Ο Τσίπρας θέλει να προβοκάρει αποσταθεροποίηση, άνοδο της άκρας Δεξιάς - Free Sunday
Ο Τσίπρας θέλει να προβοκάρει αποσταθεροποίηση, άνοδο της άκρας Δεξιάς
Στο Μαξίμου ξέρουν ότι θα χάσουν τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Επιδίωξή τους είναι να μην υπάρξει πραγματικός νικητής.

Ο Τσίπρας θέλει να προβοκάρει αποσταθεροποίηση, άνοδο της άκρας Δεξιάς

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του έχουν στήσει μια διαρκή προβοκάτσια σε βάρος του δημοκρατικού συστήματος και της πολιτικής ομαλότητας, η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους.

Ο τελευταίος και πιο εντυπωσιακός είναι η συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ για το «Μακεδονικό», η οποία βλάπτει σοβαρά τα εθνικά συμφέροντα, απορρίπτεται από τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και σχεδόν το σύνολο του πολιτικού συστήματος, με εξαίρεση τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα τμήμα του Κινήματος Αλλαγής, και έχει προκαλέσει οργή και αγανάκτηση στη Βόρεια Ελλάδα.

Δεν είναι όμως η μόνη προβοκατόρικη ενέργεια της κυβέρνησης, εφόσον παρατηρείται κάλυψη και στη συνέχεια επιβράβευση των λεγόμενων κουφοντινιστών από το κομματικό κράτος και το παρακράτος.

Έτσι όπως κινείται ο κ. Τσίπρας, κινδυνεύουμε να προσθέσουμε στην οικονομική και κοινωνική κρίση μια κρίση απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και κυρίως μια εθνική κρίση με χαρακτηριστικά εθνικού διχασμού ή και σύγκρουση του Βορρά με το λεγόμενο «κράτος των Αθηνών».

Κατά την άποψή μου, πρόκειται για τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 και θα κριθούμε όλοι με βάση τις επιλογές και τις κινήσεις που θα κάνουμε.

Απαράδεκτη συμφωνία

Η συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ είναι εντελώς απαράδεκτη για μια σειρά λόγους.

Πρώτον, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Μητσοτάκης, στηρίζεται στην εγκατάλειψη των εθνικών θέσεων για το γλωσσικό και τη «μακεδονική» εθνότητα και καταλήγει, έτσι όπως είναι διατυπωμένη και προωθείται, να διχάζει τους Έλληνες.

Δεύτερον, όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της ΠΓΔΜ κ. Μποσνιακόφσκι: «Διατηρούμε το δικαίωμα να αποκαλούμε τους εαυτούς μας Μακεδόνες. Στη συμφωνία διατηρείται η μακεδονική ταυτότητα και η μακεδονική γλώσσα». Ο κ. Μποσνιακόφσκι πρόσθεσε ότι ο εθνικός ύμνος και η σημαία της ΠΓΔΜ δεν θα αλλάξουν και πως τα σύμβολα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σαμαράς αντέδρασε στη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ, επισημαίνοντας μεταξύ των άλλων: «Έδωσαν και την εθνότητα και την ταυτότητα και τη γλώσσα της Μακεδονίας στα Σκόπια! Φαλκιδεύοντας την ελληνικότητα της Μακεδονίας διεθνώς. Δημιουργώντας πολλαπλές εστίες προστριβών στο μέλλον».

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τα στελέχη της κυβέρνησης Τσίπρα επιτέθηκαν στον κ. Σαμαρά χαρακτηρίζοντάς τον… ακροδεξιό και δεν είπαν τίποτα για τις επίσημες θέσεις της κυβέρνησης Ζάεφ, όπως διατυπώθηκαν από τον εκπρόσωπό της κ. Μποσνιακόφσκι, οι οποίες δικαιώνουν πλήρως τις ανησυχίες και την κριτική Σαμαρά.

Τρίτον, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για έναν οδικό χάρτη, δηλαδή δεν υπάρχει συμφωνία αλλά περιγραφή των κινήσεων που πρέπει να γίνουν για να υπάρξει συμφωνία, είναι όλα διατυπωμένα με τρόπο που δεσμεύουν την ελληνική πλευρά και της δημιουργούν τεράστιο διεθνοπολιτικό πρόβλημα.

