Η «σταθεροποίηση» των Σκοπίων αποσταθεροποιεί την Αθήνα - Free Sunday
Η «σταθεροποίηση» των Σκοπίων αποσταθεροποιεί την Αθήνα
Η κυβέρνηση Τσίπρα δίνει βαλκανικά χαρακτηριστικά στην πολιτική ζωή.

Η «σταθεροποίηση» των Σκοπίων αποσταθεροποιεί την Αθήνα

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. των «28», το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, με το σκεπτικό ότι θα σταθεροποιήσει την κατάσταση στην ΠΓΔΜ και θα ξεκινήσει μια διαδικασία σταθεροποίησης στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά και όσα προηγήθηκαν αυτής στην κυβέρνηση και στους χειρισμούς για το «Μακεδονικό» μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να φτάσουμε σε αποσταθεροποίηση της Αθήνας, αλλά και των Σκοπίων, επιδιώκοντας την υποτιθέμενη σταθεροποίηση της γειτονικής χώρας και των Δυτικών Βαλκανίων.

Προβληματική κατάσταση

Η κατάσταση στη γειτονική χώρα είναι προβληματική και αυτό δεν έχει σχέση με την επικράτηση του Ζάεφ και της κεντροαριστεράς, όσο με το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού συστήματος.

Η εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO προβαίνει σε εντυπωσιακές καταγγελίες για τον τρόπο που χειρίζονται ο Ζάεφ και οι συνεργάτες του τη συμφωνία στην οποία έφτασε με τον κ. Τσίπρα.

Για παράδειγμα, θεωρούν ότι, παρά την κυβερνητική αποτυχία στο σχετικό δημοψήφισμα, υπήρξε ευρύτατη νοθεία, με το 10% των ψηφοδελτίων που μετρήθηκαν υπέρ του «ναι» να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα. Ζητούν μάλιστα τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, κάτι που αρνείται η κυβέρνηση Ζάεφ και δεν επιθυμεί η Ε.Ε., γιατί αυτές οι επιτροπές στην ΠΓΔΜ λειτουργούν σε βάθος χρόνου και χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Η αντιπολίτευση υποστηρίζει επίσης ότι τα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει προσωπικές εταιρείες μέσω των οποίων ελέγχουν τον κύκλο εργασιών σε διάφορους κλάδους, μαζί με τη δημόσια και την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Η υπόθεση της ΔΕΗ, η οποία κατέβαλε 4,8 εκατ. ευρώ απευθείας στο Νο2 της κυβερνητικής ιεραρχίας για την εξαγορά εταιρείας του που έχανε χρήματα με ρυθμό 5 εκατ. ευρώ τον χρόνο και είχε οφειλές ανώτερες των 20 εκατ. ευρώ, ενισχύει το επιχείρημα της αντιπολίτευσης. Με βάση όσα υποστηρίζουν οι εκπρόσωποί της στις Βρυξέλλες, η ΠΓΔΜ έπεσε 41 θέσεις, από την 66η στην 107η, στην κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας μέσα σε δύο χρόνια εξαιτίας της διαφθοράς της νέας κυβέρνησης.

Ο Ζάεφ κατηγορείται επίσης ότι ασκεί πίεση σε 300 στελέχη του VMRO, με βάση όσα έκαναν όσο ήταν στην κυβέρνηση και με τελικό στόχο να ανταλλάξει την έγκριση της συνταγματικής αναθεώρησης από πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή με την αμνήστευση βουλευτών και στελεχών της αντιπολίτευσης.

Χειρότερος ο Γκρούεφσκι

Πολλά από τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης είναι βάσιμα, αλλά ο Ζάεφ, παρά τη διαφθορά και τους εκβιασμούς που ασκεί, είναι σίγουρα καλύτερος από τον πρώην πρωθυπουργό και ηγέτη του VMRO Γκρούεφσκι.

Ο τελευταίος είχε αναγάγει τη διαφθορά και τη νομή της εξουσίας σε επιστήμη, ενώ είχε στήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο τηλεφωνικών υποκλοπών, για να καταγράφει και στη συνέχεια να εκβιάζει τους πολιτικούς αντιπάλους του.

