Ο προαναγγελθείς θάνατος των τραπεζών - Free Sunday
Ο προαναγγελθείς θάνατος των τραπεζών

Ο προαναγγελθείς θάνατος των τραπεζών

Οι τράπεζες, για να δώσουν δάνεια, εξέταζαν τρεις παραμέτρους: την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, την αξία των εξασφαλίσεων και τη νομική κατάσταση των εξασφαλίσεων. Οι ίδιες παράμετροι είναι αυτές που καθορίζουν και τη δυνατότητα είσπραξης των δανείων.

Η πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη εξαρτιόταν κυρίως από τα εισοδήματά του. Θεωρητικά η δόση του δανείου δεν έπρεπε να ξεπερνά το 40% των εισοδημάτων του δανειολήπτη. Συνυπολογιζόταν και το ποσοστό χρηματοδότησης σε σχέση με την αξία της συναλλαγής. Την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση χρηματοδοτήθηκαν πολλά στεγαστικά, κυρίως, αλλά και επαγγελματικά δάνεια σε ποσοστό 100% και σχεδόν όλα αφορούσαν σε αγορά ακινήτων. Ένα σημαντικό ποσοστό στεγαστικών δανείων επίσης αφορούσε σε επισκευές, ουσιαστικά σε συγκαλυμμένη κατανάλωση ή άτυπο κεφάλαιο κίνησης. Είναι γεγονός ότι σημειώθηκαν καταχρήσεις και ότι η διάθεση ρίσκου εκ μέρους των τραπεζών αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία πριν από την κρίση.

Ήρθε η κρίση και τα εισοδήματα μειώθηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις τα εισοδήματα μηδενίστηκαν, αφού θέσεις εργασίας χάθηκαν με ραγδαίους ρυθμούς. Όλες οι κυβερνήσεις όμως επέλεξαν να φορολογήσουν σε υψηλά ποσοστά τα πάσης φύσεως εισοδήματα, ιδίως αυτά που προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα, κρατώντας ταυτόχρονα ψηλά μη παραγωγικές κρατικές δαπάνες. Η αγορά άρχισε να στεγνώνει από ρευστό.

Η αξία των ακινήτων υπολογιζόταν από τα εξειδικευμένα τμήματα ή θυγατρικές των τραπεζών. Στην εποχή που το χρήμα κυκλοφορούσε, η ζήτηση ήταν αυτή που πίεζε τις τιμές προς τα πάνω. Όσο κι αν ήθελαν οι εκτιμητές να είναι συντηρητικοί, η πίεση του κοινού, το πραγματικό γεγονός ότι γίνονταν συναλλαγές σε υψηλές τιμές και ο ανταγωνισμός διαμόρφωσαν υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων.

Μετά το 2009

Από το 2009 και μετά το χρήμα που κυκλοφορούσε μειώθηκε, η διάθεση για αγορές περιορίστηκε. Η μείωση της ζήτησης πίεσε τις τιμές προς τα κάτω. Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ και του τεκμηρίου εισοδήματος από την κατοχή ακινήτου χτύπησε ακόμη περισσότερο τις αξίες. Κάποτε η αγορά ακινήτου αρχικά, πρώτης κατοικίας αργότερα, εξαιρούνταν από το πόθεν έσχες. Αφού καταργήθηκε, εν μέσω κρίσης, και αυτή η εξαίρεση, δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο η δυνατότητα αγοράς. Ο φόβος κατάρρευσης της χώρας, η ανάληψη των καταθέσεων από τις τράπεζες και τα capital controls μείωσαν ακόμη περισσότερο το χρήμα που κυκλοφορεί, αλλά και τη διάθεση του κοινού για επένδυση. Ακόμη και σήμερα η κάλυψη στοιχειωδών αναγκών αναστέλλεται μέχρι να εμπεδωθεί η ψυχολογική ασφάλεια ότι η χώρα σταθεροποιείται. Όλα αυτά μείωσαν την αξία των εξασφαλίσεων και αφαίρεσαν από τον οφειλέτη το κίνητρο να τις διασώσει.

