Τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας εξακολουθούν να είναι μπροστά μας - Free Sunday
Τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας εξακολουθούν να είναι μπροστά μας

Τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας εξακολουθούν να είναι μπροστά μας

Το κλίμα πανηγυρισμού που προσπαθεί να δημιουργήσει το Μαξίμου ενόψει της επίσημης εξόδου της Ελλάδας από το πρόγραμμα-μνημόνιο δεν φαίνεται, προς το παρόν, να επικρατεί στην επικοινωνία και στην πολιτική. Αντίθετα, εκφράζεται ένας δικαιολογημένος προβληματισμός από τη ΝΔ, η οποία βλέπει ένα σημαντικό μέρος των θυσιών του ελληνικού λαού να πηγαίνει χαμένο, άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επιμένουν αριστερά και καταγγέλλουν την προγραμματισμένη σκλήρυνση της οικονομικής πολιτικής. Τη σύγχυση επιτείνουν παρεμβάσεις ξένων παραγόντων και ρεπορτάζ του διεθνούς έγκυρου Τύπου –κυρίως του γερμανικού– που δημιουργούν την εντύπωση ότι όλα μπορούν να συμβούν. Από το να παραταθεί για λίγους μήνες το πρόγραμμα-μνημόνιο λόγω αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα συμφωνηθέντα μέχρι να καθυστερήσει ξανά η αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία αποφασίστηκε σε πολιτικό επίπεδο στα τέλη του 2012…

Ανεξάρτητα από το τι ακριβώς θα συμβεί, η γενική εικόνα είναι μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας που εξακολουθούν, με ευθύνη του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, να έχουν τα περισσότερα δύσκολα μπροστά τους.

Την επόμενη τετραετία

Ο κ. Τσίπρας διαχειρίστηκε τον πολιτικό χρόνο με έναν τρόπο που μετέτρεψε το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο από εμπροσθοβαρές, που ήταν στον σχεδιασμό του, σε μια σειρά σημαντικών εκκρεμοτήτων, οι οποίες συνεχίζονται πέρα από το επίσημο τέλος του προγράμματος-μνημονίου και φτάνουν στα τέλη αυτής της τετραετίας ή καλύπτουν χρονικά μέρος της επόμενης τετραετίας.

Πρόκειται για ένα ζήτημα τεράστιας σημασίας, το οποίο πλήττει την αξιοπιστία της κυβέρνησης, των ευρωπαϊκών θεσμών που της επέτρεψαν να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο, ενδεχομένως και του πολιτικού συστήματος. Πλησιάζουμε σε ένα σταυροδρόμι, στο οποίο θα συναντηθούν οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για το επίσημο τέλος του προγράμματος-μνημονίου με τη διαπίστωση εκατομμυρίων συμπολιτών μας ότι η οικονομική και κοινωνική καθημερινότητά τους θα γίνει πιο δύσκολη εξαιτίας των μαζικών πλειστηριασμών ακινήτων, της μεγάλης μείωσης των κύριων συντάξεων και της επίσης μεγάλης μείωσης του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα. Άλλα θα λένε οι κυβερνώντες και άλλα θα παρατηρούν οι πολίτες, με σοβαρό κίνδυνο να ενισχυθούν οι κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.

Το πέρασμα σημαντικών εκκρεμοτήτων στην περίοδο που ακολουθεί το επίσημο τέλος του προγράμματος-μνημονίου κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη δυναμική και σε βάθος χρόνου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Τα άλυτα προβλήματα

H Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και ανεπίσημα η Ισπανία, σε ό,τι αφορά το τραπεζικό της σύστημα, μπήκαν και βγήκαν από το πρόγραμμα-μνημόνιο σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Μέσα σε μία τριετία έλυσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και μπήκαν σε μια νέα περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Την τελευταία τριετία το ιρλανδικό ΑΕΠ αυξήθηκε γύρω στο 14%, το ισπανικό λίγο πάνω από 10%, το πορτογαλικό και το κυπριακό 7% έως 8%, ενώ το ελληνικό έμεινε στάσιμο. Το χειρότερο είναι ότι προσπαθούμε να ξεκινήσουμε τη μεταμνημονιακή μας πορεία χωρίς να έχουμε απαλλαγεί από βασικά διαρθρωτικά προβλήματα.

Ο οικονομικός ρόλος του κράτους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες, αυξήθηκε μετά το 2010 με έναν αξιοπερίεργο τρόπο. Υπήρξε σοβαρός έλεγχος των δημοσίων δαπανών στο πλαίσιο δημοσιονομικής αυστηρότητας που ήταν σε πολλές περιπτώσεις ισοπεδωτική, αλλά αποδυναμώθηκε πολύ περισσότερο ο παραγωγικός ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι η δυσκολία χρηματοδότησης του Δημοσίου από τον ιδιωτικό τομέα είναι σήμερα μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν πριν από την ένταξή μας σε πρόγραμμα-μνημόνιο, ενώ ο ρόλος των δημοσίων δαπανών και φυσικά των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου προσδιορίζει σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό την πορεία της οικονομίας.

