«Ιταλοποίηση» της ελληνικής οικονομίας - Free Sunday
«Ιταλοποίηση» της ελληνικής οικονομίας
Η κρίση με τη Ρώμη διευκολύνει την κυβέρνηση και τιμωρεί την οικονομία

«Ιταλοποίηση» της ελληνικής οικονομίας

Η κρίση που έχει εκδηλωθεί στις σχέσεις Ρώμης και Βρυξελλών για το θέμα της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ιταλία προβλέπεται να έχει συνέχεια.

Με βάση τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών, και οι δύο πλευρές θέλουν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές.

Επιμένει η Ρώμη

Ο κυβερνητικός συνασπισμός Κινήματος Πέντε Αστέρων και Λέγκας εκτιμά ότι κερδίζει πολιτικά από τη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και πως ενδεχόμενη επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας δεν θα περάσει στην καθημερινότητα των πολιτών πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019.

Επιδιώκει, λοιπόν, να μετατρέψει τη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες σε μέθοδο συσπείρωσης των Ιταλών γύρω από τα κυβερνητικά κόμματα και μεγαλύτερης αποδυνάμωσης των παραδοσιακών κομμάτων της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς.

Το πολιτικό σχέδιο φαίνεται να εφαρμόζεται με επιτυχία, εφόσον τα δύο κυβερνητικά κόμματα αθροίζουν εκλογικά ποσοστά 58%-60%, ενώ η Forza Italia του Μπερλουσκόνι έχει πέσει κάτω από το 10% και το μέχρι πρόσφατα πανίσχυρο Δημοκρατικό Κόμμα έχασε περίπου τις μισές δυνάμεις του στις βουλευτικές εκλογές, πέφτοντας στο 20%, και τώρα δείχνει να υποχωρεί προς το 15%.

Σκληρή απάντηση

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται, για τους δικούς τους λόγους, για κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την ιταλική κυβέρνηση γύρω από το θέμα της οικονομικής πολιτικής.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει απορρίψει δύο φορές τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2019, επισημαίνοντας μεγάλες αποκλίσεις με βάση προηγούμενες δεσμεύσεις και τους κανόνες της Ευρωζώνης. Το Eurogroup υποστηρίζει ομόφωνα –με εξαίρεση φυσικά την Ιταλία– τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και φαίνεται έτοιμο να προχωρήσει στις αρχές Δεκεμβρίου στο ξεκίνημα της διαδικασίας για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ιταλίας.

Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης κυριαρχούν κεντροδεξιές και κεντροαριστερές δυνάμεις, που θέλουν να στείλουν το μήνυμα, ενόψει ευρωεκλογών, ότι ο δεξιόστροφος λαϊκισμός του Σαλβίνι και του Ντι Μάγιο οδηγεί σε αδιέξοδο, όπως ακριβώς ο αριστερόστροφος λαϊκισμός του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.

Οι δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και κυβερνητικών παραγόντων μεγαλώνουν την αναταραχή που εκδηλώνεται στις διεθνείς αγορές σε βάρος της αξιοπιστίας του ιταλικού Δημοσίου. Τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου του ιταλικού Δημοσίου έχουν ήδη σκαρφαλώσει στο 3,5% και δεν αποκλείεται να φτάσουν σύντομα στο 4%. Δημιουργείται έτσι κλίμα αστάθειας, το οποίο έχει σαν συνέπεια την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του τεράστιου ιταλικού χρέους, την αποσταθεροποίηση ιταλικών τραπεζών που έχουν μεγάλη έκθεση στο χρέος του ιταλικού Δημοσίου και την επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος. Καταγράφεται ήδη επιβράδυνση του χαμηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αναβολή επενδύσεων λόγω αβεβαιότητας και κόστους χρήματος και αδυναμία δημιουργίας επαρκών νέων θέσεων εργασίας.

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόφσκις έδωσε το κλίμα, υπογραμμίζοντας ότι η ιταλική κυβέρνηση υπνοβατεί προς το αδιέξοδο και πως είναι πιθανό κάθε Ιταλός να επιβαρυνθεί με 1.000 ευρώ τον χρόνο εξαιτίας του μεγαλύτερου κόστους διαχείρισης του χρέους.

Η θέση της κυβέρνησης

Σε αυτό το πλαίσιο η θέση της ελληνικής κυβέρνησης αποκτά μεγάλη πολιτική σημασία. Το Eurogroup χρειάζεται την ελληνική υπογραφή για την καταδίκη της Ιταλίας και η συμπόρευση Τσίπρα με τους «σκληρούς» του Eurogroup σε βάρος της Ρώμης αποκτά τεράστια σημασία, εφόσον ο ίδιος ήταν ο «αντάρτης» το 2015, ο οποίος στη συνέχεια προσαρμόστηκε στους κανόνες και την πολιτική της Ευρωζώνης.