Εμάς όμως δεν μας ενδιαφέρει τόσο η σύγκρουση Ζάεφ-Γκρούεφσκι όσο η συνολική εικόνα του πολιτικού συστήματος της γειτονικής χώρας, η οποία είναι άθλια. Αυτό έχει τεράστια σημασία για τις μελλοντικές εξελίξεις.

Πρώτον, εφόσον δεν υπάρχει στοιχειώδης συνεννόηση μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της σλαβικής πλειοψηφίας της χώρας, δεν υπάρχει σταθερό πλαίσιο για τη συνεννόηση Ελλάδας-ΠΓΔΜ.

Δεύτερον, αργά ή γρήγορα θα επικρατήσουν ξανά οι εθνικιστές του VMRO, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσουν τις υπογραφές του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. που εξασφαλίζει η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ για να συνεχίσουν τη στρατηγική του «μακεδονισμού»-αλυτρωτισμού, έχοντας εξασφαλίσει την αναβάθμιση της διεθνοπολιτικής θέσης της ΠΓΔΜ.

Τρίτον, οι μεθοδεύσεις που ακολουθούνται στα Σκόπια επηρεάζουν τους χειρισμούς της Αθήνας, ρίχνοντας χαμηλά το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Η εξαγορά της εταιρείας του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ζάεφ από τη ΔΕΗ λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε μία εξαιρετικά προβληματική, από πολιτική και θεσμική άποψη, χώρα, όπως η ΠΓΔΜ.

Μαύρη τρύπα τα Δυτικά Βαλκάνια

Τα πολιτικά, θεσμικά προβλήματα δεν περιορίζονται βέβαια στην ΠΓΔΜ. Είναι χαρακτηριστικό των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.

Στο Κόσοβο δεν υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των μεγάλων κομμάτων, με τον κυβερνητικό συνασπισμό να στερεί από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βασικά του δικαιώματα. Επίσης, δεν υπάρχει πρόοδος στη συνεννόηση με τους Σέρβους, παρά τα φιλόδοξα σχέδια που προβάλλονται κάθε τόσο και περιλαμβάνουν μέχρι και ανταλλαγή εδαφών για να ενισχυθεί η εθνική ομοιογένεια.

Χωρίς ώριμους πολιτικούς θεσμούς και με μεγάλες διαφορές με τους Σέρβους, το Κόσοβο μοιάζει με άλυτο πρόβλημα.

Χειρότερη είναι η κατάσταση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η οποία είναι μια διαιρεμένη δυσλειτουργική χώρα. Η συνεννόηση μεταξύ Σέρβων, Κροατών και Μουσουλμάνων αποδεικνύεται αδύνατη, ενώ οι Σέρβοι εθνικιστές κερδίζουν πολιτικό έδαφος, γεγονός που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για σκληρότερες συγκρούσεις.

Είναι τέτοια η απογοήτευση του πληθυσμού ώστε παρατηρείται μαζική φυγή από τη χώρα όχι μόνο εργαζομένων αλλά ολόκληρων οικογενειών, κυρίως μέσω Σλοβενίας και Κροατίας, που αποτελούσαν και αυτές μέρος της Γιουγκοσλαβίας πριν από τη διάλυσή της.

Στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ο κανόνας είναι η έλλειψη ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, η αδιαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, η εκτεταμένη διαφθορά και η οικογενειοκρατία. Οι θεσμοί που μπορούν να εξασφαλίσουν τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους είναι υπανάπτυκτοι και δεν παρατηρείται ουσιαστική πρόοδος.

Η Ε.Ε. εμφανίζεται ενθουσιώδης σε ό,τι αφορά τη διεύρυνση προς την ΠΓΔΜ και τα Δυτικά Βαλκάνια, μια προσεκτική ανάλυση όμως των Ευρωπαίων αξιωματούχων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία θα είναι σύνθετη και χρονοβόρα. Οι ίδιοι παραδέχονται ότι πρέπει να γίνουν πολλά για να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε.

Οι πολιτικοί που θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα δυσκολευτούν πολύ να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας τόσο προβληματικής διεύρυνσης σε μια περίοδο κατά την οποία η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και προκλήσεις. Η κοινή γνώμη σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία αναμένεται να αντιδράσει στη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια και ο αρχικός ενθουσιασμός των Ευρωπαίων πολιτικών θα δώσει τη θέση του στον προβληματισμό για το υψηλό πολιτικό, εκλογικό κόστος.

