Από τους G-7 στο ΝΑΤΟ - Free Sunday
Από τους G-7 στο ΝΑΤΟ

Από τους G-7 στο ΝΑΤΟ

Θα υπάρξει συνάντηση Πούτιν-Τραμπ λίγο πριν ή λίγο μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου; Από μόνη της η ερώτηση αυτή, που προκύπτει από δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, αποτυπώνει την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας των δύο πλευρών, των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων Συμμάχων, και τη σταθερή προσήλωση του Τραμπ στη γραμμή πλεύσης «πρώτα η Αμερική».

Σκηνικό σύγκρουσης

Επί του παρόντος όλα τα δεδομένα, με χαρακτηριστική περίπτωση τα τιτιβίσματα του Προέδρου των ΗΠΑ για τη διαμάχη Μέρκελ-Ζέεχοφερ για το προσφυγικό, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο η παρουσία του Τραμπ στη σύνοδο κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας να είναι ένας δεύτερος γύρος αντιπαράθεσης Ουάσινγκτον-Βερολίνου, μια σύγκρουση που κυριάρχησε στην πρόσφατη σύνοδο των G-7.

Αν επιβεβαιωθούν τα δημοσιεύματα για συνάντηση Τραμπ-Πούτιν πριν ή μετά τη σύνοδο κορυφής, τότε το μήνυμα προς τους Ευρωπαίους θα είναι σκληρό, αδιαπραγμάτευτο, χωρίς καν τα στοιχειώδη προσχήματα της διαβούλευσης με τους Ευρωπαίους.

Το μήνυμα δεν είναι άλλο από το ότι η Ουάσινγκτον αποφασίζει μονομερώς για τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία και η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθεί.

Όπως στην επιβολή προστατευτικών δασμών, έτσι και στις σχέσεις με τη Ρωσία ο Τραμπ γνωρίζει ότι η Ευρώπη είναι βαθιά διαιρεμένη και ότι όχι μόνο δεν θα υπάρξουν πρωτοβουλίες αμιγούς ευρωπαϊκής συνεργασίας αλλά ούτε και αποτελεσματικές αντιδράσεις σε νέες μονομερείς αμερικανικές πρωτοβουλίες.

Εκτός από τις σχέσεις με τη Ρωσία υπάρχει κι ένα άλλο πεδίο όπου μπορούμε από τώρα να προεξοφλήσουμε τη σύγκρουση του Τραμπ με τη Mέρκελ: την άρνηση της Γερμανίας να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις της.

Το σκηνικό της σύγκρουσης Βερολίνου-Ουάσινγκτον έχει στηθεί, καθώς πλήθος από δημοσιεύματα τους τελευταίους μήνες μιλούν για την κατάσταση εγκατάλειψης που κυριαρχεί στον γερμανικό στρατό, με την κυβέρνηση Μέρκελ να αρνείται σταθερά να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, ώστε να αντιπροσωπεύουν το 2% του ετήσιου εθνικού προϋπολογισμού.

Και γαλλική δυσαρέσκεια

Εκτός από την Ουάσινγκτον και τον Τραμπ, δυσαρεστημένη για την επιμονή της Γερμανίας να μην αυξάνει στην απαιτουμένη κλίμακα τις αμυντικές δαπάνες της είναι η Γαλλία του Μακρόν.

Στη συνολική πρόταση μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης-Ε.Ε., όπως αυτή είχε αποτυπωθεί στην ομιλία Μακρόν στη Σορβόννη τον περασμένο Σεπτέμβριο, η αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας στην Ευρώπη είχε περίοπτη θέση.

Πέρα από την ασφάλεια της Ε.Ε., είναι προφανές ότι μέσω της αύξησης των αμυντικών δαπανών ο Μακρόν επιχειρεί να πετύχει διά της πλαγίας οδού αυτά που αρνούνται πεισματικά να συζητήσουν οι Γερμανοί σε σχέση με την Ευρωζώνη: επενδύσεις σε υποδομές που θα αναθερμάνουν την οικονομία και θα τερματίσουν τη συνεχή δημοσιονομική λιτότητα, αλλά και ενισχυμένες συνεργασίες των προθύμων, οι οποίες εκ των πραγμάτων θα θέσουν το θέμα της εμβάθυνσης και της πολιτικής πλαισίωσης στην περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πρώτα η Γερμανία

Τα όσα καταγράφηκαν στη σύνοδο κορυφής των «7» στο Κεμπέκ και τα όσα πιθανολογείται ότι θα συμβούν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ θα ήταν λάθος να αποδοθούν στον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Προέδρου των ΗΠΑ. Η σύγκρουση ΗΠΑ-Γερμανίας δεν άρχισε με την είσοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αλλά παγιώθηκε κατά την οκταετία Ομπάμα.

Είχαν προηγηθεί, χωρίς αποτέλεσμα, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, οι προσπάθειες του Τζορτζ Μπους πατρός και του Μπιλ Κλίντον να χαράξουν ένα πλαίσιο συνολικής διμερούς στρατηγικής συνεργασίας, μια πρόταση που συμπυκνώθηκε στη φράση «συνεταίροι στην ηγεμονία».

Αν οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να καταστήσουν τη Γερμανία υπ’ αριθμόν 2 στο δυτικό στρατόπεδο, η ηγεσία στη Βόννη και στη συνέχεια στο Βερολίνο προτιμούσε να κάθεται ταυτόχρονα σε πολλά τραπέζια, όπως στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και σε μια στενή ειδική σχέση με τη Ρωσία.

Πρώτη σοβαρή δοκιμασία στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Βερολίνου η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ την άνοιξη του 2003, που συνέπεσε με τη γαλλογερμανική πρόταση για συνταγματική συνθήκη. Σιράκ και Σρέντερ αναζήτησαν τότε ευρωπαϊκή χειραφέτηση και εγκαινίασαν τριμερείς διαβουλεύσεις με τον Πούτιν.

Η μεγάλη όμως αντιπαράθεση ΗΠΑ-Γερμανίας άρχισε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με το Βερολίνο όχι μόνο να αρνείται να συμβάλει στη συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης αλλά και να ακολουθεί μια πολιτική αυστηρών δημοσιονομικών περικοπών που υπονόμευε την ποσοτική χαλάρωση που είχε επιλέξει η Ουάσινγκτον.

Ποιος άλλωστε έχει ξεχάσει τους υπουργούς Οικονομικών του Ομπάμα, Γκάιτνερ και Λιου, να ζητούν από το Βερολίνο να τονώσει τη ζήτηση και να παίρνουν την απάντηση του Σόιμπλε ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση δεν δικαιούνται να δίνουν συμβουλές για τη διαχείρισή της.

Σήμερα η επιλογή Τραμπ «πρώτα η Αμερική» προκαλεί κλυδωνισμούς στη διατλαντική σχέση και κυρίως κρίση εμπιστοσύνης στη διμερή σχέση με το Βερολίνο, που προηγήθηκε στην εθνική αναδίπλωση και περιχαράκωση εδώ και μία δεκαετία, με το σύνθημα «πρώτα η Γερμανία» να προκύπτει από τα συμφραζόμενα της γερμανικής ρητορικής στη διαχείριση της κρίσης.