Υπάρχουν δύο σοβαρά πολιτικά προβλήματα σε ό,τι αφορά τη σύγκριση της Ελλάδας του 2015 με την Ιταλία του 2018.

Το πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα πρόβαλλε εξωπραγματικές και επιθετικές θέσεις, τις οποίες δεν προβάλλει η κυβέρνηση των Ιταλών ευρωσκεπτικιστών και αντιευρωπαίων, εφόσον είχε την εξυπνάδα να τις εγκαταλείψει έγκαιρα. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τσίπρα ζητούσε τη διαγραφή του ελληνικού χρέους και αμφισβητούσε συνολικά τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης.

Αντίθετα, η κυβέρνηση Κόντε δεν διανοείται να ζητήσει τη διαγραφή του ιταλικού χρέους, ύψους 132% του ΑΕΠ, ούτε σκέφτεται να ζητήσει την αλλαγή των κανόνων λειτουργίας της Ευρωζώνης ή να επιχειρήσει Italexit.

Απλώς παρουσίασε έναν κρατικό προϋπολογισμό που περιλαμβάνει φορολογικές μειώσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να ανέβει το δημοσιονομικό έλλειμμα από 1,7%, που υπολογίζεται το 2018, σε 2,4% το 2019. Ανάλογα δημοσιονομικά ελλείμματα παρουσιάζουν η Ισπανία και η Γαλλία, με τη διαφορά ότι το δημόσιο χρέος τους είναι λίγο κάτω από το όριο του 100% του ΑΕΠ, ενώ το ιταλικό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη μετά το ελληνικό, στο 132% του ΑΕΠ.

Κατά την άποψή μου, υπάρχει μια υπερβολική αντίδραση για την οικονομική πολιτική της Ιταλίας, η οποία εξυπηρετεί μια πολιτική στρατηγική ενόψει ευρωεκλογών.

Οι αγορές τιμωρούν ήδη την ιταλική οικονομία, το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι στην Ιταλία και σε άλλες χώρες αυτό που μπορεί να θεωρήσουν συμπαιγνία Βρυξελλών-αγορών σε βάρος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης που προσπαθεί να εφαρμόσει μέρος του προγράμματός της χωρίς να τινάξει στον αέρα την Ευρωζώνη.

Ιταλική δοκιμασία

Κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση συνεννοείται πιο εύκολα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Eurogroup για θέματα που την ενδιαφέρουν με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στο «μέτωπο» κατά της Ρώμης, η ελληνική οικονομία πληρώνει ακριβά την ιταλική αναταραχή. Η επίσημη έξοδος από το πρόγραμμα-μνημόνιο δεν έχει δημιουργήσει αναπτυξιακή και επενδυτική δυναμική, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να είναι ευάλωτη, σε αντίθεση με την οικονομία άλλων χωρών που πέρασαν από πρόγραμμα-μνημόνιο και δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη αντοχή.

Όσο συνεχίζεται η διελκυστίνδα μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών, θα δοκιμάζεται η αντοχή των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες δεν έχουν συνέλθει από την κρίση του 2015, και θα γίνεται αναγκαστικά πιο σκληρή η διαχείριση των κόκκινων δανείων. Επίσης, θα ασκείται πίεση για άνοδο του επιτοκίου του δεκαετούς ομολόγου, το οποίο βρίσκεται ήδη στην περιοχή του 4,5%, γενικότερα του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Οι επενδυτές θα συνεχίσουν να αποφεύγουν την ελληνική οικονομία επειδή το χρήμα είναι ήδη ακριβό και η ιταλική αναταραχή μπορεί να φέρει ελληνική αστάθεια.

Το καλύτερο για την ελληνική οικονομία είναι ένας γρήγορος συμβιβασμός Ρώμης-Βρυξελλών, ο οποίος όμως δεν είναι το βασικό σενάριο, για τους λόγους που ανέφερα. Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε μπροστά μας μια περίοδο 6-9 μηνών σκληρών πολιτικών συγκρούσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ιταλικής οικονομικής αναταραχής, με την ελληνική οικονομία να πληρώνει και αυτόν τον λογαριασμό. Το 2012 και το 2015 υπήρχε κίνδυνος εκδήλωσης ελληνικού ντόμινο σε βάρος της Ιταλίας, τώρα κινδυνεύουμε από ιταλική αποσταθεροποίηση.