Το μέλλον των συντάξεων - Free Sunday
Το μέλλον των συντάξεων

Το μέλλον των συντάξεων

Σε μια χώρα όπου ένας στους τέσσερις κατοίκους είναι συνταξιούχος η εθνική ανάκαμψη συνδέεται άμεσα με την οριστική διευθέτηση του ασφαλιστικού. Η μεγάλη κρίση έφερε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επικεντρώνονται ουσιαστικά στη μείωση των συντάξεων, στην καταπολέμηση του αστείου για δυτική χώρα φαινομένου των παράνομων χορηγήσεων, καθώς και σε κάποια διαρθρωτικού χαρακτήρα μέτρα που σκοπό έχουν τη διόρθωση αδικιών μεταξύ συνταξιούχων με παρόμοια δεδομένα αλλά διαφορετικά προνόμια.

Οι δανειστές ανέκαθεν αντιμετώπιζαν το ζήτημα με μια στυγνά μακροοικονομική οπτική η οποία επέβαλε τη μείωση των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να ευθυγραμμιστούν με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τη Eurostat, το κόστος σήμερα παραμένει περίπου 30% υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μια διαφορά η οποία θα εξανεμιστεί αν προχωρήσουν οι προγραμματισμένες περικοπές του 2019. Οι λύσεις οι οποίες επιλέχθηκαν οδήγησαν σε μαζικοποίηση της αντιμετώπισης του προβλήματος με σημαντικές αδικίες, όπως πάντα συμβαίνει στις εύκολες και πρόχειρες λύσεις. Η ομαδοποίηση των ταμείων, ώστε να διαμοιράζονται ελλείμματα και πλεονάσματα στο όνομα της αλληλεγγύης, γελοιοποιεί τον κόπο και την προνοητικότητα των πολιτών οι οποίοι ήταν πιο προσεκτικοί με το μέλλον τους δίνοντας μεγαλύτερες εισφορές. Υπάρχει και η αντίληψη ότι πολλά ευγενή ταμεία ήταν σε καλύτερη κατάσταση όχι εξαιτίας σωστής διαχείρισης αλλά επειδή οι κρατικές επιχορηγήσεις ήταν αδικαιολόγητα υψηλές.

Οι αιτίες για την αποτυχία των ταμείων είναι ποικίλες. Σε πρώτη φάση δεν είχαν ποτέ σημαντικά αποθέματα, αφού αυτά χρησιμοποιούνταν για να καλύπτουν την ολοένα και μεγαλύτερη δαπάνη για τις παλαιότερες γενιές, μεταφέροντας ουσιαστικά πλούτο από τους νεότερους στους παλιότερους. Παράλληλα, οι επενδύσεις που έγιναν δεν ήταν επαρκώς διαφοροποιημένες, αφού ήταν σχεδόν στο σύνολό τους επικεντρωμένες στην ελληνική αγορά, επομένως εξαιρετικά επιρρεπείς σε αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας. Η σωστή πρακτική επιτάσσει να επενδύεται ένα χαρτοφυλάκιο σε ένα μείγμα αγορών και προϊόντων, ώστε να μειώνεται το συνολικό ρίσκο του.

Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε και με πίεση των κυβερνήσεων, ώστε να εξυπηρετείται ένας εσωτερικός δανεισμός του κράτους από τα ταμεία, αποφεύγοντας ουσιαστικά τον ανταγωνισμό της αγοράς. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε ένα μεγάλο κομμάτι της περιουσίας των ταμείων ήταν επενδεδυμένο σε ελληνικά ομόλογα. Ενδεικτικό είναι ότι σε χώρες όπως η Νορβηγία και η Σαουδική Αραβία το σύνολο σχεδόν του πλούτου τους βρίσκεται σε περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό. Ακόμα και σε άλλες χώρες, όμως, με οικονομίες πιο κοντά στην ελληνική, οι επενδύσεις δεν επικεντρώνονται ποτέ σε μία μόνο αγορά.