Ανάλογη αρνητική εξέλιξη παρατηρείται σε ό,τι αφορά την υπερβολική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την ιδιωτική κατανάλωση. Η εξάρτηση αυτή μεγάλωσε, αν και η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε κατά μέσο όρο γύρω στο 25% επειδή κατέρρευσαν οι επενδύσεις, που μειώθηκαν σε ποσοστό 60%-65%. Έχουμε, λοιπόν, το παράδοξο να είναι σήμερα η ελληνική οικονομία περισσότερο καταναλωτική, παρά τη μεγάλη πτώση της κατανάλωσης μετά το 2010.

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει υπογράψει στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος-μνημονίου σημαντικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και σε ό,τι αφορά την οργάνωση της Δικαιοσύνης, χωρίς να έχει γίνει τίποτα ουσιαστικό. Η δημόσια διοίκηση είναι σήμερα περισσότερο γραφειοκρατικά αδιάφορη και περισσότερο κομματική απ’ ό,τι ήταν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Η Δικαιοσύνη συνέχισε μια πορεία από το κακό στο χειρότερο, με βασικά χαρακτηριστικά τις κυβερνητικές παρεμβάσεις και τη δημιουργία φιλοκυβερνητικών φατριών που δίνουν την εντύπωση παρακράτους, ενώ σε ό,τι αφορά τους επενδυτές, μικρούς και μεγάλους, Έλληνες και ξένους, τα αντικίνητρα έχουν αυξηθεί, εφόσον η απόδοση της Δικαιοσύνης έχει γίνει περισσότερο χρονοβόρα, σύνθετη και ακριβή για τους ενδιαφερόμενους.

Όλα αυτά μετράνε στην οικονομική προοπτική της χώρας και στέκονται εμπόδιο στο πέρασμα σε μια νέα περίοδο δυναμικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, το σύνολο των επενδύσεων στην Ελλάδα αναλογούν, σε ετήσια βάση, γύρω στο 12% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι της τάξης του 20%. Θα πρέπει να διπλασιάσουμε τις επενδύσεις σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ για να αρχίσουμε να καλύπτουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τους Ευρωπαίους εταίρους, που είναι ταυτόχρονα ανταγωνιστές, οι οικονομίες των οποίων βρίσκονται στον πέμπτο χρόνο σταθερής ανάπτυξης και γι’ αυτό έχουν απορροφήσει πλήρως την πρόσθετη ανεργία που δημιούργησε η κρίση του 2008. Είναι πρακτικά αδύνατο να φτάσουμε σε έναν διπλασιασμό επενδύσεων στη βάση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας με όλα αυτά τα βαρίδια που περιγράψαμε.

Νέου τύπου εμπόδια

Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργούνται ή μπορεί να δημιουργηθούν νέα εμπόδια στη δυναμική οικονομική ανάπτυξη. Είναι φανερό ότι το λεγόμενο brain drain, το οποίο ενισχύεται χρόνο με τον χρόνο, συνδυάζεται με τη δημογραφική γήρανση, για να περιορίσουν τον ενεργό πληθυσμό και μαζί με αυτόν την προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Ένας νέος παράγοντας αβεβαιότητας για την οικονομία είναι το πολιτικά σύνθετο ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από διάφορες κρίσεις που εξελίσσονται ταυτόχρονα. Στην Ιταλία επικράτησαν εκλογικά οι λαϊκιστές στη βάση του ευρωσκεπτικισμού και του αντιευρωπαϊσμού. Στην Ισπανία συνεχίζεται η κρίση μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης. Το Brexit βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια το οικονομικό κόστος του για την Ε.Ε. και την Ελλάδα. Η στροφή πολλών ευρωπαϊκών χωρών προς τη σκληρή και την άκρα Δεξιά, από την Αυστρία μέχρι την Πολωνία και την Ουγγαρία, κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη συνεννόηση για την επανεκκίνηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία τόσο μας ενδιαφέρει. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αξιοποίησε την καλή ευρωπαϊκή πενταετία και παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι μια πολιτική αναστάτωση στην Ιταλία και στην Ευρωζώνη ή η συνέχιση της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες.

Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί είναι, στις συνθήκες που περιγράψαμε, εκτός τόπου και χρόνου και γι’ αυτό πολύ δύσκολα θα δημιουργήσουν επικοινωνιακή και, κυρίως, πολιτική δυναμική. Πολλά σημαντικά οικονομικά προβλήματα εξακολουθούν, δυστυχώς, να είναι μπροστά μας.