Αλλάζοντας το Σύνταγμα των Σκοπίων - Free Sunday
Αλλάζοντας το Σύνταγμα των Σκοπίων
Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ και ο Υπ.Εξωτερικών Νικολά Ντιμιτρόφ, φτάνουν στους Ψαρτάδες για να υπογραφεί η συμφωνία με την Ελλάδα

Αλλάζοντας το Σύνταγμα των Σκοπίων

Στο άρθρο 1, παράγραφος πρώτη, της συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρεται ότι όσα συμφωνούνται με αυτήν τελούν υπό την προϋπόθεση κύρωσης της συμφωνίας από τα μέρη. Στην αμέσως επόμενη παράγραφο σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα όσα συμφωνήθηκαν από τη διαπραγμάτευση που προηγήθηκε είναι δεσμευτικά.

Αποτελεί θεμελιακή αρχή των πάσης φύσεως διαπραγματεύσεων η εμπιστευτικότητα των θέσεων που διατυπώνουν τα μέρη, όπως και η ανυπαρξία οριστικής δέσμευσης από τις επιμέρους παραδοχές των μερών, μέχρι να υπάρξει συμφωνία. Τα μέρη στις διαπραγματεύσεις πρέπει να μπορούν να διατυπώνουν θέσεις και παραλλαγές προτάσεων ελεύθερα, να δίνουν και να παίρνουν υπό όρους, χωρίς να αισθάνονται ότι μια επιμέρους πρόταση δημιουργεί αξεπέραστη δέσμευση ή προγεφύρωμα της άλλης πλευράς. Αυτή η εμπιστευτικότητα και η ευελιξία διευκολύνει την επίτευξη συμφωνίας, το κείμενο της οποίας αποτελεί τη μοναδική επίσημη και ανακοινώσιμη δέσμευση.

Υπό αυτό το πρίσμα, η δεύτερη παράγραφος θα έπρεπε να απουσιάζει ως περιττός πλεονασμός. Ωστόσο, ειδικά στις διεθνείς συμφωνίες, όπου η επεξεργασία των κειμένων είναι εξαντλητική, τίποτε δεν γράφεται τυχαία και ό,τι γράφεται έχει τον σκοπό του και συνέπειες.

Kι αν δεν κυρωθεί;

Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι η συμφωνία δεν κυρωθεί για οποιονδήποτε λόγο από οποιοδήποτε από τα μέρη, τότε (θεωρητικά) το γειτονικό κράτος δεν θα αλλάξει όνομα, δεν θα αλλάξει Σύνταγμα, δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Η συμφωνία θα έχει καταρρεύσει.

Στο σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερο νόημα η πρόβλεψη ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων είναι δεσμευτικό. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην ουσιαστική συμφωνία ότι υπάρχει μια εθνότητα που είναι «μακεδονική» και μια γλώσσα που ονομάζεται «μακεδονική», ανεξάρτητα από το όνομα του κράτους. Αυτές είναι ουσιαστικές παραδοχές οι οποίες προφανώς και αυτονοήτως δεν εξαρτώνται από καμία κύρωση της συμφωνίας. Σε μια απλοϊκή διατύπωση, δεν θα μπορούσε να συμφωνηθεί ότι ο κ. Ζόραν Ζάεφ, εφόσον κυρωθεί η συμφωνία, είναι υπαρκτό πρόσωπο και εφόσον δεν κυρωθεί… ανύπαρκτο!

Μια οποιαδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο μελλοντική διαπραγμάτευση, λοιπόν, θα ξεκινούσε με αυτά ως δεσμευτικά δεδομένα, ενώ η κύρια συμφωνία έχει καταρρεύσει.

Σε μια πιο πολιτική ανάγνωση παρατηρούμε ότι η ελληνική πλευρά στο θέμα εθνότητας και γλώσσας ανέτρεψε την πάγια θέση όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων με τρόπο δεσμευτικό και μη αναστρέψιμο. Αντίστοιχα, η πλευρά της γείτονος με τρόπο δεσμευτικό και μη αναστρέψιμο υιοθέτησε στο ίδιο θέμα την έως σήμερα βασική θέση της δικής της αντιπολίτευσης. Κάποιος κακεντρεχής θα σημείωνε ότι η Αριστερά της Ελλάδας δικαίωσε σε υψηλό ποσοστό την Ακροδεξιά των γειτόνων. Μένει να διευκρινιστεί στο μέλλον ποιων Μακεδόνων (ημών ή των άλλων) πρόγονος υπήρξε ο Μέγας Αλέξανδρος. Με τη συμφωνία να έχει καταρρεύσει όμως, επιτροπή που θα ελέγξει τα σχολικά βιβλία δεν θα υπάρχει και ο καθένας θα εξακολουθήσει να λέει ό,τι θέλει. Πλην, όμως, εμείς έχουμε υπογράψει ότι και αυτοί είναι Μακεδόνες.

