Το ελληνικό σισύφειο δράμα – Από το Grexit στην έξοδο στις αγορές; - Free Sunday
Το ελληνικό σισύφειο δράμα – Από το Grexit στην έξοδο στις αγορές;

Το ελληνικό σισύφειο δράμα – Από το Grexit στην έξοδο στις αγορές;

Την Παρασκευή 20 Απριλίου υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του ΔΝΤ, του ESM και της ΕΚΤ, καθώς και κορυφαίοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, συναντήθηκαν για να συζητήσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αλλά και για να αποφασίσουν τι θα γίνει με τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Μετά, στις 27 Απριλίου, το Eurogroup συνεδρίασε στη Σόφια της Βουλγαρίας για να μελετήσει όρους για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση και τα υπόλοιπα βήματα της εμπλοκής του «επίσημου τομέα» (official sector involvement – OSI), που είναι ο τεχνικός όρος για την ελάφρυνση του χρέους που αφορά τον δημόσιο τομέα. Πριν ληφθούν αποφάσεις για την παρακολούθηση και το OSI, το Eurogroup διαβεβαίωσε τους δανειστές ότι η Ελλάδα πρώτα θα πρέπει να υλοποιήσει τα εκκρεμή προαπαιτούμενα που ορίζονται από το τρίτο πρόγραμμα. Με 88 εναπομείναντα προαπαιτούμενα, το πρόγραμμα κάθε άλλο παρά έχει ολοκληρωθεί και το χρονοδιάγραμμα είναι εξαιρετικά «σφιχτό».

Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε μια συνέντευξή του στους «Financial Times» στις 27 Απριλίου παραδέχτηκε ότι με την έναρξη της μεταμνημονιακής περιόδου μετά τον Αύγουστο του 2018 «οι αποστολές παρακολούθησης της Ε.Ε. πιθανόν να είναι πιο συχνές από τις δύο ετήσιες αξιολογήσεις που προβλέπονται για τις χώρες που έχουν ολοκληρώσει προγράμματα. Είναι πιθανές τρεις ή τέσσερις επισκέψεις, αντί για δύο». Με άλλα λόγια, ως αντάλλαγμα για το OSI, η παρακολούθηση θα είναι επαυξημένη, ώστε να επιβεβαιώνει ότι συνεχίζονται οι μεταρρυθμίσεις. Ο Τσακαλώτος, στην πραγματικότητα, έρχεται σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος μιλά για «καθαρή έξοδο», εννοώντας μια περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018 χωρίς υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι δανειστές ή όρους που αφορούν τη χώρα και ειδικότερα την κυβέρνησή του.

Ξεκάθαρα, βλέπουμε να έρχεται μια νέα υβριδική συμφωνία, σχεδιασμένη από τον ESM, την ΕΚΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ, για την επίβλεψη της Ελλάδας μετά τον Αύγουστο του 2018. Ο στόχος της είναι να διασφαλίσει ότι είτε η παρούσα είτε η επόμενη κυβέρνηση/κυβερνήσεις συμμορφώνονται με τους κανόνες. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: αυτή τη φορά η ορολογία πρέπει να αλλάξει. Κανείς δεν θέλει να ξανακούσει λέξεις όπως «λιτότητα», «μνημόνιο», «νέο πρόγραμμα», ούτε θέλει να διαβάσει αρθρογραφία για το πόσο οι δαπανηρές αποτυχίες των προγραμμάτων κοστίζουν στους Ευρωπαίους φορολογούμενους.

