Διπλό στοίχημα Μακρόν - Free Sunday
Διπλό στοίχημα Μακρόν

Διπλό στοίχημα Μακρόν

Ως κίνηση αυτοπεποίθησης και πλήρους πρωτοβουλίας κινήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση του Μακρόν να απομακρύνει το κεντρώο Δημοκρατικό Κίνημα του Φρανσουά Μπαϊρού από την κυβέρνηση.

Στην απόφαση αυτή υπάρχουν πολλά μηνύματα, με σημαντικότερα τον προεδρικό χαρακτήρα της κυβέρνησης Φιλίπ, αλλά και τη φιλοδοξία ευρύτερου διεμβολισμού της Κεντροδεξιάς-Δεξιάς, καθώς δεκάδες βουλευτές των Ρεπουμπλικάνων δηλώνουν έτοιμοι να στηρίξουν το πακέτο μεταρρυθμίσεων του Μακρόν.

Ο Μακρόν θέτει το διπλό στοίχημα της προώθησης μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών στη Γαλλία και ταυτόχρονης συνολικής διμερούς γαλλογερμανικής διαπραγμάτευσης για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Η διαφορά του Μακρόν

Η παραπάνω διπλή στόχευση δεν αποτελεί πρωτοτυπία, καθώς την επιχείρησαν στο παρελθόν ο Σιράκ το 1995, ο Σαρκοζί το 2007 και ο Ολάντ το 2012, με αποτελέσματα αρνητικά, καθώς το Βερολίνο δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση για διάλογο, ενώ οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις έμειναν οι περισσότερες στο επίπεδο της εξαγγελίας και της αποσπασματικής εφαρμογής, με το κοινωνικό και πολιτικό τους κόστος να προβάλλει ως δυσανάλογο.

Η διαφορά του Μακρόν είναι ότι έρχεται σαν το τελευταίο χαρτί σταθεροποίησης της Γαλλίας σε ένα σκηνικό πλήρους κατάρρευσης της αξιοπιστίας τόσο των Σοσιαλιστών όσο και των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και αδυναμίας προβολής ρεαλιστικών εναλλακτικών προγραμμάτων τόσο από τη ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν όσο και από την άκρα Δεξιά του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν.

Το πιο άμεσο πρόβλημα του Μακρόν είναι ο νεκρός χρόνος μέχρι τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, μέχρι το τέλος του χρόνου, μέχρι δηλαδή να σχηματιστεί ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο.

Με άλλα λόγια, πρώτα θα ανοίξει το μέτωπο των διαρθρωτικών αλλαγών-μεταρρυθμίσεων, αρχής γενομένης από την εργασιακή νομοθεσία, και μάλιστα με διαδικασία του τύπου «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου», και μόνο μετά από αρκετούς μήνες θα διαπιστωθεί αν η Μέρκελ, απαλλαγμένη πλέον από προεκλογικές σκοπιμότητες, έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να συμβάλει σε μια συνολική γαλλογερμανική σύνθεση επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η διακύβευση

Η παραπάνω πρόκληση παρουσιάζεται διαφορετικά στον Πρόεδρο της Γαλλίας και στην καγκελάριο της Γερμανίας:

  • Για τον Μακρόν δεν υπάρχει πολιτικό μέλλον αλλά, αντίθετα, η βεβαιότητα μιας ταχύτατης πρόωρης φθοράς αν δεν πείσει όσους τον εμπιστεύτηκαν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι κάτι παραπάνω από τη μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα και πειθαρχία και από τη συνεχή κατεδάφιση των κεκτημένων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος.
  • Για τη Μέρκελ, που θα βρίσκεται στην αρχή της τέταρτης και τελευταίας τετραετούς θητείας της με αδιανόητη τη διεκδίκηση πέμπτης, θα κυριαρχεί η πρόκληση της θέσης της στην Ιστορία, αν θέλει δηλαδή να καταγραφεί ή όχι ως η καγκελάριος που είχε την τόλμη να βγάλει την Ευρώπη από τη χειρότερη κρίση της ιστορίας της. Πέραν, όμως, της Ιστορίας, η καγκελάριος θα έχει να αντιμετωπίσει και πιο πεζά, καθημερινά προβλήματα, καθώς, αν επιβεβαιωθούν τα σημερινά στοιχεία και μετρήσεις, θα έχει κυβερνητικό εταίρο τους Φιλελεύθερους (FDP), οι οποίοι στην ίδια θέση την περίοδο 2009-2013 βρίσκονταν σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη στα δεξιά τόσο του Σόιμπλε όσο και των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών της CSU. Τούτων λεχθέντων, να θυμίσουμε ότι η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βρίσκεται σε συνεχή πτώση, με ανοιχτό πλέον το ενδεχόμενο να μην εισέλθει στη Βουλή, καθώς δεν θα συγκεντρώσει το πλαφόν του 5%, μια προοπτική που θα αυξήσει το περιθώριο ελιγμών της Μέρκελ.