Ο διαχωρισμός βασικής αναδιανεμητικής σύνταξης συνεπικουρούμενης από ένα ανταποδοτικό κομμάτι είναι το μοντέλο που συστηματικά υιοθετείται στον αναπτυγμένο κόσμο. Το ανταποδοτικό κομμάτι συνδέεται άμεσα με τις εισφορές και αποτελεί ουσιαστικά έναν προσωπικό επενδυτικό λογαριασμό στον οποίο αποθηκεύεται και αξιοποιείται το ποσό που θα τροφοδοτήσει τη σύνταξη του ασφαλιζόμενου. Τους λογαριασμούς αυτούς διαχειρίζονται επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικοί οργανισμοί και πιο σπάνια οι ίδιοι οι εργοδότες, οι οποίοι χρηματοδοτούν τους λογαριασμούς των υπαλλήλων (κυρίως αν πρόκειται για μεγάλες εταιρείες). Στην Ελλάδα επιχειρείται πλέον ένα παρόμοιο μοντέλο, με τη διαφορά ότι τον ρόλο του διαχειριστή έχει το Δημόσιο μέσω των ταμείων που έχουν πλέον συγχωνευτεί. Αυτή η προσέγγιση θεωρείται απαρχαιωμένη και τείνει να αποσυρθεί για δύο λόγους.

Η αντίληψη η οποία υπήρχε παλιότερα ήταν ότι η σύνταξη είναι ένα δικαίωμα και ως εκ τούτου το κράτος εγγυόταν ένα συγκεκριμένο ποσό το οποίο καλυπτόταν από τις εισφορές των ασφαλισμένων και τα αποθεματικά. Το κράτος επιχορηγούσε τα ταμεία από τους φόρους και με χρηματοδότηση από τις αγορές. Η μεγάλη άνοδος του ποσοστού συνταξιούχων προς εργαζόμενους, καθώς και η αδυναμία του κράτους να δανειστεί, καθιστούν τη δυνατότητα εκπλήρωσης τέτοιων υποχρεώσεων πρακτικά αδύνατη.

Παράλληλα, οι κρατικοί οργανισμοί έχουν δώσει σημαντικά δείγματα κακοδιαχείρισης και η κυβέρνηση χρησιμοποιεί συχνά τα αποθεματικά τους σε μια προσπάθεια τσουβαλοποίησης των προβλημάτων υπό το πρίσμα μιας αόριστης αλληλεγγύης. Ενδεικτική είναι η χρήση των αποθεματικών του ΑΚΑΓΕ, που υποτίθεται ότι ανήκουν στις μελλοντικές γενιές, για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας.

Και τα δύο θέματα καταδεικνύουν την οιδιπόδεια σχέση του Έλληνα πολίτη με το κράτος, στο οποίο συχνά επαφίεται για όλα τα σημαντικά θέματα της ζωής του, με τη σύνταξη να είναι ένα από αυτά. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι για τους μεγαλύτερους υπάρχουν πολύ μικρά περιθώρια συνταξιοδοτικής δικαιοσύνης. Η εφαρμογή νέων μεθόδων είναι δύσκολη, καθώς τα δεδομένα είναι μπλεγμένα και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες ανυπέρβλητες. Οι μνημονιακές διατάξεις για υπολογισμούς συντάξεων βάσει ποσοστών αναπλήρωσης, εισφορών και ετών υπηρεσίας πάσχουν απ’ όλες τις παθογένειες που έχουν προαναφερθεί. Αν και αυτό είναι σε έναν βαθμό παγκόσμιο πρόβλημα, η Ελλάδα διακρίνεται από έλλειψη οράματος, υπό την έννοια ότι για τις νέες γενιές υιοθετούνται πρακτικές οι οποίες αποτελούν αναμηρυκασμό παλαιότερων αποτυχημένων μεθόδων.

