Τσίπρας: Ο ηγέτης που τα βλέπει όλα ανάποδα - Free Sunday
Τσίπρας: Ο ηγέτης που τα βλέπει όλα ανάποδα

Τσίπρας: Ο ηγέτης που τα βλέπει όλα ανάποδα

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έχει δημιουργήσει μια κακή παράδοση να τα βλέπει όλα ανάποδα. Έχει πέσει έξω σε όλες τις βασικές εκτιμήσεις για τα μεγάλα θέματα και την πορεία των πραγμάτων. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οργάνωσε τη σύγκρουση με την Ευρωζώνη το πρώτο εξάμηνο του 2015 εκτιμώντας ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν τις προτάσεις του για να αποτρέψουν μεγαλύτερη ζημιά στην Ευρωζώνη. Έπεσε έξω στη βασική του εκτίμηση και μας φόρτωσε έναν τεράστιο λογαριασμό για πολλά χρόνια. Έστρωσε το κόκκινο χαλί στον Πρόεδρο της Τουρκίας κ. Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο και θεώρησε ότι η επίσκεψή του σε Αθήνα και Θράκη άνοιγε μια νέα περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ είχαμε ήδη μπει σε φάση αναταράξεων και έντασης.

Ετεροχρονισμός προβλημάτων

Ο κ. Τσίπρας σπατάλησε τριάμισι χρόνια τα οποία ήταν εξαιρετικά δημιουργικά για την Ευρωζώνη και διαχειρίστηκε τον πολιτικό χρόνο με έναν τρόπο που μετέτρεψε το εμπροσθοβαρές τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο σε μια ατελείωτη οικονομική και κοινωνική δοκιμασία η οποία θα συνεχιστεί στη βάση του Συμπληρωματικού Μνημονίου που υπέγραψε πρόσφατα.

Η βασική του εκτίμηση ήταν ότι το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον θα έμενε σταθερά ευνοϊκό, επομένως ο ίδιος μπορούσε να χάσει όσο χρόνο, για την οικονομία, έκρινε πολιτικά σκόπιμο.

Από το 2015 μέχρι σήμερα όλες οι οικονομίες της Ε.Ε. αναπτύχθηκαν ικανοποιητικά έως δυναμικά, με αποτέλεσμα να απορροφηθεί πλήρως η πρόσθετη ανεργία που δημιούργησε η κρίση του 2008. Βασική εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα της επιτυχίας η ελληνική οικονομία, η οποία έχασε, εξαιτίας του κ. Τσίπρα, τη μια αναπτυξιακή ευκαιρία μετά την άλλη και έμεινε στάσιμη. Τώρα που φτάνουμε στο επίσημο τέλος του προγράμματος-μνημονίου και επιχειρούμε την έξοδο προς τις αγορές, διαπιστώνουμε ότι το ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον παρουσιάζει τάσεις σημαντικής επιδείνωσης. Η περίοδος του πολύ φτηνού χρήματος πλησιάζει στο τέλος της με πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και λιγότερο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ιταλική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην ελληνική οικονομία και η διεθνής τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε στη διάρκεια των τελευταίων μηνών περίπου κατά 50% σε σχέση με τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στα οποία ήταν.

Μόνο ένας οικονομικά ανόητος ή πολιτικά ιδιοτελής πρωθυπουργός θα έχανε τόσο πολύτιμο χρόνο θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή και η διεθνής οικονομική συγκυρία θα έμενε σταθερά ευνοϊκή ή δεν θα είχε σημασία για την ελληνική οικονομία ενδεχόμενη επιδείνωσή της. Κατά την άποψή μου, ο κ. Τσίπρας έχει και τα δύο χαρακτηριστικά.

Στο ναρκοπέδιο των αγορών

Τεράστιο λάθος του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα ήταν και η καταχρηστική πολιτικοποίηση της συζήτησης για την ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα προληπτικής πιστωτικής στήριξης. Την πρόταση έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας υποστηριζόμενος από τον πρόεδρο της ΕΚΤ κ. Ντράγκι, για να εισπράξουν την καταγγελία ότι συνωμοτούν σε βάρος της λαοπρόβλητης κυβέρνησης Τσίπρα και προσπαθούν να της επιβάλουν πρόσθετα μέτρα στο τέλος του προγράμματος-μνημονίου.

Τα πρόσθετα μέτρα ήρθαν ανεξάρτητα από το πρόγραμμα προληπτικής πιστωτικής στήριξης και περιλαμβάνονται σε κείμενο 40 σελίδων που έχει τον τίτλο «Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης». Επομένως το βασικό επιχείρημα του κ. Τσίπρα που ταυτίζει τα μέτρα με το προληπτικό πρόγραμμα αποδεικνύεται εντελώς αβάσιμο, εφόσον έχουμε νέα μέτρα χωρίς προληπτικό πρόγραμμα.

Το χειρότερο είναι ότι στη διεθνή τάση αύξησης επιτοκίων, την οποία είχαν υπόψη τους ο Στουρνάρας και ο Ντράγκι και γι’ αυτό ήθελαν να προστατέψουν το ελληνικό Δημόσιο από τις πάντα επιθετικές αγορές, προστέθηκε η ιταλική κρίση, για να στείλει στα ύψη τα επιτόκια στα δεκαετή ομόλογα του ιταλικού και κυρίως του ελληνικού Δημοσίου.