Εάν δηλαδή τα Σκόπια εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν συμφωνηθεί και στην Ελλάδα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή ή επιβληθεί στην κυβέρνηση ένα δημοψήφισμα που θα καταδείξει ότι αυτή η συμφωνία δεν γίνεται δεκτή από τον ελληνικό λαό, θα κατηγορηθούμε ότι σπάμε μια συμφωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεθνείς μας σχέσεις. Η σωστή διαδικασία, η οποία βέβαια δεν είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης Τσίπρα, που, αν και μειοψηφική, θέλει να δεσμεύσει τη χώρα, θα ήταν να αποφασίσει η Βουλή και ενδεχομένως ο λαός στο τέλος του οδικού χάρτη χωρίς καμία άμεση δέσμευση και διεθνοπολιτική συνέπεια για την Ελλάδα.

Το θέμα του δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ και της άρνησης διενέργειας δημοψηφίσματος στη Ελλάδα οδηγεί σε μια διαπραγμάτευση που έχει στόχο την ικανοποίηση των θέσεων των Σκοπίων πολύ περισσότερο από την ικανοποίηση των θέσεων της Αθήνας, για τον απλούστατο λόγο ότι πρέπει η τελική συμφωνία να είναι αρεστή ή έστω ανεκτή στους πολίτες της ΠΓΔΜ.

Κωμικοτραγικές καταστάσεις

Τέταρτον, έτσι όπως χειρίζονται τη διαδικασία ο κ. Τσίπρας και ο κ. Κοτζιάς, πηγαίνουμε σε κωμικοτραγικές καταστάσεις σε βάρος της χώρας μας.

Για παράδειγμα, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επικοινωνιακής του προσπάθειας για να μας πείσει πόσο αναγκαίο ήταν να επιβληθεί στην άλλη πλευρά η ονομασία Severna Makedonija αμετάφραστη. Υπέρ της ίδιας ονομασίας επιχειρηματολόγησε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας στο πολυσυζητημένο του διάγγελμα, η οποία όμως δεν είναι μέρος της συμφωνίας. Ακόμη και την ώρα του διαγγέλματος ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τι ακριβώς υπέγραφε, συνεχίζοντας την αρνητική παράδοση των προγραμμάτων-μνημονίων.

Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας οι αρχές των Σκοπίων εγκατέλειψαν το πρόγραμμα της μετακίνησης ή εξαφάνισης των αγαλμάτων που παραπέμπουν στον Μέγα Αλέξανδρο, με το σκεπτικό ότι πλέον δεν αποτελούν σύμβολα ιστορικής αντιπαλότητας αλλά σύμβολα φιλίας των λαών. Γι’ αυτό το άγαλμα του έφιππου πολεμιστή, που τοποθέτησε ο Γκρούεφσκι στο κέντρο των Σκοπίων, μετονομάστηκε σε άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εφόσον η ελληνική πλευρά καταπίνει τα πάντα με εντυπωσιακή ευκολία.

Το «Ν», δηλαδή Βόρεια, θα προστεθεί μόνο στις πινακίδες των αυτοκινήτων, προφανώς για να μην υπάρχουν αντιδράσεις στην κυκλοφορία τους στην Ελλάδα και στην Ε.Ε., ενώ οι παραδοσιακές αλυτρωτικές συντομογραφίες MKD κ.λπ. παραμένουν ως έχουν για οργανισμούς, χρήσεις, ονόματα, διαδίκτυο.

Επομένως είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει τον μακεδονισμό-αλυτρωτισμό των Σκοπίων, απλώς ελπίζει να τον σπρώξει κάτω από το χαλί για μερικά χρόνια, για να τον βρούμε μπροστά μας όταν θα έχει αναβαθμιστεί διεθνώς η ΠΓΔΜ με ελληνικές υπογραφές. Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η ΠΓΔΜ είναι μικρή χώρα σε σχέση με την Ελλάδα και δεν μπορεί να την απειλήσει είναι κατά την άποψή μου στατική, γιατί πολλά θα εξαρτηθούν σε βάθος χρόνου από το ποιες δυνάμεις θα θέλουν να παίξουν το παιχνίδι των Σκοπίων και του μακεδονισμού-αλυτρωτισμού, σε τι κατάσταση θα είναι τότε η Ελλάδα και η Βόρεια Ελλάδα και ποια εθνικά ή άλλα μέτωπα θα έχουμε ανοιχτά.