Η ΠΓΔΜ, λοιπόν, κερδίζει ξεκάθαρα σημαντικούς πόντους, ακόμη κι αν η ίδια δεν κυρώσει τη συμφωνία. Στο μεταξύ, με λίγη χρονική καθυστέρηση, δεν είναι απίθανο να έχουν κυρώσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ όλες οι άλλες χώρες και να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της να αρνείται, τυπικά νόμιμα βάσει της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά με… δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Τα υπόλοιπα θα είναι θέμα ολίγου χρόνου.

Συμφωνία χωρίς έγκριση

Δυστυχώς, πρόκειται τεχνικά για ένα πολύ κακό κείμενο. Ακόμη κι αν θα ήθελε κανείς να συμφωνήσει με την ουσία του συμβιβασμού που περιέχει η συμφωνία των Πρεσπών, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η δομή της συμφωνίας δίνει πολλά πλεονεκτήματα στην άλλη πλευρά. Δίνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, τη δυνατότητα να επιλέξει ελεγχόμενα ακόμη και τις «παρενέργειες» που θα προκύψουν από τη μη κύρωση, δίνει μέχρι και κίνητρο να τορπιλίσει την κύρωση, έχοντας κατοχυρώσει εθνότητα και γλώσσα. Ταυτόχρονα, ικανοποιείται προκαταβολικά η γεωπολιτική στόχευση του διεθνούς παράγοντα να προσδέσει τη γείτονα στο άρμα του ΝΑΤΟ άμεσα και της Ε.Ε. προοπτικά.

Όλα αυτά στο μεταξύ έγιναν χωρίς κανένα όργανο της ελληνικής πολιτείας να έχει εγκρίνει τη λύση που προκρίθηκε και το κείμενο της συμφωνίας που υπογράφηκε. Αν πιστέψουμε τα λόγια των κυβερνητικών εταίρων, η ελληνική κυβέρνηση δεν εγκρίνει τη συμφωνία. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που η συμφωνία δεν έλαβε έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Το ελληνικό Σύνταγμα επιτρέπει στον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης που έχει τη δεδηλωμένη να υπογράψει διακρατική συμφωνία, η οποία, φυσικά, δεσμεύει τη χώρα. Μηχανισμός εσωτερικού ελέγχου και εξισορρόπησης της εξουσίας αυτής του υπουργού δεν προβλέπεται. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει εξουσίες, η Βουλή ελέγχεται πλήρως από την κυβέρνηση. Η αρχή της δεδηλωμένης δημιουργεί μια τετραετή «ολιγαρχία». Ο μόνος τρόπος να τη σπάσει κανείς είναι η πρόκληση εκλογών. Η πρόκληση εκλογών, όμως, δεν μπορεί να είναι η μοναδική λύση που προβλέπεται για την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων απόψεων και συμφερόντων σε κάθε θέμα της ελληνικής πολιτικής ζωής που προκαλεί αντιδράσεις.

Με τα έως τώρα δεδομένα, το ένα από τα κυβερνώντα κόμματα επέλεξε μόνο του να δεσμεύσει τη χώρα. Το γεγονός ότι η επιλογή αυτή στηρίχτηκε και στην αντίστοιχη επιλογή του συγκυβερνήτη να μην εγκαταλείψει την κυβερνητική του θέση αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την ανεπάρκεια των δικών μας συνταγματικών διαδικασιών.

Εάν δημοκρατία είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των απόψεων της μειοψηφίας, τότε έχουμε καταφέρει να θεωρούμε δημοκρατία την επικράτηση μόνο των απόψεων της μειοψηφίας.

Εάν η εξουσία ασκείται υπέρ του λαού και του έθνους, τότε προφανώς τούτο επαφίεται στην καλή πίστη του εκάστοτε εκλεγμένου πρωθυπουργού και όχι στην ύπαρξη θεσμικών διαδικασιών οι οποίες επιτυγχάνουν τον συγκερασμό των αντιτιθέμενων απόψεων για την επιβολή της βέλτιστης λύσης.

Η πίστη στη δημοκρατική αρχή επιβάλλει σε επίπεδο ήθους και να σέβεται κανείς τις απόψεις των άλλων και να τηρεί τις βασικές αρχές λειτουργίας των συλλογικών οργάνων. Αν το ένα συγκυβερνών κόμμα δεν σέβεται την αντιπολίτευση, θα μπορούσε να σέβεται το άλλο συγκυβερνών κόμμα. Πολύ περισσότερο όταν έρχεται μόνο του να ανατρέψει πάγιες θέσεις της ελληνικής πολιτείας που καθόρισαν τη διεθνή της θέση επί δεκαετίες.

Αναδεικνύεται, με τρόπο εμφαντικό, το έλλειμμα στις ελληνικές συνταγματικές προβλέψεις, το οποίο επιτρέπει στον εκάστοτε πρωθυπουργό να συμπεριφέρεται (ακόμη και εκβιάζοντας καταστάσεις) ως μονάρχης ορισμένου χρόνου, αλλά με τις επιπτώσεις της δράσης του να είναι αορίστου χρόνου.

Επιδιώκοντας να αλλάξουμε το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ας μην ξεχάσουμε να αλλάξουμε και το δικό μας. Κάτι καλύτερο μπορεί να προκύψει.