Το λάθος του κ. Τσίπρα δεν είναι ότι είπε αρχικά «όχι» στο πρόγραμμα προληπτικής πιστωτικής στήριξης, γιατί οι υπολογισμοί αλλάζουν ανάλογα με τις εξελίξεις. Το λάθος είναι ότι πολιτικοποίησε και έκανε δογματικό το «όχι», με αποτέλεσμα να χαλάσει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις του με την ΕΚΤ, την οποία έχουμε τεράστια ανάγκη για τραπεζικούς, οικονομικούς και άλλους λόγους, και να ρίξει ακόμη πιο χαμηλά την αξιοπιστία της κυβέρνησής του σε ζητήματα διαχείρισης της οικονομίας.

Ξεπερασμένος εθνομηδενισμός

Λάθος στρατηγικής σημασίας είναι και η εκτίμησή του ότι κάνοντας εθνικές υποχωρήσεις και ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο την πόρτα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στην ΠΓΔΜ θα διευκολυνθεί στα οικονομικά θέματα από τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, θα στείλει ένα μήνυμα συνεργασίας που θα δεσμεύσει την πολιτική των Σκοπίων και θα προκαλέσει σοβαρό εσωκομματικό πρόβλημα στη ΝΔ.

Πρώτον, οι οικονομικές διευκολύνσεις δεν ήρθαν, αυτό αποδείχθηκε με την υπογραφή του Συμπληρωματικού Μνημονίου, και φυσικά είναι απαράδεκτο να συνδέονται, έστω έμμεσα και ανεπίσημα, τα εθνικά θέματα με οικονομικές εκκρεμότητες. Η διεθνής κοινότητα μπορεί να αποδειχθεί αλύπητη γι’ αυτούς που συνδέουν τα εθνικά θέματα με οικονομική διαπραγμάτευση.

Δεύτερον και κυριότερο, ο κ. Τσίπρας έχει τάση προς αυτό που αποκαλεί ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σαμαράς εθνομηδενισμό, ενώ στην Ε.Ε. σαρώνουν πολιτικά οι δυνάμεις που εμφανίζονται ως εκφραστές του πατριωτισμού ή και του εθνικισμού.

Το Brexit ήταν ένας πολιτικός θρίαμβος του εγγλέζικου εθνικισμού σε βάρος της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην Πολωνία και στην Ουγγαρία επικρατούν τα πολιτικά κόμματα που ταυτίζονται με τον πατριωτισμό ή και τον εθνικισμό και ανάλογος πολιτικός άνεμος φυσάει στις περισσότερες ανατολικές χώρες της Ε.Ε. Στην Ιταλία είχαμε πολιτικό θρίαμβο των δυνάμεων που λένε «πρώτα η Ιταλία», πιέζουν για τον αναγκαστικό επαναπατρισμό 500.000 προσφύγων και μεταναστών και θέλουν να επιβάλουν «ιταλικές λύσεις» για την οικονομία, χωρίς να εξηγούν τι ακριβώς θα κάνουν με τους κανόνες της Ευρωζώνης. Ακόμη και στη Γερμανία και την Αυστρία, οι πολιτικές δυνάμεις που εμφανίζονται ως πατριωτικές και εθνικιστικές έχουν ενισχύσει θεαματικά τις θέσεις τους. Στη Γερμανία δεσμεύουν την πολιτική της κυβέρνησης Μέρκελ και στην Αυστρία συμμετέχουν με την κεντροδεξιά στην κυβέρνηση. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί ο κ. Τσίπρας άνοιξε περίοδο εθνικών εκπτώσεων στην Ελλάδα, όταν το πολιτικό περιβάλλον στην Ε.Ε. διαμορφώνεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Όσο για την απάτη-αυταπάτη ότι τα Σκόπια θα πάρουν ό,τι θέλουν από την Αθήνα και στη συνέχεια θα ανταποδώσουν κατέρρευσε με τις επιθετικές δηλώσεις Ζάεφ περί αναγνώρισης «μακεδονικού» έθνους, ταυτότητας και γλώσσας με υπογραφή Τσίπρα. Τα Σκόπια θα πάρουν την αναβάθμιση μέσω ΝΑΤΟ και Ε.Ε. που τους προσφέρει ο κ. Τσίπρας, για να συνεχίσουν την ίδια αλυτρωτική πολιτική που αποτελεί τη βάση της ύπαρξής τους με μεγαλύτερες δυνατότητες.

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας δεν είναι βέβαια υποχρεωμένος να ακολουθήσει την κυρίαρχη πολιτική τάση στην Ε.Ε., η οποία είναι προβληματική από πολλές απόψεις, έχει υποχρέωση όμως να μην την αγνοεί και να μην κινείται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, αφήνοντας ακάλυπτη την Ελλάδα.

Τέλος, ο πολιτικός σχεδιασμός του Μαξίμου σύμφωνα με τον οποίο η εθνική παραίτηση της κυβέρνησης έναντι των Σκοπίων μπορεί να δημιουργήσει ξανά στη ΝΔ τον διχασμό του 1992-1993 δεν έχει σχέση με την πολιτική πραγματικότητα και είναι απαράδεκτος, γιατί δίνει προβάδισμα στους κομματικούς έναντι των εθνικών υπολογισμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάθει μεγάλη πολιτική ζημιά, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, από την κυβερνητική διαχείριση του «Μακεδονικού», η ΝΔ έχει αξιοποιήσει το πάθημα-μάθημα του παρελθόντος και ο μεγάλος κερδισμένος από τις επιλογές Τσίπρα, εάν υπάρξει, θα είναι η άκρα Δεξιά. Ως συνήθως, ο πρωθυπουργός τα βλέπει όλα ανάποδα.