Η γρήγορη και πρόχειρη διεύρυνση που επιχειρείται προς ΠΓΔΜ και Δυτικά Βαλκάνια προβάλλεται ως η θεραπεία για πάσα πολιτική νόσο. Υποτίθεται ότι θα αντισταθμίσει το Brexit, που είναι μεγάλο οικονομικό και πολιτικό πλήγμα για την Ε.Ε., και θα περιορίσει τη ρωσική επιρροή στα Δυτικά Βαλκάνια σε μια περίοδο κατά την οποία το ζήτημα της Κριμαίας και της Ανατολικής Ουκρανίας φαίνεται να έχει κριθεί υπέρ της Ρωσίας, ενώ ενισχύονται οι φωνές, όπως της Ιταλίας, που ζητούν την κατάργηση των ευρωπαϊκών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της.

Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν σοβαροί δημοκρατικοί θεσμοί στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων για να στηρίξουν τη διαδικασία της ένταξης και δημιουργούνται από την πλευρά της Ε.Ε. υπερβολικές προσδοκίες σε ό,τι αφορά την οικονομία και την κοινωνία, δημιουργείται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η στρατηγική της σταθεροποίησης μπορεί να οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση.

Στην ΠΓΔΜ αυτά που συμβαίνουν δεν έχουν καμία σχέση με την επιδιωκόμενη σταθεροποίηση. Είναι εντελώς διαφορετική η πολιτική δυναμική που αναπτύσσεται στη σλαβική πλειοψηφία του πληθυσμού από αυτήν που αναπτύσσεται στην εξαιρετικά σημαντική αλβανική μειοψηφία.

Τα δύο κόμματα που κυριαρχούν στο 75% του πληθυσμού της χώρας που αποτελεί τη σλαβική πλειοψηφία έχουν κηρύξει τον πόλεμο το ένα στο άλλο και δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες πολιτικής συνεννόησης και περιορισμού της έντασης.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού αντιμετώπισε με παγερή αδιαφορία το δημοψήφισμα που προώθησε με δυναμικό τρόπο η Ε.Ε. και δεν εντυπωσιάζεται από τις υποσχέσεις για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον. Είναι σχετικά εύκολο να περάσει ο πληθυσμός από την αδιαφορία στη δυσαρέσκεια και στη συνέχεια στην οργή, μόλις γίνει φανερό ότι οι υποσχέσεις για θεαματική άνοδο του βιοτικού επιπέδου είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθούν.

Δηλητήριο για την πολιτική ζωή

Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται η κυβέρνηση Τσίπρα το «Μακεδονικό» και τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δηλητηριάζει την πολιτική ζωή της χώρας και θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλει στην αποσταθεροποίηση.

Το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στην αντίθεση μεταξύ των κυβερνητικών επιλογών και της θέλησης του ελληνικού λαού. Η πολιτική του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του απορρίπτεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Η κυβέρνηση ακολουθεί τη δική της πορεία, αδιαφορώντας για τις λαϊκές αντιδράσεις. Αυτό λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για το πολιτικό σύστημα, γιατί δημιουργεί έλλειψη νομιμοποίησης της εξουσίας στην αντίληψη των περισσότερων πολιτών.

Στα εθνικά θέματα χρειάζεται η συναίνεση της ευρύτερης πλειοψηφίας για να υποστηριχτεί η στρατηγική που ακολουθείται σε βάθος χρόνου.

Αντιμέτωπη με τη λαϊκή αποδοκιμασία, η κυβερνητική ηγεσία υποστηρίζει ότι είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στην εφαρμογή της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ και πως αργά ή γρήγορα οι πολίτες θα αντιληφθούν την ορθότητα των θέσεών της. Προχωράει και σε ατυχείς παραλληλισμούς με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για να πείσει για την αναγκαιότητα των επιλογών της.