Όσο για το πώς θα προχωρήσουν τα πράγματα, το τρέχων σαιξπηρικό δράμα περιλαμβάνει δύο επιλογές που για άλλη μια φορά βάζουν την Ελλάδα μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Η λιγότερο οδυνηρή, που αποκαλείται «το γαλλικό κλειδί», συνδέει τον μελλοντικό ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης με δόσεις αποπληρωμής του χρέους. Η πιο σκληρή συνδέει σταδιακή ελάφρυνση του χρέους με προαπαιτούμενους όρους – με άλλα λόγια, περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Τώρα, πιο πιθανή φαίνεται η δεύτερη επιλογή. Εν τω μεταξύ, το ΔΝΤ πιέζει για πιο άμεση και χωρίς όρους ελάφρυνση του χρέους, καθώς έχει αμφιβολίες τόσο για τη σταδιακή προσέγγιση που προωθούν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Γαλλία όσο και για την ολλανδογερμανική ελάφρυνση χρέους υπό όρους. Αυτή η στάση περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Με δυο λόγια, αυτή τη φορά οι πάντες θα πρέπει να προβάλουν κάποιον βαθμό ικανοποίησης για τρεις λόγους:
• Με τις ευρωεκλογές να προγραμματίζονται για τον Μάιο του 2019, οι πολιτικοί της Ευρωζώνης θα πρέπει να πουν στους ψηφοφόρους τους ότι τελικά το ελληνικό πρόγραμμα πέτυχε.
• Η ελληνική κυβέρνηση του ριζοσπαστικά αριστερού ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να στείλει μήνυμα στους ψηφοφόρους ότι μια έξοδος στις αγορές είναι εφικτή –δηλαδή «καθαρή έξοδος»– και ότι ο χρόνος για να εγκαταλειφθεί η λιτότητα έφτασε (στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση σχεδιάζει μια γιορτή στην πλατεία Συντάγματος για να γιορτάσει την «έξοδο στις αγορές» – απόδειξη ότι στη χώρα μου ο λαϊκισμός έχει και κάποια πλάκα).
• Τέλος, το ΔΝΤ θα πρέπει να πείσει τον κόσμο ότι πάντα μπορεί να παίξει έναν δημιουργικό και κρίσιμο ρόλο, ακόμα και ως «φρουρός», αφού αποφάσισε να απόσχει από το τρίτο πρόγραμμα.

Μια πιστωτική γραμμή υποστήριξης της χώρας για δανεισμό από τις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια πλέον έχει αποκλειστεί. Η διασφάλιση κάτι τέτοιου θα απαιτούσε να εγκριθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια πολλών χωρών της Ευρωζώνης, κάτι που επί του παρόντος θεωρείται μη εφικτό. Θα ήταν σαν ομολογία ότι ακόμα και το τρίτο πρόγραμμα απέτυχε.

Αφού η μοναδική επιλογή είναι όλοι οι παίκτες να παραστήσουν ότι βαίνουμε προς καθαρή έξοδο, αυτό που απομένει είναι να βρεθεί μια μαγική φόρμουλα που θα γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ των δανειστών σχετικά με κρίσιμες μακροπρόθεσμες παραμέτρους. Αυτές περιλαμβάνουν μια συμφωνία για τις τάσεις του ρυθμού ανάπτυξης και των πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι κρίσιμο η συμφωνία να στείλει μήνυμα στις αγορές ότι το επίπεδο του OSI θα επιτρέψει στην Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκιο που δεν θα καταστήσει μη βιώσιμο το χρέος στο μέλλον.

Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ περιέκοψε την πρόβλεψη για την ανάπτυξη στην Ελλάδα και πλέον εκτιμάται ότι η οικονομία θα επεκταθεί κατά 2% το 2018, αντί για 2,6% που προβλεπόταν νωρίτερα. Ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 0,7% για το 2018, αντί για 1,3% νωρίτερα. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη έως το 2022 είναι κάτω από το 2%. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ελληνική οικονομία, παρά τα δέκα χρόνια ύφεσης, δεν μπορεί να επεκταθεί σημαντικά. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα αναιμικοί και σίγουρα ανεπαρκείς για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και να κάνουν το χρέος βιώσιμο μακροπρόθεσμα.

Την περασμένη εβδομάδα ο Πολ Τόμσεν, διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, παραδέχτηκε ότι οι ουρανοϋψείς φόροι έχουν πλήξει την ανάπτυξη. Από την πλευρά της, η γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί δραματικά για να επιτευχθούν –και ξεπεραστούν– οι στόχοι του προγράμματος, μια εξέλιξη που η ίδια δεν απέδωσε στην εφαρμογή των συμβουλών του ΔΝΤ – αντιθέτως, ήταν μια επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης. Όντως, είναι απορίας άξιον γιατί η Ελλάδα ήταν στ’ αλήθεια υπό στενή επιτήρηση τα τελευταία τρία χρόνια και την ίδια στιγμή η κυβέρνηση απόλαυσε κάποια ελευθερία στη δημοσιονομική πολιτική (η οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν εξαιρετικά αυστηρή για μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς). Ας έχουμε υπόψη ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2016 και το 2017 «απογειώθηκαν» στο 4% και 4,2% αντίστοιχα, λόγων των πολύ υψηλών φόρων και της συμμετοχής της κοινωνικής ασφάλισης.