Διάσταση εξουσίας και λαού

Από την πρώτη στιγμή που κινήθηκε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας για λύση του «Μακεδονικού» σε βάρος των καλώς εννοούμενων εθνικών συμφερόντων μας υπήρξε μια ενστικτώδης αντίδραση του ελληνικού λαού, η οποία εκφράστηκε, μεταξύ των άλλων, μέσα από τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.

Η κυβέρνηση εφάρμοσε μεθόδους που θυμίζουν το καθεστώς Ούλμπριχτ και μετά Χόνεκερ στην Ανατολική Γερμανία και το καθεστώς Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Αντί να λάβει υπόψη της τη λαϊκή αντίδραση και να προσπαθήσει να εξηγήσει ή και να τροποποιήσει την πολιτική της, άρχισε να καταγγέλλει ακροδεξιούς, φασίστες, θρησκόληπτους και σκοταδιστές, ενώ ανέπτυξε και εκστρατεία ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη βάση fake news.

Με βάση την προβοκατόρικη τακτική του κ. Τσίπρα, κανένας δεν δικαιούται να έχει αντίρρηση στην πολιτική του χωρίς να χαρακτηριστεί ακροδεξιός ή φασίστας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, το ΚΚΕ, οι πρώην σύντροφοι του κ. Τσίπρα που ανήκουν σε μικρά κόμματα της Αριστεράς, η ΝΔ, η Ένωση Κεντρώων, η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής κ. Γεννηματά και πολλοί άλλοι πρέπει υποχρεωτικά, με βάση το κυβερνητικό σενάριο, να είναι ακροδεξιοί ή φασίστες.

Προφανώς ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης, το ΚΚΕ ή η ΝΔ δεν ανήκουν στην κατηγορία που περιγράφει, ενώ αν πραγματικά πιστεύει όσα λέει, είναι τουλάχιστον εξωφρενικό να συνεργάζεται με τον κ. Καμμένο και τους ΑΝΕΛ, που διαφωνούν, έστω υποκριτικά, με την κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα.

Ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο προωθεί ο κ. Τσίπρας μια συμφωνία που κρίνεται απαράδεκτη από τους περισσότερους Έλληνες, αλλά και η ορολογία που χρησιμοποιεί, χαρακτηρίζοντας τους πάντες, όποτε το κρίνει σκόπιμο, ακροδεξιούς και φασίστες, εντάσσεται σε ένα σχέδιο πρόκλησης –με αυτή την έννοια είναι προβοκάτορας– μιας αντισυστημικής εθνικιστικής, ακροδεξιάς αντίδρασης, με το σκεπτικό ότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση αλλά και το δημοκρατικό σύστημα στο σύνολό του που δεν μπορούν να προστατεύσουν τα καλώς εννοούμενα εθνικά μας συμφέροντα. Ο πρωθυπουργός κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει ιδεολογικό και πολιτικό χώρο στην άκρα Δεξιά, ελπίζοντας ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η εμφάνιση ενός νέου πατριωτικού, εθνικιστικού, «βόρειου», ακροδεξιού κόμματος θα μπορούσαν να ψαλιδίσουν το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ κι έτσι η πρωτιά της στις επόμενες βουλευτικές εκλογές να μην έχει τον χαρακτήρα ολοκληρωμένης πολιτικής νίκης, επειδή θα έχει δημιουργηθεί ένα πολιτικό σκηνικό που θα εγγυάται την ακυβερνησία και τη διατήρηση πρωταγωνιστικού ρόλου για τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ.

Το παιχνίδι και οι κουφοντινιστές

Η προβοκατόρικη συμπεριφορά του κ. Τσίπρα έχει συνέχεια –τα ίδια έκανε σε άλλη βάση το 2015 και θα τα πληρώνουμε για πολλά χρόνια– και δεν περιορίζεται στην υποτιθέμενη λύση του «Μακεδονικού».