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, οι αντιρρήσεις της ΝΔ για τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ λειτουργούν σταθεροποιητικά, γιατί στέλνουν το μήνυμα στον λαό ότι το πολιτικό σύστημα παίρνει υπόψη του τις ευαισθησίες του και πως η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δεν είναι ένας μονόδρομος που τον ακολουθούν τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, σπρώχνοντας τον κόσμο σε ακραίες πολιτικές αντιδράσεις.

Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η στάση του ελληνικού λαού έναντι της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αυτοί που την υπέγραψαν βρουν τις αναγκαίες δυνάμεις για την εφαρμογή της.

Πρώτον, η συμφωνία είναι βαθιά προβληματική για τα καλώς εννοούμενα εθνικά μας συμφέροντα, ιδιαίτερα στα θέματα της εθνότητας και της γλώσσας, με αποτέλεσμα η απόρριψή της να γίνεται πιο μαζική στη Βόρεια Ελλάδα.

Δεύτερον, ο προβληματικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος της γειτονικής χώρας θα οδηγήσει σε μεγάλες εντάσεις και σε αυθαίρετες ερμηνείες σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της.

Ακόμη και να δεχτούμε να ζημιώσουμε τα καλώς εννοούμενα εθνικά μας συμφέροντα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα ησυχάσουμε. Οι σημερινές υποχωρήσεις θα οδηγήσουν στις αυριανές παρερμηνείες και σε διεκδικήσεις.

Τρίτον, δεν πρόκειται να υπάρξουν τα οφέλη από την εφαρμογή της συμφωνίας τα οποία διαφημίζει η κυβερνητική ηγεσία. Η σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ και των Δυτικών Βαλκανίων είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, που ελάχιστα επηρεάζεται από τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Τα αίτια της αστάθειας είναι πολλά και βαθύτερα. Ειδικά σε ό,τι αφορά την ΠΓΔΜ, η Ελλάδα μπορεί να έχει τα οικονομικά οφέλη της συνεργασίας, εφόσον είναι ήδη ο τρίτος εμπορικός εταίρος, στο πλαίσιο της Ε.Ε., της γειτονικής χώρας, χωρίς να βγει ζημιωμένη εθνικά και κρατώντας αποστάσεις από το πολιτικό, διεθνοπολιτικό ναρκοπέδιο των Δυτικών Βαλκανίων.

Σκοτεινές μεθοδεύσεις

Το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των χειρισμών των Σκοπίων λειτουργεί σαν καταλύτης για την πτώση της πολιτικής ποιότητας της κυβέρνησης Τσίπρα.

Η πολυσυζητημένη επένδυση της ΔΕΗ σε εταιρεία βασικού συνεργάτη του κ. Ζάεφ, με τα χρήματα να πηγαίνουν σε προσωπικό και όχι εταιρικό λογαριασμό, δείχνει πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει η Αθήνα, βαλκανοποιώντας την κυβερνητική συμπεριφορά και τους σχετικούς χειρισμούς.

Την εξαιρετικά αρνητική εικόνα συμπληρώνουν οι κατηγορίες που αντάλλαξαν ο υπουργός Άμυνας κ. Καμμένος με τον υπουργό Εξωτερικών κ. Κοτζιά για τα μυστικά κονδύλια των υπουργείων τους, υπονοώντας ότι έχουν ενταχθεί στη βιομηχανία παραγωγής πολιτικού χρήματος. Φαίνεται ότι είναι μεγάλος ο πειρασμός για τους πρωταγωνιστές στα Σκόπια και στην Αθήνα να διαχειριστούν ένα εθνικό θέμα στη βάση οικονομικών διευκολύνσεων, χορηγιών και προκλητικής αυτοεξυπηρέτησης σε βάρος των δημόσιων οικονομικών.

Ο κ. Καμμένος έριξε λάδι στη φωτιά δηλώνοντας στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι ο κ. Κοτζιάς έχει πάρει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από τον διεθνή επενδυτή-κερδοσκόπο Σόρος για να προωθήσει τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ.

