής και της δυνατότητας επιλογής της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης για τις κοινωνίες μας.
Σωστά. Δεν πιστεύω στον ιστορικό ντετερμινισμό, ούτε στις θεωρίες συνωμοσίας, που είναι τόσο διαδεδομένες στα μέρη μας. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα όχι μόνο του βιβλίου αλλά και, γενικότερα, των όποιων δημόσιων παρεμβάσεών μου. Για παράδειγμα, είναι αυτονόητο ότι υπάρχει ξένος παράγοντας και παίζει ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αλλά το εύρος αυτής της παρέμβασης έχει να κάνει και με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και συσχετισμούς στο εσωτερικό της χώρας. Οι χώρες δεν είναι μόνο αντικείμενα αλλά και υποκείμενα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που η χώρα ωφελήθηκε από τις διεθνείς συμμαχίες της. Κατά συνέπεια δεν είμαστε καταδικασμένοι στη σημερινή μιζέρια αλλά μπορούμε να προχωρήσουμε στην εθνική ανάταξη με την κατάλληλη ηγεσία και πρόγραμμα. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η αλήθεια και ένας λαός που να είναι έτοιμος να την ακούσει.