Αρκεί να παρατηρήσουμε πώς χειρίστηκαν το κομματικό κράτος και το παρακράτος την υπόθεση της άδειας Κουφοντίνα, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι αντιδημοκρατικές προβοκάτσιες διατρέχουν την κυβερνητική πολιτική. Σταθερή επιδίωξη είναι η υπονόμευση του δημοκρατικού συστήματος και της πολιτικής ομαλότητας και η πρόκληση ακραίων αντιδράσεων σε ακραίες επιλογές, προκειμένου να δημιουργηθεί ιδεολογικός και πολιτικός χώρος για την ανάπτυξη της άκρας Δεξιάς.

Στην περίπτωση της άδειας του Κουφοντίνα – αρχιδολοφόνου της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, έχει δολοφονήσει τον Παύλο Μπακογιάννη, σύζυγο της Ντόρας Μπακογιάννη και πατέρα του Κώστα Μπακογιάννη– η κυβέρνηση, αντί να αξιοποιήσει τις διαμαρτυρίες των κουφοντινιστών για την υποτιθέμενη καταπάτηση των δικαιωμάτων του για να επιβάλει την έννομη τάξη στα «παιδιά» του Βούτση και στις «συλλογικότητες» του Τόσκα, τους κάλυψε πολιτικά, τους άφησε ατιμώρητους για τις ενέργειές τους, για να δημιουργηθεί δυναμική στο «κίνημα» και να «υποχρεωθεί» το κράτος να υποκλιθεί σε αυτό «δικαιώνοντας» τον Κουφοντίνα.

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, ο οποίος αξιοποίησε την άνανδρη επίθεση ακροδεξιών τραμπούκων κατά του δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Μπουτάρη για να αναπτύξει τη δική του θεωρία για το παρακράτος της δεκαετίας του ’60 και τις υποτιθέμενες ευθύνες της σημερινής ΝΔ, χρησιμοποιεί ασύδοτα παρακρατικές μεθόδους σε βάρος πολιτικών του αντιπάλων. Η «Αυγή», κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, έφτασε μέχρι το σημείο να αμφισβητήσει ότι το πολιτικό γραφείο του βουλευτή της ΝΔ κ. Βαρβιτσιώτη ήταν στόχος των διαμαρτυρόμενων κουφοντινιστών, παρά τη σχετική ανακοίνωση που έβγαλαν οι ίδιοι.

Έχουμε, λοιπόν, ιδεολογική και πολιτική επιβράβευση του αρχιδολοφόνου της 17 Νοέμβρη και προστασία των κουφοντινιστών, η οποία είναι η νέα μορφή «κινήματος» που αναπτύσσεται, και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική σοφία για να καταλάβουμε πού μπορεί να οδηγήσουν όλα αυτά.

Η κρίση μεγαλώνει

Ο καταστρεπτικός πολιτικός σχεδιασμός του Μαξίμου οφείλεται στο γεγονός ότι τα αφηγήματα της καθαρής εξόδου και της άμεσης βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης κατέρρευσαν με εντυπωσιακή ταχύτητα.

Πώς να πιστέψουν οι πολίτες μια κυβέρνηση η οποία πανηγυρίζει για το τέλος του προγράμματος-μνημονίου, ενώ τα πρόσθετα μέτρα και οι νέες δεσμεύσεις που υπέγραψε σε επίπεδο Eurogroup έχουν την επικεφαλίδα «Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης». Πέρα από τη συμβολαιογραφική κατοχύρωση του Συμπληρωματικού Μνημονίου υπάρχει βέβαια και η καυτή πραγματικότητα που δημιουργούν οι κυβερνητικές επιλογές. Μαζικοί πλειστηριασμοί ακινήτων, μαζικές κατασχέσεις ρευστού και περιουσιακών στοιχείων όσων χρωστάνε στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία, τιμωρία των συνεπών ασφαλισμένων με μεγάλη μείωση των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου, τιμωρία των ειλικρινών φορολογουμένων με μείωση του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα από τις αρχές του 2020.