Ο νομικός έλεγχος των εξασφαλίσεων ήταν και παραμένει ο ίδιος. Οι εξασφαλίσεις, κυρίως υποθηκευμένα ακίνητα, είναι νομικά κατάλληλες. Το παράπλευρο ζήτημα που προκύπτει εκ των υστέρων είναι ότι ήδη από τα καλά τα χρόνια οι τράπεζες κατηγορούνταν στα λόγια ότι δεν χρηματοδοτούν την επιχειρηματικότητα, παρά μόνο όποιον έχει να προσφέρει ακίνητα για εξασφάλιση του δανείου. Σήμερα κατηγορούνται στ’ αλήθεια, από τους ανακριτές, ότι έδωσαν δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις. Μην περιμένετε… κουρέματα δανείων!

Οι αλήθειες για τις τράπεζες

Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες μοίρασαν εύκολο χρήμα. Χρηματοδότησαν εύκολα το 100% των δραστηριοτήτων, όταν παλιότερα χρηματοδοτούνταν ποσοστό από 50% έως 70% και ζητούνταν από τον δανειολήπτη να βάζει δικά του λεφτά στο όποιο εγχείρημά του. Είναι αλήθεια ότι χάλασαν συνειδήσεις μέσα από αυτή την πορεία.

Είναι επίσης αλήθεια ότι οι τράπεζες δάνεισαν αφειδώς το ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και όταν αυτό είχε εμφανίσει ξεκάθαρα στοιχεία χρεοκοπίας. Πρώτες αυτές έπρεπε να έχουν δει τα σημάδια και να περιορίσουν τις αγορές ομολόγων, αλλά αν το είχαν κάνει θα είχαν στριμώξει τους πολιτικούς.

Τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις με χρήματα των φορολογουμένων πραγματοποιήθηκαν, από τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις, αλλά σε σημαντικό ποσοστό οι διοικήσεις των τραπεζών έμειναν περίπου οι ίδιες. Ποιος να ψέξει ποιον, άλλωστε.

Οι ανερμάτιστες πολιτικές

Στην απόλυτη κατάρρευση που βιώνουμε σήμερα αποκλειστικά υπεύθυνο είναι το ελληνικό κράτος, μέσα από τις ανερμάτιστες πολιτικές όλων των «μνημονιακών» κυβερνήσεων. Καθένα επιμέρους μέτρο έχει τις αιτιολογήσεις του, είναι όμως ξεκομμένο από τη συνολική πραγματικότητα. Ενδεικτικά, με τον ευγενικό στόχο της πάταξης της φοροδιαφυγής μπήκε πόθεν έσχες παντού. Και με αυτόν τον τρόπο το αφορολόγητο, το μαύρο χρήμα, ειδικά μετά τα capital controls, επέλεξε να μείνει μακριά από τα ακίνητα, όπου παραδοσιακά κατευθυνόταν, στα σεντούκια ή στο εξωτερικό.

Ουδέποτε βέβαια οι τράπεζες έδωσαν δάνεια με την υπόσχεση ότι στη συνέχεια θα χαρίσουν τα χρήματα. Κάθε δανειζόμενος ήξερε από την αρχή ότι πρέπει να επιστρέψει το ποσό.

Όλες οι κυβερνήσεις, για να προστατέψουν τον «κοσμάκη», επέβαλαν πάγωμα των πλειστηριασμών. Κι έτσι νομιμοποιήθηκε, αν δεν ιδρύθηκε, το «δεν πληρώνω» σε μια σημαντική, ίσως τη σημαντικότερη παράμετρό του. Την ίδια στιγμή όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις προώθησαν σκληρές ποινικές διώξεις κατά των παλιών και νέων οφειλετών του Δημοσίου. Λογικά, λοιπόν, ο κόσμος προσπάθησε να πληρώσει τους φόρους και άφησε τις τράπεζες. Και ήρθε και ο νόμος Κατσέλη, ο οποίος θεσμοθέτησε και δημιούργησε τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.