Στο ίδιο κλίμα, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού για το α΄ τρίμηνο του 2018 ήταν πλεόνασμα 2,3 δισ. ευρώ, περισσότερο από 1,2 δισ. πάνω από τους στόχους, λόγω χαμηλότερων των προβλέψεων δημοσίων επενδύσεων. Από την άλλη, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2018 τα ληξιπρόθεσμα χρέη ιδιωτών αυξήθηκαν κατά 2,6 δισ. ευρώ. Πράγμα που μας φέρνει στον πυρήνα του προβλήματος που οι θεσμοί και οι δανειστές μοιάζουν να (ή παριστάνουν ότι) αγνοούν: τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα χρεοκοπούν την ιδιωτική οικονομία και μειώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης. Το έλλειμμα ύψους 2 δισ. ευρώ της χώρας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο υποστηρίζει ακόμα περισσότερο αυτή την άποψη. Οι επενδύσεις είναι λιγότερες από τις αποσβέσεις κεφαλαίου – τώρα μόλις στο 11% του ΑΕΠ, που είναι η χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Αποτέλεσμα αυτού, η παραγωγικότητα συνεχώς επιδεινώνεται.

Οπότε, ναι, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μάλλον λίγο περισσότερη «χρηματοπιστωτική μηχανική» του προφίλ του χρέους, ώστε να ταιριάζει με αυτές τις εξελίξεις. Πιο σημαντικό, πρέπει να εξεταστεί τι φορολογικό βάρος μπορεί να αντέξει η χώρα, δεδομένης της κατάστασής της και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ενθάρρυνσης νέων επενδύσεων.

Αυτό που κάνει την επίλυση του ζητήματος του χρέους τόσο δυσλειτουργική είναι ότι κανείς δεν μιλά για τις συνέπειες στους φορολογούμενους και στις επενδυτικές προοπτικές της χώρας στη διάρκεια κρίσιμων οικονομικών συναντήσεων για το μέλλον της Ελλάδας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, καθώς είναι καταδικασμένη σε ανεπαρκείς ρυθμούς ανάπτυξης που πάντα θα εξουδετερώνουν ή θα ακυρώνουν κάθε περιστασιακή συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους. Για μια αληθινή καθαρή έξοδο, θα ανέμενε κανείς την ανάληψη αληθινών μέτρων για την αντιμετώπιση της βαριάς φορολόγησης και της αποεπένδυσης, αντί για τον στραγγαλισμό της αληθινής οικονομίας για την επίτευξη ενός μη ρεαλιστικού πρωτογενούς πλεονάσματος 4,2%.

Και όμως, αυτά τα μέτρα δεν έχουν ακόμα την υποστήριξη κρίσιμων πρωταγωνιστών στην Ε.Ε., καθώς στις 23 Απριλίου ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο και αρμόδιος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την Ένωση των Αγορών Κεφαλαίου, τουίταρε: «Θετικά νέα για την Ελλάδα. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα ξανά ξεπέρασε τους δημοσιονομικούς της στόχους. Το 2017 το πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους προγράμματος έφτασε το 4,2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 1,75% του ΑΕΠ. Καλά νέα ενόψει της λήξης του προγράμματος τον Αύγουστο».

Κλείνοντας, η βιωσιμότητα του χρέους έρχεται μόνο με ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη. Αυτή, με τη σειρά της, είναι αποτέλεσμα μόνιμα υψηλών επενδυτικών ρυθμών και χαμηλής φορολογίας. Μόνο μετά από αυτά επιτυγχάνονται με φυσικό τρόπο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης. Είναι βασικά οικονομικά…

* Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 2/5/2018 στο ιστολόγιο του Brookings Institute (https://www.brookings.edu/blog/up-front/2018/05/02/greeces-sisyphean-drama-from-grexit-to-exit-to-the-markets/).