Είμαι βέβαιος ότι στο Μαξίμου διαβάζουν τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας του Ευρωβαρόμετρου, που έγινε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα τέλη Μαρτίου. Το 98% των Ελλήνων χαρακτηρίζει την κατάσταση της οικονομίας από κακή έως πολύ κακή, ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. το ποσοστό των θετικών απαντήσεων είναι 49%.

Για την κατάσταση της οικονομίας τους επόμενους δώδεκα μήνες το 14% των Ελλήνων προβλέπει ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα και το 42% χειρότερα.

Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας ετοιμάζεται να βγει από το μνημόνιο, η πλειονότητα των Ελλήνων (51%) εξακολουθεί να πιστεύει ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας.

Τέλος, οι Έλληνες πιστεύουν, σε ποσοστό 82%, ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση.

Τα ποσοστά απόρριψης και απαισιοδοξίας προβλέπεται να γίνουν εκρηκτικά από το δεύτερο εξάμηνο του 2018, οπότε θα κλιμακωθούν οι πλειστηριασμοί ακινήτων και οι κατασχέσεις, ενώ θα μπούμε στην τελική ευθεία για τη μεγάλη μείωση των συντάξεων, την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ και άλλα «φιλολαϊκά» μέτρα με υπογραφή Τσίπρα.

Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος είναι ότι η παράταση του μνημονίου, πρώτα από το 2013 στο 2015, στη συνέχεια μέχρι το 2018 και τώρα, με βάση τα νέα μέτρα, μέχρι το 2020, έχει δημιουργήσει μια κοινωνική πλειοψηφία, της τάξης των 2/3, η οποία αποτελείται από συμπολίτες μας που μόλις τα φέρνουν βόλτα ή έχουν οδηγηθεί στο επαγγελματικό και κοινωνικό περιθώριο. Αυτό το πρόβλημα είναι πολύ βαθύ από κοινωνική και πολιτική άποψη και δεν αντιμετωπίζεται με τις επιδόσεις-ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού, που, ούτως ή άλλως, δεν έχουν σχέση με την κυβερνητική πολιτική, με το καθυστερημένο πέρασμα της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάπτυξης του 2% και με τη χρηματοδότηση επιλεκτικών παροχών από το υπερπλεόνασμα που κατασκευάζει η κυβέρνηση υπερφορολογώντας όσους θεωρεί ήδη χαμένους από εκλογική άποψη και μειώνοντάς τους κοινωνικές παροχές και ασφαλιστικά δικαιώματα.

Μια κυβέρνηση που θα λειτουργούσε με βάση τους κανόνες της δημοκρατίας και θα ήταν κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά υπεύθυνη θα επιχειρούσε βελτιώσεις της πολιτικής της ενόψει της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά θα απέφευγε επιλογές πολιτικής αστάθειας και διχασμού από την προώθηση μιας λύσης για το «Μακεδονικό» που προσβάλλει τους περισσότερους Έλληνες μέχρι την πολιτική διαχείριση των «δικαιωμάτων» του αρχιδολοφόνου της 17 Νοέμβρη και την προκλητική ανοχή στη δράση των υποστηρικτών του.

Το «προφίλ», όμως, της κυβέρνησης Τσίπρα είναι εντελώς διαφορετικό και ουσιαστικά προσδιορίζεται από τον σκληρό κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ του 4%. Το Μαξίμου επενδύει πλέον ανοιχτά στην πολιτική προβοκάτσια, για να δώσει νέες ευκαιρίες στην άκρα Δεξιά και να μετατρέψει τη διαφαινόμενη εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε ήττα του πολιτικού συστήματος.

Η ηγεσία της ΝΔ αντιδρά σε αυτές τις μεθοδεύσεις και η ενότητα μεταξύ των κορυφαίων στελεχών της είναι βασική εγγύηση για να υπάρξει αποτελεσματική απάντηση στα σχέδια Τσίπρα. Θεωρώ όμως ότι δεν αρκούν. Θα πρέπει πολύ περισσότεροι να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν για να αποτρέψουμε την πραγματοποίηση σεναρίων ανωμαλίας. Διαφορετικά, θα ισχύσει αυτό που έλεγε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ενόψει σημαντικών εξελίξεων: «Ακόμη δεν είδατε τίποτα!».