Το δράμα των τραπεζών - Free Sunday
Το δράμα των τραπεζών

Το δράμα των τραπεζών

Η σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών εκκολάφθηκε μέσα σε ένα σενάριο το οποίο ευθέως ανταγωνίζεται τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις των τραγικών ποιητών. Ελληνική κρίση χρέους, ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή οικονομία, αυστηρή γερμανική ηγεσία, ανίκανες διοικήσεις, λαϊκίστικη πολιτική και ένα κράτος-βαρίδι συνηγόρησαν ώστε να μετατραπούν οι τράπεζες σε πιστωτικά ιδρύματα-ζόμπι τα οποία εδώ και οκτώ χρόνια αδυνατούν να ορθοποδήσουν.

Το τραπεζικό σύστημα είναι εγγενώς πιο ευαίσθητο στις περιοδικές κρίσεις από άλλους τομείς της οικονομίας εξαιτίας της άρρηκτης σύνδεσής του με την απόδοση των βασικών δεικτών της χώρας. Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση με τη συνεπαγόμενη ελευθερία μεταφοράς κεφαλαίων εκμηδένισε τα όποια στεγανά παρείχε η εθνική πολιτική στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Τα ελαφρυντικά αυτά, παρ’ όλη τη σοβαρότητά τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει για άλλη μια φορά ο τραπεζικός τομέας.

Το ψέμα

Το πρώτο κύμα ανακεφαλαιοποιήσεων ήρθε για να κλείσει τις ζημιές από τις απομειώσεις ομολόγων και την κατάρρευση της κερδοφορίας στα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Αυτό οδήγησε σε εθνικοποίηση των τραπεζών και εκμηδενισμό της χρηματιστηριακής τους αξίας. Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, η οποία έφερε τις τράπεζες στα χέρια ξένων κυρίως θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών. Υπό μια περίεργη έννοια, αυτή θα αποδειχθεί η πιο πετυχημένη ιδιωτικοποίηση της κυβέρνησης, από την οποία το κράτος μέσω της συμμετοχής του ΤΧΣ απώλεσε δεκάδες δισεκατομμύρια.

Η επίσημη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα επικεντρώνεται στο ότι δεν μπορεί το κόμμα να ευθύνεται για την πολυετή κακομεταχείριση των τραπεζών και της οικονομίας και άρα η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτό είναι ένα ψέμα. Το ξεπούλημα του τραπεζικού τομέα θα είχε αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση δεν έφερνε τα capital controls και την ασφυξία στη ρευστότητα. Τα χρήματα των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων φορτώνουν το δημόσιο χρέος και δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανακτηθούν. Εάν η κυβέρνηση είχε αποφύγει τους παλιμπαιδισμούς και είχε πουλήσει σε πιο συμφέρουσες τιμές, θα είχε πιθανώς καταφέρει να χρηματοδοτήσει πιο άνετα τον προϋπολογισμό ή ακόμα και να μειώσει το χρέος. Αναρωτιέται κανείς εάν η μεστωμένη πλέον ηγετική ομάδα του Μαξίμου θα επαναλάμβανε την ίδια τακτική με την ύστερη γνώση.

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο

Η κυβέρνηση κατάφερε ωστόσο με αμείλικτη αποφασιστικότητα και αριστουργηματική διαβουκόληση του πληθυσμού να δώσει στο τραπεζικό σύστημα μια ανέλπιστη βοήθεια μέσω των πλειστηριασμών ακινήτων. Γιατί είναι όμως τόσο σημαντική αυτή η εξέλιξη; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι ένα στα δέκα κόκκινα δάνεια της Ευρωζώνης είναι ελληνικό. Αυτό ισχύει λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν ότι η ελληνική οικονομία αντιπροσωπεύει το 2% της ευρωπαϊκής. Το ζήτημα των κόκκινων δανείων ήταν από την αρχή της κρίσης ο ελέφαντας στο δωμάτιο για τις διοικήσεις των τραπεζών και τις κυβερνήσεις. Τα κόκκινα δάνεια αποτελούν κομμάτι της περιουσίας των τραπεζών μέχρις ότου αναγνωριστούν ως απώλειες. Για να το αποφύγουν αυτό, οι τράπεζες πραγματοποίησαν τα προηγούμενα χρόνια τις λεγόμενες προβλέψεις, με τις οποίες άφησαν στην άκρη ένα κομμάτι των κεφαλαίων τους για να καλύψουν πιθανές απώλειες. Όπου δεν υπήρχαν ενέχυρα, όπως κυρίως σε καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, οι τράπεζες ακολούθησαν τις τακτικές των διαγραφών και όλο και περισσότερο της πώλησης των δανείων σε funds και εισπρακτικούς οργανισμούς. Η διαφορά μεταξύ του ποσού ανάκτησης και του δανείου αναγνωρίζεται ως ζημία. Η λύση αυτή μειώνει βεβαίως τον αριθμό των κόκκινων δανείων, αλλά αφαιρεί και χαμηλής ποιότητας έστω στοιχεία του ενεργητικού.

