Τα επόμενα λάθη με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ - Free Sunday
Τα επόμενα λάθη με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ

Τα επόμενα λάθη με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στην ΠΓΔΜ ήταν ένα σοκ για τον Τσίπρα, τον Ζάεφ και όλους όσοι επένδυσαν στη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ.

Δεν φαίνεται όμως να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον πολιτικό σχεδιασμό των περισσότερων πρωταγωνιστών, οι οποίοι κινούνται σαν να μη συνέβη τίποτα.

Εντυπωσιακό αποτέλεσμα

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι εντυπωσιακό, με την έννοια ότι είχε μπει ένα όριο συμμετοχής 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, κάτω από το οποίο θα ήταν συνταγματικά και κυρίως πολιτικά άκυρο.

Πριν από το δημοψήφισμα πέρασαν από τα Σκόπια οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και κορυφαίοι εκπρόσωποι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, για να εξασφαλίσουν τη μεγάλη συμμετοχή των πολιτών σε αυτό.

Τελικά ψήφισαν στο δημοψήφισμα μόλις 666.743 πολίτες, δηλαδή το 36,9% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Αυτός ο θρίαμβος της αποχής, η οποία ήταν η επίσημη γραμμή του Προέδρου Ιβάνοφ και του εθνικιστικού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO, έχει τεράστια πολιτική σημασία.

Για να καταλάβουμε τις διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός κ. Ζάεφ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στους εκλογικούς καταλόγους, στους οποίους είναι εγγεγραμμένοι 1,8 εκατομμύρια δυνητικοί ψηφοφόροι αλλά μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικοί.

Οι εκλογικοί κατάλογοι δύσκολα αλλάζουν, γιατί σε αυτούς εκφράζονται λεπτές ισορροπίες της συμφωνίας της Αχρίδας μεταξύ σλαβικής πλειοψηφίας και αλβανικής μειοψηφίας. Επιπλέον, εκτιμάται ότι 400.000 πολίτες της ΠΓΔΜ έχουν φύγει στο εξωτερικό για βιοποριστικούς λόγους.

Μέτρο σύγκρισης πρέπει να είναι οι βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2016. Σε αυτές πήραν μέρος 1.191.000 πολίτες. Το κενό της τάξης των 525.000 πολιτών δείχνει την έλλειψη δυναμικής σε ό,τι αφορά τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ.

Από τους 666.743 που πήραν μέρος στο δημοψήφισμα, τα «ναι» ήταν 609.813 ή 91,5% του συνόλου. Τα «όχι» ήταν 37.700 ή 5,7% του συνόλου, ενώ υπήρχαν και 19.221 άκυρα ψηφοδέλτια.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι αν έμπαιναν στο παιχνίδι οι ψηφοφόροι που επέλεξαν την αποχή, θα είχαμε μια σκληρή μάχη μεταξύ του «ναι» και του «όχι» με πιθανότερη την οριακή επικράτηση του «ναι».

Αυτή όμως θα οφειλόταν στη συμπαγή ψήφο υπέρ του «ναι» της αλβανικής μειονότητας, που αναλογεί στο 25% του πληθυσμού, ενώ η σλαβική πλειοψηφία, η οποία αποτελεί και την εκλογική βάση του κ. Ζάεφ, θα ήταν με μεγάλη διαφορά υπέρ του «όχι».

Με βάση το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, χρειάζονται διπλές πλειοψηφίες, για τη σλαβική πλειοψηφία και την αλβανική μειονότητα, για να λειτουργήσει σχετικά ομαλά η δημοκρατία.

Εάν κρίνουμε από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, ο κ. Ζάεφ στερείται της αναγκαίας λαϊκής απήχησης για να προωθήσει μια δύσκολη από πολιτική άποψη συμφωνία.

Προβληματικό υποκατάστατο

Κι ενώ θα περίμενε κανείς να προσαρμόσουν οι πρωταγωνιστές την τακτική και τη στρατηγική τους στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν ότι δεν βλέπουν.

