Ένας χρόνος Τραμπ - Free Sunday
Ένας χρόνος Τραμπ

Ένας χρόνος Τραμπ

Έναν χρόνο μετά την είσοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, στις 21 Ιανουαρίου 2017, οι αβεβαιότητες που είχαν σκιάσει τις ΗΠΑ στη μεταβατική περίοδο από την επαύριον των εκλογών μέχρι την παραλαβή της σκυτάλης από τον Ομπάμα, αντί να διαλυθούν, πύκνωσαν.

Σήμερα ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να διακινδυνεύσει πρόγνωση για το πόσο θα παραμείνει ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αν θα ολοκληρώσει δηλαδή τη θητεία του ή αν αποχωρήσει παραιτούμενος ή μετά από καθαίρεσή του από τη Γερουσία.

Θολός παραμένει ο ορίζοντας και σχετικά με το αν ο Τραμπ αποτελεί μια εξαίρεση στην κανονικότητα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ ή αν αποτελεί παροξυσμική μορφή, καρικατούρα μιας ευρύτερης αντισυστημικής αμφισβήτησης η οποία αργά ή γρήγορα θα βρει εκπροσώπους στα δεξιά ή στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Με άλλα λόγια, αν θα υπάρξει ένας νέος Σάντερς στους Δημοκρατικούς ή ένας πιο σοβαρός Τραμπ στους Ρεπουμπλικάνους.

Εκεί όπου η ανησυχία αφορά τις παγκόσμιες ισορροπίες είναι αν η εσωστρεφής αναδίπλωση των ΗΠΑ γύρω από το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» δημιουργεί μια μη αντιστρέψιμη αποσταθεροποίηση ή μια νέα σταθερότητα με ωφελημένους τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Μεταξύ ομηρίας και αποπομπής

Οι τελευταίες κινήσεις του ειδικού ανακριτή Μίλερ που διερευνά την υπόθεση εμπλοκής του Κρεμλίνου υπέρ του Τραμπ στην προεδρική εκλογή του 2016 δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι χτίζει νομικά την εμπλοκή του ίδιου του Προέδρου, έχοντας παραμερίσει την άλλη επιλογή, την απόδοση ευθυνών στον στενό κύκλο συνεργατών του.

Με αυτό το δεδομένο το ερώτημα γίνεται πολιτικό, κατά πόσο δηλαδή το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο θα απαγγείλει κατηγορία παραπομπής του Τραμπ σε δίκη ενώπιον της Γερουσίας και, πολύ περισσότερο, αν θα υπάρξει πλειοψηφία για την καθαίρεσή του.

Η ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων στο κόμμα και στο Κογκρέσο δεν τρέφει καμία συμπάθεια για τον Τραμπ, τον οποίο θεωρεί αλεξιπτωτιστή που υπέταξε τα συμφέροντα μιας ιστορικής παράταξης στην προσωπική του ατζέντα.

Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: Μπορούν οι Ρεπουμπλικάνοι να απαλλαγούν από τον Τραμπ χωρίς να οδηγηθούν σε συντριπτική ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου χάνοντας τον έλεγχο και της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας και κλειδώνοντας έτσι την ήττα τους στην προεδρική εκλογή του 2020;

Τι έχει μεγαλύτερο κόστος, η αποπομπή του Τραμπ από μια ρεπουμπλικανική πλειοψηφία ή η ανοχή, παρά τις όποιες μετά βεβαιότητας εντυπωσιακές εξελίξεις στη δικαστική έρευνα; Δυστυχώς για τους Ρεπουμπλικάνους, όποια και αν είναι η επιλογή τους, το υψηλό πολιτικό κόστος φαίνεται αναπόφευκτο.

Από τη Φλόριντα στον Τραμπ

Το φαινόμενο Τραμπ κανονικά δεν έπρεπε να έχει αιφνιδιάσει. Στην αντισυστημική του δημαγωγική ρητορική βρίσκονται σαφείς αναφορές στη θεματολογία της εκστρατείας του Ομπάμα το 2008 τόσο για τις προκριματικές όσο και για την προεδρική εκλογή. Εάν αντίπαλός του ήταν ο Σάντερς ή κάποιος με παρεμφερή ιδεολογική-προγραμματική πλατφόρμα, ο Τραμπ θα είχε ηττηθεί.

