Έξοδος στο τούνελ της λιτότητας - Free Sunday
Έξοδος στο τούνελ της λιτότητας
Οι ρυθμίσεις για το χρέος κατώτερες των προσδοκιών.

Έξοδος στο τούνελ της λιτότητας

Με την απόφαση του Eurogroup κλείνουν οριστικά οι εκκρεμότητες για το ελληνικό πρόγραμμα και το χρέος και μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το οικονομικό μας μέλλον.

Ανάσα, όχι όμως λύση

Στο ζήτημα του χρέους η κυβέρνηση διαχειρίστηκε με τον γνωστό, κάτω του μετρίου, τρόπο προγενέστερες αποφάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολύ θετικά για την Ελλάδα αποτελέσματα.

Η πολιτική απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου που δεν βρίσκεται στα χέρια του ιδιωτικού τομέα ελήφθη στα τέλη του 2012. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος με τον ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί, στη συνέχεια να κουρευτεί και με τελική κατάληξη την εξασφάλιση μιας δεκαετούς «ανάσας» σε ό,τι αφορά την παράταση του χρόνου αποπληρωμής και την εξασφάλιση νέας περιόδου χάριτος στη διαχείριση τμήματος του χρέους.

Η ρύθμιση του χρέους θα μπορούσε να δώσει στην Ελλάδα μια αναπτυξιακή ώθηση, αλλά έγινε με έναν τρόπο που της προσφέρει απλώς μια χρηματοδοτική «ανάσα».

Πρώτον, το ΔΝΤ αρνήθηκε να πάρει μέρος στη χρηματοδότηση του χρέους γιατί, σύμφωνα με το καταστατικό του, δεν μπορεί να δεσμεύσει χρήματα χωρίς ανάλυση που να επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητα του χρέους.

Με τη στάση του το ΔΝΤ στέλνει μήνυμα στις αγορές ότι δεν έχει κριθεί η βιωσιμότητα του χρέους και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι επιφυλακτικές έναντι του ελληνικού Δημοσίου και να ενσωματώνουν το αυξημένο ρίσκο στο υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού.

Δεύτερον, ορίζεται επίσημα το 2032 ως χρόνος επανεκτίμησης της κατάστασης για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Το συμπέρασμα είναι ότι δίνεται μια δεκαετής «ανάσα» –εφόσον τα τοκοχρεολύσια είναι σε χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2022– χωρίς να λύνεται οριστικά το πρόβλημα.

Τρίτον, ενώ το ΔΝΤ φεύγει από τη χρηματοδότηση, μένουν τα σκληρά μέτρα που απαίτησε για να πάρει μέρος σε αυτήν. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αρνητική για τους συνταξιούχους και τους φορολογούμενους εξέλιξη, που αναδεικνύει τη διαπραγματευτική αποτυχία της κυβέρνησης. Δεν προστάτεψε τον λαό από πρόσθετα μνημονιακού τύπου μεταμνημονιακά μέτρα. Δεν πέτυχε μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους που θα κατοχύρωνε τη βιωσιμότητά του και θα έστελνε το σωστό μήνυμα στις αγορές μέσω της συμμετοχής του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση.

Τέταρτον, η κυβέρνηση εξασφάλισε την επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και ύψους 4 δισ. ευρώ. Να θυμίσουμε ότι το δεύτερο μνημόνιο, το οποίο κατάργησε η κυβέρνηση Τσίπρα, προέβλεπε την επιστροφή αυτών των κερδών για μεγαλύτερη χρονική περίοδο και σε ύψος 9 έως 10 δισ. ευρώ. Σε αυτό το ζήτημα μας δίνουν πίσω ένα μέρος από το πέρασμα από το δεύτερο στο τρίτο μνημόνιο με βάση τις επιλογές Τσίπρα-Βαρουφάκη.

Το στοίχημα για την οικονομία

Η διαπραγμάτευση που έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έλυσε το θέμα του χρέους και πολλά θα εξαρτηθούν από τη δυνατότητα της οικονομίας να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για πολλά χρόνια.

Υπάρχουν τρεις νέοι παράγοντες που κάνουν πιο δύσκολη την επίτευξη του στόχου.