Η επίσημη θέση της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι ότι το 91,5% των πολιτών που πήραν μέρος στο δημοψήφισμα και ψήφισαν «ναι» ανοίγουν τον δρόμο στην ευρωπαϊκή προοπτική της ΠΓΔΜ.

Το πολιτικό πλήγμα για την Ε.Ε. είναι σημαντικό, γιατί το ερώτημα του δημοψηφίσματος είχε διατυπωθεί με τρόπο που αφορούσε άμεσα την ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Εκτιμήθηκε ότι με τον τρόπο αυτόν θα εκδηλωνόταν μια εκλογική δυναμική υπέρ του «ναι», με το σκεπτικό ότι μια χώρα με τόσο πολλά αναπτυξιακά προβλήματα έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει μια θέση στην Ε.Ε.

Επιπλέον, μετά το σοκ του Brexit, το οποίο αποτελεί πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό ακρωτηριασμό της Ε.Ε., έχει επικρατήσει μια ανόητη κατά την άποψή μου στρατηγική, σύμφωνα με την οποία η διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να αποτελέσει ένα είδος αντισταθμίσματος για το Brexit.

Δεν υπάρχει τίποτα συγκρίσιμο μεταξύ των δύο, ενώ αν κρίνουμε και από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, είναι πιθανότερο να βαλκανοποιηθεί η Ε.Ε. με το άνοιγμα στα Δυτικά Βαλκάνια από το να εξευρωπαϊστούν τα Δυτικά Βαλκάνια.

Αν οι Βρυξέλλες δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την πολιτική πραγματικότητα στην ΠΓΔΜ, σκεφτείτε τι έχει να γίνει όταν αρχίσουν να ασχολούνται με πιο σύνθετες περιπτώσεις, όπως είναι το Κόσοβο και κυρίως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου ισχύει το «όλοι εναντίον όλων».

Υποτίθεται ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ είναι συμβολή στη σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά αυτό δεν προκύπτει με βάση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Προς το παρόν αντί για συμβολή στη σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ και των Δυτικών Βαλκανίων έχουμε τη δημιουργία προϋποθέσεων για μερική εθνική,πολιτική αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα.

Είναι αξιοπερίεργο το θέαμα της Ε.Ε. που δυσκολεύεται να διαχειριστεί το Brexit, αδυνατεί να συνεννοηθεί με Ιταλία, Πολωνία και Ουγγαρία, στερείται σοβαρής πολιτικής για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, δείχνει αμήχανη μπροστά στη δυναμική άνοδο της σκληρής και άκρας Δεξιάς στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 και δεσμεύει τόση ενέργεια και τόσο μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο στα Δυτικά Βαλκάνια και ειδικά στην ΠΓΔΜ.

Κατά την άποψή μου, η Ε.Ε. πρέπει πρώτα να οργανώσει την ενίσχυση της συνοχής της, την εμβάθυνση των πολιτικών της και το νέο ξεκίνημα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μετά να αποφασίσει αν θα ασχοληθεί με τη μαύρη τρύπα των Δυτικών Βαλκανίων.

Το χειρότερο σενάριο για την Ε.Ε και την Ελλάδα είναι να ακολουθηθεί η γνώριμη ευρωπαϊκή ρουτίνα, όπου τον ενθουσιασμό για ένα θέμα διαδέχονται η απογοήτευση και η αδράνεια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μπορεί να μείνουμε μόνοι με τις εκκρεμότητες που θα έχουμε δημιουργήσει στη βάση της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ.

Η ώρα των ελιγμών

Η ΠΓΔΜ είναι μια χώρα χωρίς σοβαρή δημοκρατική παράδοση και με εξαιρετικά προβληματικούς θεσμούς. Ακόμη και το ξεκίνημα της ενταξιακής διαδικασίας είναι αμφίβολο, γιατί η διαφθορά σπάει ρεκόρ και είναι θεσμοθετημένη, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη δεν υπάρχει, τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών δεν είναι κατοχυρωμένα.

