Ο ρόλος της Εκκλησίας - Free Sunday
Ο ρόλος της Εκκλησίας

Ο ρόλος της Εκκλησίας

Η ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας είναι παράλληλη με αυτήν του ελληνικού κράτους από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η εκκλησιαστική παράδοση και κουλτούρα, ωστόσο, είναι αρχαίες με όλη την έννοια της λέξης, αντανακλώντας τη δύναμη ενός θεσμού που όμοιό του δεν έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα και φυσικά ο ελληνισμός.

Όπως ισχύει με πολλές από τις Εκκλησίες του εξωτερικού, η Ελλαδική Εκκλησία βασίζεται ως επί το πλείστον σε μια κρατική χρηματοδότηση υπό τη μορφή της μισθοδοσίας των κληρικών, η οποία ανέρχεται σε περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Με εξαίρεση τα ακραία παραδείγματα της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Κύπρου, όπου οι Εκκλησίες είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αυτόνομες, σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχει κάποια μορφή άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης από το κράτος. Αυτό γίνεται με μια σειρά μέτρων, όπως η συμβολή μελών της Εκκλησίας μέσω της φορολογίας, η παρακράτηση μέρους των φορολογικών εσόδων απ’ όλους τους κατοίκους και απόδοσή τους στην Εκκλησία, καθώς και απευθείας χρηματοδότηση ως πληρωμή για παλαιότερες απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας. Ακόμα και στη Γαλλία, με την αυστηρά κοσμική παράδοση, το κράτος επωμίζεται τη συντήρηση των ναών, κάτι που αποτελεί ένα πολύ ακριβό εγχείρημα.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Το κάθε μοντέλο έχει σχηματιστεί σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις και ιστορικές εξελίξεις, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι υπάρχει μια σαφής τάση υποστήριξης των χριστιανικών θεσμών από τα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν υποστηρίζονται κι άλλες θρησκείες, όταν είναι αναγνωρισμένες. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο ίσως της ελληνικής ιδιαιτερότητας είναι η θέση δημοσίου υπαλλήλου την οποία κατέχουν οι ιερείς. Η περιουσία όλων των νομικών προσώπων της Εκκλησίας είναι πρακτικά αδύνατο να εκτιμηθεί, αφού δεν υπάρχει μια κεντρική διαχείριση, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι είναι μη αξιοποιήσιμο για μια σειρά αιτιών. To κομμάτι της περιουσίας το οποίο είναι άμεσα εκποιήσιμο/εκμεταλλεύσιμο ανέρχεται πιθανότατα σε λίγα δισεκατομμύρια ευρώ και τα ετήσια έσοδα, σύμφωνα με παλαιότερους ισολογισμούς, είναι της τάξεως των λίγων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Είναι προφανές, παρά την εγγενή ανακρίβεια των αριθμών, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να συντηρήσει τη μισθοδοσία του κλήρου παρά μόνο για λίγα χρόνια και αυτό προϋποθέτοντας την εκποίηση της υπάρχουσας περιουσίας. Το αίτημα για καλύτερη εκμετάλλευση της περιουσίας αυτής θα μπορούσε να βελτιώσει αλλά σε καμία περίπτωση να καλύψει το κενό που θα δημιουργούνταν από μια πιθανή διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης. Τυχόν παύση της παροχής αυτής θα κατέληγε στην κονιορτοποίηση του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, εάν κάτι τέτοιο θα ήταν καλό ή όχι για την Ελλάδα και τον ελληνισμό.

Τα επιχειρήματα υπέρ της απαγκίστρωσης κράτους-Εκκλησίας είναι ιστορικά, τυπικά και οικονομικά. Ένα κράτος μπορεί να είναι αυστηρά κοσμικό ακόμα κι αν έχει μια ιδιαίτερη σχέση με μια επικρατούσα θρησκεία, όπως στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Στο ιστορικό πλαίσιο είναι σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, κυρίως σε επίπεδο ηγεσίας, εναντιώθηκε συχνά στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η Ελλαδική Εκκλησία, ωστόσο, είναι δημιούργημα του κράτους αυτού για να εγκαθιδρύσει την ανεξαρτησία του από το τυπικά Οθωμανικό Πατριαρχείο, σε διοικητικό πάντα επίπεδο. Ο ρόλος του Πατριαρχείου την εποχή εκείνη αλλά και σήμερα υπερβαίνει τα όρια του ελληνισμού, αν και η ηγεσία του τηρεί την ελληνορθόδοξη παράδοση, και δεν πρέπει να κρίνεται με σημερινούς όρους αλλά με βάση τα δεδομένα της εποχής. Υπήρχαν σαφώς βέβαια και ιδιοτελή κριτήρια για την Εκκλησία σχετικά με τη διατήρηση των προνομίων της, τα οποία θα ήταν αβέβαια σε μια νέα οντότητα.