Οι εργαζόμενοι του 21ου αιώνα οφείλουν να ακολουθήσουν την τάση απογαλακτισμού από το κράτος, ούτως ώστε να γνωρίζουν ότι το ποσό της σύνταξης που θα λάβουν εξαρτάται από ίδιες δυνάμεις και αποφάσεις, αναλαμβάνοντας φυσικά και το ανάλογο ρίσκο, χωρίς να είναι ωστόσο υποκείμενα πλέον των κρατικών κυβιστήσεων. Η χρήση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών από τους πολίτες μπορεί να οδηγήσει σε μια απώλεια εσόδων για το Δημόσιο σε πρώτη φάση, αλλά μακροπρόθεσμα μειώνεται σημαντικά το κόστος της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η οποία αποτελεί έναν μεγάλο βραχνά για τη δημοσιονομική πολιτική. Το κράτος οφείλει να παρέχει σε αυτή την κατεύθυνση κίνητρα με τη μορφή φοροαπαλλαγών για κάθε αποταμίευση μέρους του μισθού σε ιδιωτικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό. Συγκεκριμένα, ό,τι ποσό εισέρχεται σε αυτόν τον κουμπαρά δεν πρέπει να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος ή σε εταιρικό φόρο στην περίπτωση του εργοδότη. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας κάθε πολίτης θα λαμβάνει την εθνική σύνταξη, η οποία θα εξασφαλίζει ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης, και κάθε επιπρόσθετο ποσό θα συνδέεται άμεσα με τα διαθέσιμα του προσωπικού του λογαριασμού.

Τα κεφάλαια αυτά θα επενδύονται σε ένα μείγμα χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως μετοχές και ομόλογα με σκοπό να αυξηθεί η αξία τους και να μην αποπληθωρίζονται. Ένα μέρος θα μπορούσε να επενδυθεί στην ελληνική αγορά, για να δίνεται μια τονωτική ένεση στην εγχώρια οικονομία. Ακόμη και μια αποταμίευση της τάξης των 100 ευρώ (προ φόρων) τον μήνα για έναν τριαντάχρονο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μηνιαία σύνταξη μεγαλύτερη από την ισχύουσα κατώτατη εθνική σε παρούσες τιμές. Η απόδοση αυτής της επένδυσης εξαρτάται φυσικά από τη χρονική διάρκεια, το ρίσκο και την πορεία των αγορών και των επιτοκίων. Η αβεβαιότητα βαραίνει τον ασφαλιζόμενο και γι’ αυτό οι αποφάσεις πρέπει να εξαρτώνται αποκλειστικά από τον ίδιο. Η χρήση χρηματοοικονομικών συμβούλων μπορεί να βοηθήσει σε περιπτώσεις έλλειψης γνώσεων γύρω από το θέμα αυτό.

Ένα τέτοιο μοντέλο θα εμπεδώσει στους νέους ασφαλιζόμενους το αίσθημα της προσωπικής ικανοποίησης για τη διαχείριση του μέλλοντός τους. Η φοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία θα δέχονταν σίγουρα ένα πλήγμα, αφού θα υπήρχε πλέον ένας τρόπος να αποφεύγεται η υπερφορολόγηση με νόμιμα μέσα. Οι αποταμιεύσεις αυτές θα μπορούσαν να λειτουργούν επίσης ως ιδιότυπες ασφάλειες ζωής, υπό την έννοια ότι θα μπορούν να κληρονομούνται από τους οικείους σε περίπτωση δυστυχημάτων, εν αντιθέσει με τις σημερινές εισφορές, οι οποίες χάνονται. Η διαφαινόμενή ανταμοιβή των κόπων θα έδινε μεγαλύτερη προοπτική και αυτοπεποίθηση στην εργασία, δραπετεύοντας σε έναν βαθμό από τη χαμέρπεια της καθημερινότητας. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι θα αποτελούσε ένα βήμα απεξάρτησης των νέων από την κρατική παρέμβαση σε μια χώρα η οποία έχει δραματική ανάγκη από καινούργιες νοοτροπίες.