Εφόσον από την πρώτη στιγμή πάγωσαν οι πλειστηριασμοί, οι τράπεζες έχασαν το βασικό εργαλείο ανάκτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και τούτο από την αρχή της κρίσης, όταν ακόμη υπήρχαν δυνάμεις. Έκαναν και οι ίδιες σοβαρά λάθη, όταν απέρριπταν προτάσεις ρυθμίσεων από τους οφειλέτες. Δυο-τρία χρόνια αργότερα παρακαλούσαν οι ίδιες για παρόμοιες ρυθμίσεις, πλην όμως οι οφειλέτες είτε είχαν ήδη χρεοκοπήσει είτε είχαν πονηρέψει. Ποιος θα πληρώσει εν μέσω παγώματος πλειστηριασμών και με δεδομένο τότε ότι το πάγωμα θα συνεχιζόταν;

Σήμερα πλειστηριασμοί επιτρέπονται, αλλά μόνο στην εμπορική –τρέχουσα– αξία, και επομένως είναι ασύμφοροι. Άρα ο οφειλέτης δεν κινδυνεύει. Ουδείς, ακόμη και σήμερα, διανοείται να προτείνει έναρξη πλειοδοσιών στα 2/3 της αξίας, όπως γινόταν πριν από το 2008, για να δώσει ώθηση στους πλειστηριασμούς.

Η ώρα του λογαριασμού

Υπάρχει βέβαια και η επιλογή να κλείσουμε τις τράπεζες, μεταξύ άλλων και για να τιμωρήσουμε την απληστία των περασμένων ετών. Θα μπουν σε εκκαθάριση και όταν και αν οι εκκαθαριστές μαζέψουν τα δάνεια, σε καμιά εικοσαριά χρόνια τουλάχιστον, θα αποδώσουν τις καταθέσεις, βαθιά κουρεμένες. Όπως ακριβώς γίνεται με όλες τις επιχειρήσεις που πτωχεύουν. Όσοι είχαν να παίρνουν από τις ασφαλιστικές που έκλεισαν αντιλαμβάνονται ακριβώς τι θα συμβεί.

Μέσα σε μία δεκαετία έγινε ό,τι ακριβώς έπρεπε για να μην μπορέσουν οι τράπεζες να ανακτήσουν τα δάνεια. Και σήμερα τίποτε από αυτά δεν έχει αντιστραφεί.        Η συνολική οικονομική πολιτική αποτυγχάνει εδώ και δέκα χρόνια να εξαλείψει τις παθογένειες του παρελθόντος και να φέρει σοβαρούς ρυθμούς ανάπτυξης, μοναδική προϋπόθεση για να υπάρξουν διαθέσιμα εισοδήματα που θα εξυπηρετήσουν τα δάνεια και αξίες εξασφαλίσεων, οι οποίες θα δώσουν χρόνο στις τράπεζες για διακανονισμούς. Η χώρα, στη διάρθρωσή της, στη νοοτροπία και στον καθημερινό τρόπο δουλειάς, ελάχιστα έχει αλλάξει. Η παρούσα κυβέρνηση διαφημίζει τη διάθεσή της να επιστρέψει στα πρότυπα του παρελθόντος. Αλλά τώρα δεν υπάρχουν δανεικά απ’ έξω.

Επομένως, αυτό που συμβαίνει στο χρηματιστήριο με επίκεντρο τις τράπεζες είναι απολύτως φυσιολογικό. Δεν αλλάξαμε και βουλιάζουμε.

Ειδικά στις τράπεζες έχουμε επιλέξει ως κοινωνία να ρισκάρουμε τις καταθέσεις όλων και κυρίως των συνεπών πολιτών, αυτών που πλήρωσαν τα δάνεια, για να μη χάσουν τα σπίτια οι ασυνεπείς, και μόνο αυτοί, δανειολήπτες. Αυτό ονομάστηκε κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν έχει σημασία εάν, τεχνικά, δεν γίνει κούρεμα. Τον λογαριασμό θα τον πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή όλοι μας. Κάποιοι μπορεί και να χαρούν.

Το χρηματιστήριο δείχνει ότι πρέπει να ληφθούν σκληρές αποφάσεις συνολικά για την οικονομία.

Οι πολίτες θα δείξουν στις εκλογές αν έχουν αντιληφθεί το τι πρέπει να ζητήσουν από τους πολιτικούς