Το ότι οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει σε μια περίοδο κρίσης του πολιτικού συστήματός τους είχε φανεί από την προεδρική εκλογή του 2000, όταν ο απερχόμενος τότε αντιπρόεδρος και υποψήφιος των Δημοκρατικών Γκορ αμφισβητούσε την καταμέτρηση των ψήφων στην Πολιτεία της Φλόριντας.

Τότε ο Γκορ τερμάτισε την αμφισβήτηση και αποδέχτηκε ως νικητή τον Μπους πιεζόμενος προφανώς απ’ όλους όσοι φοβούνταν ότι μια παρατεταμένη αμφισβήτηση θα είχε ανεξέλεγκτες επιπτώσεις. Σήμερα ουδείς περιμένει παρόμοια θεσμική συμπεριφορά από τον Τραμπ.

Με δυο λόγια, είτε ο Τραμπ θα εξαντλήσει την τετραετία στον Λευκό Οίκο σε συνεχή ομηρία από το πόρισμα μιας εισαγγελικής έρευνας που θα στοιχειοθετεί ανάρμοστη σχέση με τη Μόσχα αλλά και απόπειρα παρεμπόδισης της Δικαιοσύνης είτε θα αποπεμφθεί από τη Γερουσία.

Εκτός αν για να αποφύγει ποινικές ευθύνες διαλέξει τον δρόμο του Νίξον, που παραιτήθηκε πριν παραπεμφθεί για το Γουότεργκεϊτ, έχοντας εξασφαλίσει την αμνήστευσή του από τον διάδοχό του Φορντ.

Πρώτα η Αμερική

Ως διπλωματία της σύγχυσης θα μπορούσε να ονομαστεί η εξωτερική πολιτική Τραμπ. Μιας σύγχυσης από την οποία ωφελούνται μέχρι στιγμής η Μόσχα στη Μέση Ανατολή και το Πεκίνο στην ευρύτερη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, με την Ευρώπη πολυδιασπασμένη και βραχυκυκλωμένη να χάνει μια ουσιαστική ευκαιρία εξισορρόπησης της διατλαντικής σχέσης.

Σήμερα στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν ακυρώσει τα προσεκτικά βήματα για προσέγγιση με το Ιράν των Ομπάμα-Κέρι και έχουν προσδεθεί μονομερώς στον άτυπο άξονα Ισραήλ - Σαουδικής Αραβίας.

Σε πλήρη αντίστιξη με τις ΗΠΑ, που βρίσκονται στο ναδίρ της επιρροής τους, η Μόσχα έχει συμμάχους και όχι μόνο: όλοι οι δυσαρεστημένοι από τις αντιφάσεις της Ουάσινγκτον αναζητούν προσέγγιση με το Κρεμλίνο.

Εκεί όμως όπου το «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ έγινε μπούμερανγκ σε βάρος ζωτικών αμερικανικών συμφερόντων είναι η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Ευλόγα χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες αλλά και η Μαλαισία διερωτώνται πού βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος και απειλή: Στην προσπάθεια του Πεκίνου να προβάλει τη γεωπολιτική του ισχύ σε περιφερειακό επίπεδο από την Ταϊβάν, τη Νότια Σινική Θάλασσα μέχρι και την Κορεατική χερσόνησο; Ή στον ιδιότυπο προστατευτισμό-απομονωτισμό του Τραμπ που απειλεί τις εξαγωγές τους με δασμολογικά τείχη και αντίμετρα, μια επιλογή που υπαγορεύει προσέγγιση με το Πεκίνο, που βρίσκεται πλέον να έχει την ευχέρεια να προβάλλει ως εγγυητής μιας ανοιχτής περιφερειακής και παγκόσμιας αγοράς;

Ένα είναι βέβαιο: αν δεν μπορούμε να χρεώσουμε αποκλειστικά στον Τραμπ την κρίση του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ και τις αντιφάσεις της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας της Ουάσινγκτον, μπορούμε με βεβαιότητα να διαπιστώσουμε ότι ο σημερινός Πρόεδρος του Λευκού Οίκου επιδείνωσε δραματικά μια ήδη αδιέξοδη συγκυρία και στα δύο μέτωπα.