Σε αυτό το προβληματικό πλαίσιο ο Ζάεφ μπορεί να βγάλει αυθαίρετα συμπεράσματα από τη μεγάλη ήττα που υπέστη στο δημοψήφισμα.

Για να περάσει τη συνταγματική αναθεώρηση από τη Βουλή χρειάζεται πλειοψηφία 2/3, δηλαδή 80 στους 120 βουλευτές. Εάν επικρατούσε στο δημοψήφισμα, ο Ζάεφ θα προκαλούσε εκλογές, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των 2/3 με δημοκρατικό τρόπο.

Οι πιθανότητες να επικρατήσει στις εκλογές είναι περιορισμένες, εφόσον, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η πλειοψηφία του σλαβικού πληθυσμού δεν στηρίζει τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ.

Το πιθανότερο είναι να αξιοποιήσει τον ξένο παράγοντα και διάφορα παρασκηνιακά κίνητρα για να βρει τους 11 βουλευτές που του λείπουν για τη συνταγματική πλειοψηφία 2/3 που χρειάζεται μεταξύ των 51 βουλευτών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του VMRO.

Σε περίπτωση, βέβαια, που θα λύσει το πρόβλημα στο παρασκήνιο αντί με πρόωρες βουλευτικές εκλογές, όλοι καταλαβαίνουμε ότι θα δημιουργηθεί σκηνικό πόλωσης στη γειτονική χώρα, εφόσον θα υπάρχει προφανής αντίθεση μεταξύ της έκφρασης της λαϊκής βούλησης και των μεθοδεύσεων του Ζάεφ και όσων τον στηρίζουν.

Στη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ υπάρχει και ένα χρονικό όριο, το οποίο μπορεί να αποκτήσει πολιτικό ενδιαφέρον με το πέρασμα του χρόνου. Η συμφωνία προβλέπει ρητά ότι οι συνταγματικές τροποποιήσεις πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2018. Αυτό αυξάνει την πίεση στον Ζάεφ να οργανώσει ένα είδος αποστασίας βουλευτών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετατρέπει την όλη διαδικασία σε πολιτικό και διπλωματικό θρίλερ.

Είναι λογικό να περιμένουμε ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θα επιμείνει στον σεβασμό του χρονικού ορίου για τη συνταγματική αναθεώρηση που θέτει η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, αλλά όλα έχουν ημερομηνία λήξης, ιδιαίτερα αν υπάρξει κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα.

Η τακτική της Αθήνας

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν ενδιαφέρονται τόσο για το πολιτικό μήνυμα του δημοψηφίσματος όσο για το γεγονός ότι η διαφαινόμενη καθυστέρηση στην όλη διαδικασία μεταθέτει χρονικά την υποτιθέμενη ρήξη με τον κ. Καμμένο και διευκολύνει την προσπάθεια της κυβέρνησης να πλησιάσει στο τέλος ή και να εξαντλήσει την τετραετία.

Στον πολιτικό σχεδιασμό του Μαξίμου δεν κυριαρχεί η διαχείριση του εθνικού θέματος αλλά η προσπάθεια παράτασης της παραμονής στην εξουσία.

Λογικά ο κ. Τσίπρας θα έπρεπε να είχε γίνει ιδιαίτερα επιφυλακτικός μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Η Αθήνα έχει δώσει υπερβολικά πολλά στα Σκόπια, από την εθνικότητα και το εθνοτικό επίθετο «Μακεδόνας» στο Σύνταγμα της χώρας μέχρι τη γλώσσα και τα διεθνή ακρωνύμια.

Η ελληνική πλευρά καταγράφει κάποια αβέβαια κέρδη στο θέμα του ονόματος, δημιουργώντας όμως ένα σωρό νέα προβλήματα στον εαυτό της. Από τη στιγμή που οι εθνικιστές παραμένουν πολιτικά κυρίαρχοι στον σλαβικό πληθυσμό, γίνεται φανερό ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δεν αποτελεί συμβολή στη σταθεροποίηση στα Δυτικά Βαλκάνια και στη βελτίωση των διμερών σχέσεων, απλώς προετοιμάζει τον επόμενο γύρο με τα Σκόπια ενισχυμένα λόγω των υπογραφών του ΝΑΤΟ και ενδεχομένως της Ε.Ε. που θα έχουν εξασφαλίσει και τους εθνικιστές του VMRO να κυριαρχούν πολιτικά.