Να θυμίσουμε ότι η προσωπική καταγγελία του Σόρος από τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας κ. Όρμπαν και η πρωτοβουλία που πήρε να περιορίσει τις δραστηριότητες ενός μεγάλου και εξαιρετικού ιδιωτικού ΑΕΙ που ελέγχεται από τον Σόρος τού κόστισαν την ταπεινωτική πολιτική καταδίκη του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη βάση ενός ψηφίσματος που υποστηρίχτηκε απ’ όλους τους ευρωβουλευτές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εναντίον όσων στρέφονται κατά του Σόρος, σε κυβερνητικό επίπεδο, όμως, άφησε ακάλυπτο τον κ. Κοτζιά έναντι των κατηγοριών που εκτόξευσε σε βάρος του ο κ. Καμμένος, προκαλώντας έτσι την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Ο κ. Καμμένος έχει ένα ιστορικό εντελώς αβάσιμων και συκοφαντικών «αποκαλύψεων» σε βάρος όσων θεωρεί πολιτικούς αντιπάλους, ενώ στο «Μακεδονικό» υποτίθεται ότι Τσίπρας και Κοτζιάς προωθούν την ίδια πολιτική, για την οποία εκφράζει δυναμικά τις αντιρρήσεις του ο κ. Καμμένος.

Το σίριαλ με την επένδυση της ΔΕΗ, τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Άμυνας και του υπουργείου Εξωτερικών και τις αστήρικτες καταγγελίες Καμμένου για εμπλοκή Σόρος στην κυβερνητική διαχείριση του «Μακεδονικού» ενισχύει τους φόβους για διολίσθηση της ελληνικής πολιτικής ζωής σε βαλκανικές καταστάσεις.

Τι πρέπει να γίνει

Αντί να συμβάλουμε στην αποσταθεροποίηση στο όνομα της υποτιθέμενης σταθεροποίησης, πρέπει να χαράξουμε διορθωτικές κινήσεις, για να περιορίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη ζημιά.

Πρώτον, πρέπει να αποσύρουμε την υποστήριξή μας σε μια γρήγορη και πρόχειρη διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια και να προβάλουμε θέσεις που στηρίζονται από την ευρύτερη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών και αναγνωρίζονται, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, και από τους πιο δυναμικούς υποστηρικτές της γρήγορης διεύρυνσης.

Στα Δυτικά Βαλκάνια και ειδικά στην ΠΓΔΜ να προσφέρουμε, υπό προϋποθέσεις, ευρωπαϊκή προοπτική και όχι υποχρεωτικά ένταξη στην Ε.Ε. Εάν τελικά θα υπάρξει ένταξη σε βάθος δεκαετιών, θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα αυτών των κρατών να προχωρήσουν στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό τους, αλλά και την εσωτερική κατάσταση, τις προτεραιότητες της Ε.Ε. και τη θέληση των ευρωπαϊκών λαών.

Δεύτερον, πρέπει να βρούμε τρόπους παραπέρα ανάπτυξης της οικονομικής συνεργασίας σε ό,τι αφορά το εμπόριο, τις επενδύσεις, τα διεθνοποιημένα έργα υποδομής. Η πρόοδος σε αυτόν τον τομέα είναι αμοιβαία επωφελής και δεν περνάει από την ανάληψη πρόσθετων πολιτικών υποχρεώσεων από την Ελλάδα.

Έχει αποδειχθεί ότι όταν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι καλές, η οικονομική επιρροή στη γειτονική χώρα αυξάνεται, ανεξάρτητα από το επίπεδο των πολιτικών σχέσεων. Για να επεκταθούμε, στον οικονομικό τομέα, στην ΠΓΔΜ, δεν χρειάζεται να ταπεινωθούμε αλλά να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια της οικονομίας μας και το τραπεζικό σύστημα, που βρίσκεται σε φάση οργανωμένης βαλκανικής υποχώρησης.

Τρίτον, η όποια συμβολή μας στη σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ και των Δυτικών Βαλκανίων δεν επιβάλλει εθνικές υποχωρήσεις, το αντίθετο μάλιστα. Δεν υπάρχει κράτος-μέλος της Ε.Ε. πρόθυμο να συμβάλει στη σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων σε βάρος των εθνικών του συμφερόντων, από τη Γερμανία και την Αυστρία μέχρι την Κροατία και τη Βουλγαρία. Είναι αδιανόητο να αποτελέσει η Ελλάδα εξαίρεση σε αυτόν τον ευρωπαϊκό κανόνα.