Restart στο Ελσίνκι; - Free Sunday
Restart στο Ελσίνκι;

Restart στο Ελσίνκι;

Η πρωτεύουσα της Φινλανδίας ήταν σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το προνομιακό πεδίο συναντήσεων, διαβουλεύσεων και κάθε είδους επαφών ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση.

Σήμερα η Βόρεια Ευρώπη και η Βαλτική είναι μια σταθερή εστία έντασης στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία: Δυνάμεις του ΝΑΤΟ σταθμεύουν στις τρεις βαλτικές χώρες, η Πολωνία προσφέρεται να χρηματοδοτήσει τη μόνιμη παρουσία αμερικανικής στρατιωτικής μηχανοκίνητης μονάδας στο έδαφός της, ενώ η Σουηδία μοιράζει στους πολίτες φυλλάδια για το ενδεχόμενο εμπλοκής σε πολεμική σύγκρουση και προβληματίζεται αν πρέπει να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ.

Η κατάλληλη στιγμή

Τον όρο «restart» στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας τον είχε χρησιμοποιήσει ο Ομπάμα στην αρχή της θητείας του, το 2009, μια αναφορά που παρέμεινε ως ευχή, καθώς μετά τη σύγκρουση στην Ουκρανία το 2013-2014 καταγράφηκε η πιο σημαντική στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Μόσχας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου παλινδρόμηση στην ένταση και στην καχυποψία.

Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στο Ελσίνκι στις 16 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί ενάμιση χρόνο μετά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, μια καθυστέρηση που προφανώς οφείλεται στην αντιπαράθεση αλλά και στη σχετική δικαστική έρευνα στις ΗΠΑ για την εμπλοκή του Κρεμλίνου στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 υπέρ του σημερινού ενοίκου του Λευκού Οίκου.

Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή η εκτίμηση ότι η απόφαση του Τραμπ να επιδιώξει συνάντηση με τον Πούτιν μαρτυρά την πεποίθηση του Λευκού Οίκου ότι από την έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να θεμελιώνουν την κατηγορία για διαπλοκή των ρωσικών υπηρεσιών με το προεκλογικό του επιτελείο.

Είναι προφανές ότι η απόφαση για συνάντηση με τον Πούτιν ελήφθη μετά τη συνάντηση του Τραμπ στη Σιγκαπούρη με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν. Αν είναι δυνατή η συνάντηση με τον «μικρό πυραυλάκια» που πριν από λίγους μήνες στόχευε με τους πυραύλους του την Ιαπωνία και την Αλάσκα, τότε η συνάντηση με τον ηγέτη της Ρωσίας επιβάλλεται.

Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο

Την επανέναρξη διαλόγου με τη Μόσχα ο Τραμπ την προανήγγειλε στη σύνοδο κορυφής της Ομάδας G-7 στο Κεμπέκ του Καναδά, όταν έθεσε στο τραπέζι την επιστροφή της Ρωσίας στην Ομάδα, από την οποία αποβλήθηκε την άνοιξη του 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την εξέγερση στην Ανατολική Ουκρανία.

Το μήνυμα του Τραμπ προς τους εταίρους του στην Ομάδα των «7», αλλά και στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, είναι ξεκάθαρο: Η Ουάσινγκτον έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία είτε προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και της προσέγγισης είτε προς την κατεύθυνση της περιχαράκωσης και της αντιπαράθεσης.

Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 ο Τραμπ στήριζε μια στρατηγική συνολική προσέγγιση με τη Ρωσία, που θα επέτρεπε στη συνέχεια στις ΗΠΑ να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος με την Κίνα.

Το ίδιο στρατήγημα είχαν προωθήσει οι Νίξον-Κίσινγκερ το 1971-1972, όταν προχώρησαν στο άνοιγμα απέναντι στην Κίνα του Μάο: Η προσέγγιση με το Πεκίνο επέτρεψε στην Ουάσινγκτον να διαπραγματευτεί στη συνέχεια από θέση ισχύος με τη Μόσχα.

Περικύκλωση, συμπίεση και απομόνωση της Ρωσίας του Πούτιν, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη δυσαρέσκεια για την επιθετική δασμολογική πολιτική του Τραμπ, μπορεί να οδηγήσει σε μια ηπειρωτική ευρασιατική συνεργασία Ρωσίας, Κίνας και Ινδίας, μια εξέλιξη σαφώς αρνητική για τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή.

Νέο σκηνικό

Τούτων λεχθέντων, παραμένει ζητούμενο πώς πέραν του διαλόγου μπορούν να εξομαλυνθούν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, καθώς οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Δύση αφορούν την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, ένα θέμα που για τη Μόσχα έχει κλείσει και από το οποίο η Ουάσινγκτον αλλά και το Παρίσι και το Βερολίνο δεν ξέρουν πώς να απεγκλωβιστούν.

Οι εξελίξεις στη Συρία τόσο στη δεύτερη θητεία Ομπάμα όσο και επί Τραμπ έδειξαν μια ντε φάκτο σύγκλιση των ζωτικών συμφερόντων των δύο πλευρών, μια ντε φάκτο συνεργασία που άντεξε ακόμη και τη σύγκρουση στην Ουκρανία και τις παρενέργειές της.

Οι ΗΠΑ αλλά και το Ισραήλ, που έχουν ως πρώτη προτεραιότητα να περιορίσουν και, αν είναι δυνατόν, να εξαλείψουν την παρουσία του Ιράν και των συμμάχων του στη Συρία, δέχονται ως σταθεροποιητική την παρουσία της Ρωσίας, χάρη στην οποία το καθεστώς Άσαντ επεκτείνει διαρκώς την περιοχή που ελέγχουν οι δυνάμεις του.

Σε κάθε περίπτωση, η συνάντηση στο Ελσίνκι μάλλον θα είναι η αρχή ενός εφ’ όλης της ύλης διαλόγου Ουάσινγκτον-Μόσχας. Η συνάντηση της Σιγκαπούρης μαζί με την εξάντληση των δικαστικών ερευνών στις ΗΠΑ για το Russiagate των εκλογών του 2016 έχουν διαμορφώσει ένα νέο σκηνικό.