Τα στεγαστικά δάνεια αποτελούν ωστόσο ένα πιο ευαίσθητο κομμάτι, αφού τα περισσότερα έχουν ως ενέχυρα σπίτια πολιτών και ως εκ τούτου οι δανειστές πίεσαν για τη διεξαγωγή πλειστηριασμών, οι οποίοι θα οδηγήσουν σε ανάκτηση κάποιου έστω ποσού και άρα σε μικρότερες ζημιές. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη με την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων, τις πιέσεις του ΔΝΤ και τη διαβεβαίωση της ΕΚΤ για ταχύτερα stress tests. Η εξέλιξη των πλειστηριασμών θα προσδώσει πληροφορίες στην αγορά για την αξία του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η κυβέρνηση δείχνει ότι έχει την πυγμή και την τόλμη να εκτελέσει τις επιθυμίες της τρόικας, διασπώντας τις κόκκινες γραμμές των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμα και Σαμαρά. Σε πρώτη φάση, φαίνεται οι δεσμεύσεις για στοχοποίηση μόνο συστηματικών κακοπληρωτών να μην τηρούνται κατά γράμμα. Και είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι δεν θα υπάρξουν παράπλευρες απώλειες σε μια τέτοια οριζόντια διαδικασία.

Οι υποσχέσεις για μαζικές διαγραφές χρεών δεν είναι μια επιλογή στο τραπέζι, αφού κάτι τέτοιο θα καταργούσε την τραπεζική πίστη. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν οι τράπεζες πωλούσαν τα δάνεια στους ιδιώτες με την ίδια έκπτωση που τα δίνουν σε funds. Η ίδια η διαδικασία της δανειοδότησης θα γινόταν ένας τραγέλαφος, ενώ θα υπήρχε μια σειρά τρομερών αδικιών στην κοινωνία σε σχέση με όσους έχουν ήδη χάσει τα σπίτια τους. Για τις τράπεζες αυτή η λύση θα αποτελούσε δίκοπο μαχαίρι, αφού οι πολίτες θα χρησιμοποιούσαν εν πολλοίς καταθέσεις για την αγορά οι οποίες λειτουργούν ως δανεισμός προς το τραπεζικό σύστημα. Αποτελεί άλλωστε παγκόσμια πρακτική το να μη δίνονται οι ίδιοι όροι σε φυσικά πρόσωπα και θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν τεχνογνωσία, οικονομίες κλίμακας κ.λπ.

Μείωση επιρροής

Για τις τράπεζες ο προφανής κίνδυνος είναι να χρειαστούν νέα κεφάλαια για να καλύψουν μια ακόμη αποτυχία. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, δεν έχει τεθεί από καμία μεριά θέμα φερεγγυότητάς τους, τη στιγμή μάλιστα που έχουν καταφέρει να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ακριβό ELA. Η μεγάλη απώλεια ωστόσο αυτής της διαδικασίας δεν έχει γίνει ουσιαστικά αντιληπτή, αν και έχει τις σημαντικότερες μακροχρόνιες συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη χώρα. Οι τράπεζες βλέπουν μέσω μιας παρατεταμένης διαδικασίας απομόχλευσης την περιουσία τους να μικραίνει συνεχώς, σε σημείο που η σχέση ενεργητικού προς ΑΕΠ να είναι 35% χαμηλότερη απ’ ό,τι το 2007. Καθώς οι τράπεζες ξεφορτώνονται τα βαρίδια της κρίσης, γίνονται πιο υγιείς, αλλά παράλληλα και μικρότερες. Αυτό θα έχει επίπτωση στα επιχειρηματικά τους πλάνα και, όπως συνεπάγεται, στον αριθμό των εργαζομένων. Η πώληση των δραστηριοτήτων του εξωτερικού αποτελεί τρανό παράδειγμα της μείωσης της επιρροής τους.

Σε εθνικό επίπεδο θα είναι πολύ δύσκολο για τη χώρα να βασίσει την ανάπτυξή της σε ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο δεν θα έχει το ειδικό βάρος να παρέχει την απαραίτητη βοήθεια. Στο μέλλον θα χρειαστεί μία ακόμα «αναπτυξιακή» αύξηση κεφαλαίου, στόχος της οποίας θα είναι όχι το κλείσιμο μιας τρύπας (όπως αυτή των 8-10 δισ. που έχει δημιουργηθεί τώρα) αλλά η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω επενδύσεων. Είναι αμφίβολο ότι οι ξένοι επενδυτές θα είναι διατεθειμένοι να πάρουν τέτοιο ρίσκο, ιδίως από τη στιγμή που ελέγχουν ήδη τα πιστωτικά ιδρύματα. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος όπου το κράτος περιμένει από τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία για να έρθει η ανάπτυξη και οι τράπεζες αναμένουν ένα ευνοϊκότερο οικονομικό κλίμα για να αναλάβουν το απαραίτητο ρίσκο. Και είναι σαφές πλέον ότι η λύση της θεόσταλτης ευρωπαϊκής βοήθειας θυμίζει περισσότερο ευχολόγιο παρά σοβαρή εθνική πολιτική. Η Ευρωζώνη έχει πετύχει άλλωστε τον βασικό της σκοπό, την πειθήνια συμμόρφωση και αναπόφευκτη επαναβαλκανοποίηση της άτακτης Ελλάδας.

*Ο Φάνης Βαρτζόπουλος εργάζεται ως χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο. E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. Twitter: FanisVar. Linkedin: Fanis Vartzopoulos.