Ασύμβατες επιδιώξεις

Εκ πρώτης όψεως οι προτάσεις Μακρόν και Σόιμπλε προβάλλουν ως πλήρως ασύμβατες, καθώς αλληλοαναιρούνται:

  • Ο Μακρόν, στα χνάρια του Ολάντ, προτείνει πολιτική πλαισίωση της Ευρωζώνης με δημοσιονομική ένωση και κοινό προϋπολογισμό, με θέσπιση θέσης υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα με τη συγκρότηση Βουλής του Ευρώ που θα ελέγχει τους νέους θεσμούς. Είναι κάτι περισσότερο από προφανής η βούληση για πολιτική χειραγώγηση των αυτοματισμών της δημοσιονομικής ακαμψίας που έχει επιβάλει το Βερολίνο στην Ευρωζώνη.
  • Στους αντίποδες των παραπάνω βρίσκεται η θέση του Σόιμπλε για αυστηροποίηση της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας με τη μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας από τη χαλαρή Κομισιόν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που θα επιβάλλει κυρώσεις με αυτοματισμό αλγορίθμων!

Η εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας στην Ευρώπη, με επιπλέον άλλοθι τις τοποθετήσεις Τραμπ, είναι το σχέδιο Β της Γαλλίας τόσο επί Ολάντ όσο και επί Μακρόν.

Η συλλογιστική είναι απλή: αν το Βερολίνο απορρίπτει την πολιτική πλαισίωση της Ευρωζώνης, τότε η επόμενη εναλλακτική επιλογή είναι η εμβάθυνση της κοινής άμυνας, που θα συμπαρασύρει την εξωτερική πολιτική και θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα πιέζει για ανάλογες κινήσεις και στην Ευρωζώνη.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και όχι μόνο, το Βερολίνο είναι αλλεργικό επί της ουσίας σε κάθε πρόταση της Γαλλίας για ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας:

  • Πρώτον, με τις επιπρόσθετες αμυντικές δαπάνες που απαιτεί μια αξιόπιστη κοινή ευρωπαϊκή άμυνα ο Σόιμπλε φοβάται ότι θα αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
  • Δεύτερον, η κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική, με δεδομένο ότι η Γαλλία είναι πυρηνική δύναμη, η ισχυρότερη συμβατική στρατιωτική δύναμη στην Ε.Ε., αλλά και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αργά ή γρήγορα θα βελτιώσει υπέρ του Παρισιού τους διμερείς συσχετισμούς με το Βερολίνο, ακόμη και στη διαχείριση της Ευρωζώνης.

Στην απέναντι όχθη

Τα παραπάνω δεν πρέπει να εκληφθούν ως υποτίμηση της δυνατότητας βελτίωσης και ενίσχυσης της κοινής άμυνας στην Ε.Ε., ούτε να εκμηδενίσουν τα αποτελέσματα της προχθεσινής συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες.

Συμπερασματικά μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε ότι το διπλό στοίχημα Μακρόν «μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία - γαλλογερμανικός διάλογος για επανεκκίνηση της ολοκλήρωσης» είναι ένα ανοιχτό στοίχημα.

Ο Μακρόν γνωρίζει πού απέτυχαν ο Σιράκ, ο Σαρκοζί και ο Ολάντ, αλλά η αίσθηση του κινδύνου δεν αρκεί, καθώς η απάντηση για το αν ο νέος Πρόεδρος μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό βρίσκεται στην απέναντι όχθη του Ρήνου…