Ο ρωσικός παράγοντας

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μπορεί να θεωρηθεί και νίκη της Ρωσίας, η οποία θεωρεί ότι το ΝΑΤΟ εφαρμόζει μια στρατηγική περικύκλωσής της και γι’ αυτό αντιτίθεται στην ένταξη της ΠΓΔΜ στη Συμμαχία.

Η πολιτική επιρροή της Μόσχας στα Σκόπια αποδεικνύεται πολλαπλάσια της οικονομικής επιρροής της. Εβδομήντα πέντε τοις εκατό του εξαγωγικού, εισαγωγικού εμπορίου της ΠΓΔΜ πραγματοποιείται με την Ε.Ε. των «28», ενώ το 75% των ξένων άμεσων επενδύσεων προέρχεται από την Ε.Ε.

Δεύτερη σε οικονομική επιρροή έρχεται η Κίνα με ένα ποσοστό της τάξης του 5%, τρίτη η Τουρκία που κινείται κοντά στο 4% και λίγο πιο κάτω η Ρωσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ε.Ε. έχει κυριαρχήσει οικονομικά στην ΠΓΔΜ και στα άλλα πέντε κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Επομένως η θεωρία σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια για να ενισχυθεί η οικονομική επιρροή της Ε.Ε. έχει συγκεκριμένα όρια, εφόσον η οικονομική διείσδυση έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε εντυπωσιακό βαθμό.

Σε ό,τι αφορά, όμως, την πολιτική επιρροή τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, η Μόσχα εξακολουθεί να έχει την εικόνα μιας μεγάλης, φιλικής προς τη σλαβική πλειοψηφία της ΠΓΔΜ δύναμης.

Η ρωσική διπλωματία είναι κοντά στις θέσεις των εθνικιστών του VMRO, γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης της Ρωσίας μας προειδοποιεί για μια δύσκολη συνέχεια. Σε αυτήν υπογραμμίζεται ότι «η προσέλευση σε ποσοστό 36,8% των ψηφοφόρων σημαίνει ότι το δημοψήφισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο (η προσέλευση θα πρέπει να ανέρχεται στο 50% τουλάχιστον). Πρόκειται για καθαρή ένδειξη του ότι οι Μακεδόνες ψηφοφόροι επέλεξαν να μποϊκοτάρουν τις λύσεις που επιβάλλονται στα Σκόπια και στην Αθήνα έξωθεν – με πολιτικούς ηγέτες του ΝΑΤΟ και των κρατών-μελών της Ε.Ε. να συμμετέχουν αυτοπροσώπως σε αυτή τη μεγάλης κλίμακας καμπάνια προπαγάνδας, παρεμβαίνοντας ανεμπόδιστα στις εσωτερικές υποθέσεις αυτού του βαλκανικού κράτους».

Στη συνέχεια τονίζεται ότι η Ρωσία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, εφόσον «σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Ψηφίσματος 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα αποτελέσματα των συνομιλιών μεταξύ Σκοπίων και Αθηνών θα κριθούν από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας».

Η ρωσική παρέμβαση ενισχύει την αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις, αλλά πρέπει να τονιστεί ότι η ρωσική διπλωματία είναι ακόμη πιο κοντά στις θέσεις των Σκοπίων απ’ ό,τι η ευρωπαϊκή και η αμερικανική.

Πάντα χωρίς στρατηγική

Η δημοσίευση από την εφημερίδα «Καθημερινή» των πρακτικών της συνεδρίασης των πολιτικών αρχηγών και ισχυρών παραγόντων της ΠΓΔΜ στις 27 Ιανουαρίου 2018 και στις 19 Μαΐου 2018 επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει –εξαιτίας των επιλογών του κ. Τσίπρα– εθνική στρατηγική στη διαχείριση ενός τόσο σημαντικού εθνικού θέματος.