Πρώτον, η κυβερνητική επιχειρηματολογία για τη ρύθμιση του χρέους στηρίχτηκε στη σύνδεση, με πρωτοβουλία της Γαλλίας, των αναπτυξιακών επιδόσεων με το ύψος των δόσεων. Με βάση αυτή τη λογική, όταν η οικονομία θα βρισκόταν σε αναπτυξιακή αδυναμία θα υπήρχε αυτόματος προσωρινός περιορισμός των τοκοχρεολυτικών υποχρεώσεών μας.

Τελικά αυτό δεν ίσχυσε, γεγονός που ανατρέπει την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η κυβέρνηση στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων. Δημιουργείται ένα πρόσθετο ζήτημα, γιατί αποδεικνύεται ότι τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη δεν γνωρίζουν τι ακριβώς διαπραγματεύονται και την πορεία των διαπραγματεύσεων.

Κοτζιάς και Τσίπρας ανακοίνωσαν λάθος όνομα στο τέλος της διαπραγμάτευσης με τα Σκόπια. Τσακαλώτος και Μαξίμου πανηγύριζαν για το λεγόμενο «γαλλικό κλειδί» που θα ίσχυε για το χρέος, το οποίο τελικά δεν ισχύει. Το ερώτημα είναι αν πράγματι διαπραγματεύονται ή απλώς παρακολουθούν, με προφανείς ελλείψεις, τη διαπραγμάτευση.

Δεύτερον, η συμφωνία για το χρέος οριστικοποίησε πρόσθετα μέτρα για το 2019 και το 2020, όλα με υπογραφή ΔΝΤ, παρά την άρνηση του ΔΝΤ να συμβάλει στη δανειοδότηση της Ελλάδας.

Τα μέτρα αυτά είναι μνημονιακού-περιοριστικού τύπου, ανέρχονται σε 5 δισ. ευρώ, θα μείνουν μαζί μας και δημιουργούν πρόσθετες κοινωνικές δυσκολίες και οικονομικές δυσλειτουργίες. Επομένως γίνεται πιο σύνθετη η εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής αναπτυξιακής στρατηγικής.

Τρίτον, δημιουργείται ένα εξαιρετικά περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο για μία τετραετία με πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, το οποίο θα συνεχιστεί με ελαφρότερη μορφή και δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες.

Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιων δημοσιονομικών δεσμεύσεων και περιορισμών και η διεκδίκηση εκ μέρους του προέδρου της ΝΔ κ. Μητσοτάκη μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου για να λειτουργήσει καλύτερα η οικονομία αποκτά μεγαλύτερη σημασία.

Οι πολιτικές επιπτώσεις

Το οριστικό κλείσιμο των εκκρεμοτήτων σε σχέση με το πρόγραμμα και το χρέος, σε επίπεδο Eurogroup, μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση τα επόμενα χρόνια.

Η οικονομία σταθεροποιείται, με την έννοια ότι υπάρχει ένα επαρκές κεφάλαιο, κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για να είναι περιορισμένη η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές και να μη δοκιμαστούν η αξιοπιστία και η αντοχή της οικονομίας.

Το αμέσως επόμενο διάστημα θα αρχίσουν να φαίνονται οι συνέπειες από την κλιμάκωση της εφαρμογής των παλαιών μέτρων και την εφαρμογή νέων. Οι πλειστηριασμοί ακινήτων θα γίνουν μαζικοί, οι κατασχέσεις λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων από το Δημόσιο επίσης, θα μειωθούν οι συντάξεις και θα αυξηθεί η φορολογία μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα.

Η οικονομία θα εξακολουθήσει να υποφέρει από έναν συνδυασμό περιοριστικών μέτρων και μέτρων υπέρ του κομματικού κράτους του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση και μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες τροποποίηση του δημοσιονομικού πλαισίου και άλλων ρυθμίσεων, για να υπάρξει δυναμική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου που θα ενισχύσει την αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου και θα ρίξει τα επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα από πολυετή προσπάθεια, η βιωσιμότητα του χρέους.

Διαφορετικά, θα επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ που το έκαναν να μη συμμετάσχει στη χρηματοδότηση του χρέους. Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε βάθος χρόνου, υψηλά επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές λόγω μέτριων οικονομικών επιδόσεων και στη συνέχεια αδυναμία εκπλήρωσης των τοκοχρεολυτικών υποχρεώσεων και επιβεβαίωση, με δραματικό τρόπο, της μη βιωσιμότητας του χρέους.