Στη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου ο υπουργός Εξωτερικών Ντιμιτρόφ παραδέχεται το αδιέξοδο της διπλωματίας της ΠΓΔΜ επισημαίνοντας ότι «κατ’ αρχάς η Ελλάδα χρησιμοποιεί από το 2007, μετά την αναγνώριση από τις ΗΠΑ, την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική προοπτική μας ως εφαλτήριο. Ο χρόνος μετράει υπέρ της». Απ’ ό,τι φαίνεται, παραιτηθήκαμε από το στρατηγικό πλεονέκτημα που αποκτήσαμε σε βάθος χρόνου με πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα.

Στη συνέχεια ο κ. Ντιμιτρόφ θέτει και απαντά ο ίδιος στο ερώτημα «πώς θα είναι η Ελλάδα μετά τις εκλογές;»: «Στην εξουσία θα είναι η ΝΔ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει σπουδάσει στη Δύση. Πρέπει να βιαστούμε […]. Το δικό μας βασικό επιχείρημα είναι η σταθεροποίηση των Βαλκανίων. Η προσφυγική κρίση έδειξε πού μπορεί να οδηγηθεί η κατάσταση όταν γινόμαστε πρόβλημα για την Ε.Ε.».

Την επιχειρηματολογία του ενίσχυσε ο πρωθυπουργός Ζάεφ λέγοντας: «Αν δεν βρούμε τώρα λύση, θα χάσουμε δέκα χρόνια. Η προσφυγική κρίση αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για την περιοχή, πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το ενδιαφέρον (ακολούθησε και το αντίστοιχο ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ) και να βρούμε μια λύση».

Με βάση όσα είπε ο Ζάεφ στη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου αναφορικά με τις συνομιλίες που είχε με τον Τσίπρα στη Σόφια στις 16 και 17 Μαΐου, η συνεργασία των δύο ανδρών είναι ιδιαίτερα στενή και περιλαμβάνει ακόμη και θέματα εκλογικής τακτικής που είναι εσωτερικές υποθέσεις των δύο χωρών. Ο Ζάεφ περιέγραψε την τακτική Τσίπρα ως εξής: «Ο Τσίπρας έχει καθαρό ότι είναι για εμάς πολύ δύσκολο να αλλάξουμε τη συνταγματική μας ονομασία. Αλλά αν δεν υπάρξουν συνταγματικές αλλαγές, δεν μπορεί να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτή δεν θα προέλθει από τις ψήφους του Καμμένου αλλά από το Ποτάμι. Αυτό θα οδηγούσε σε πρόωρες εκλογές. Από τη ΝΔ δεν περιμένει καμία υποστήριξη, καθώς δίνει στον Βορρά της χώρας μάχη ψήφο με ψήφο ενάντια στον Καμμένο».

Αυτή είναι κατά τον Ζάεφ η άποψη που του εξέθεσε ο Τσίπρας για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα σε σχέση με το περιεχόμενο της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ.

Η εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού ο οποίος αντί να διαπραγματεύεται με την άλλη πλευρά στη βάση εθνικών θέσεων ανταλλάσσει πληροφορίες για χρήσιμους ελιγμούς τακτικής επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση δεν έχει εθνική στρατηγική στο ζήτημα και πως από την αρχή προώθησε τη «λύση» με κομματικά, πολιτικά κριτήρια.

Μέχρι και οι ηγέτες της ΠΓΔΜ, οι οποίοι έχουν φτάσει την αντιπαράθεσή τους στα άκρα και το 2001 έφτασαν στα όρια του εμφυλίου, έκαναν τις αναγκαίες συσκέψεις για να μοιραστούν τον προβληματισμό τους και να δουν αν υπάρχουν περιθώρια για χάραξη κοινής πολιτικής. Από άποψη διαδικασίας μείναμε, με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα, στο «Μακεδονικό» πιο πίσω από την ΠΓΔΜ.