Αντοχή στον χρόνο

Η Επανάσταση ηττήθηκε στρατιωτικά και διασώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις χάρη στη συγκίνηση για την αρχαία Ελλάδα και τον χριστιανικό πληθυσμό που υπέφερε. Σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι ελληνικές κοινότητες τις Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες, διαποτίζοντας την ευρωπαϊκή σκέψη με τα νέα του Αγώνα, φύτεψαν τον σπόρο του φιλελληνισμού. Η επίκληση στο συναίσθημα για τους χριστιανούς ομόθρησκους που υπέφεραν είχε μια ειδική σημασία. Η ορθοδοξία έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην ενοποίηση των ντόπιων κοινοτήτων σε ένα έθνος, αποτελώντας το μόνο πραγματικό κοινό στοιχείο όλων των υπόδουλων Ελλήνων. Αποτελεί επίσης τον θεματοφύλακα της κληρονομιάς του Βυζαντίου, μιας σημαντικότατης περιόδου του μετα-ελληνιστικού πολιτισμού, η οποία μπαίνει συχνά σε δεύτερη μοίρα για χάρη της προώθησης της αρχαίας κλασικής κληρονομιάς.

Πέρα από τα δεδομένα του παρελθόντος, η χρηματοδότηση των κληρικών συνιστά το 0,4% των εσόδων του κράτους και συμπεριλαμβάνει τη μισθοδοσία των μουφτήδων της Θράκης. Το ποσό αυτό στην πραγματικότητα είναι μικρότερο ποσοστιαία από αυτό που λαμβάνουν οι περισσότερες Εκκλησίες της Ευρώπης. Η παροχή αυτή, καλώς ή κακώς, διατηρεί ζωντανή τη μήτρα της ελληνικής ορθοδοξίας, παρέχοντας ένα κίνητρο για τη διατήρηση μιας αρχαίας παράδοσης η οποία χαίρει της εκτίμησης όλου του κόσμου και σε έναν βαθμό αποτελεί πόλο έλξης για τον τουρισμό. Σε μια χώρα η οποία πασχίζει να κερδίσει τον σεβασμό των θεσμών της από τους πολίτες, η Εκκλησία παραδίδει μαθήματα σταθερότητας και αντοχής στον χρόνο. Η χριστιανική ηθική, με τα καλά της και τα κακά της, είναι επίσης θεμέλιος λίθος του ευρωπαϊκού χαρακτήρα της χώρας σε μια εποχή που το Ισλάμ γίνεται πιο συντηρητικό. Ακόμα και η έλλειψη πίστης από μέρος του πληθυσμού δεν αποτελεί δικαιολογία για αποστασιοποίηση. Πολλοί άθεοι πολίτες παγκοσμίως υποστηρίζουν τον θρησκευτικό πολιτισμό της χώρας τους ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η δε παρουσία ανισόρροπων ιεραρχών που εκτοξεύουν πομφόλυγες με υπεροπτική αμετροέπεια δεν πρέπει να οδηγεί σε αμφισβήτηση του ρόλου της Εκκλησίας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας διεφθαρμένος πολιτικός δεν στιγματίζει ολόκληρο το δημοκρατικό πολίτευμα.

Προσαρμογή

Η αντίσταση της Εκκλησίας στην αλλαγή συμβάλλει στη διαιώνισή της στον χρόνο, αλλά παράλληλα επιφέρει έλλειψη διάδρασης με τον σύγχρονο κόσμο. Η εικόνα άεργων ιερέων ή ενός οργανισμού ο οποίος δεν παράγει τίποτα φαινομενικά ωφέλιμο για την κοινωνία, τη στιγμή που υπάρχουν τρομακτικές ανάγκες, εκνευρίζει δικαιολογημένα πολλούς πολίτες ανεξαρτήτως πίστεως. Η Εκκλησία όφειλε να εφαρμόσει το δικό της μνημόνιο, πιθανώς με μείωση ιερέων και ναών που λειτουργούν, όπως έχει κάνει και σε άλλες εποχές. Η ηγεσία δεν πρέπει να διατυμπανίζει ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι κάποιο αναφαίρετο δικαίωμα και πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσει ότι η επίκληση οθωμανικών εγγράφων για ειδικά προνόμια και περιουσία προσβάλλει τον κοινό νου. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ωστόσο, οφείλει ως οργανισμός που λαμβάνει δημόσια χρηματοδότηση να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς διαφάνειας σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών και το φιλανθρωπικό έργο που παράγει.

Η διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης στην ελληνική περίπτωση δεν είναι ρεαλιστική χωρίς κρατική βοήθεια. Η ορθόδοξη κουλτούρα για πολλούς έχει χάσει μερίδιο ή και ολόκληρη τη σημασία της σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Για ένα σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας, όμως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητα και τις παραδόσεις τους, χωρίς ποτέ να παραβλέπεται και ο πνευματικός της ρόλος. Για το κράτος, το κόστος είναι σημαντικό, αλλά οπωσδήποτε όχι απαγορευτικό, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Είναι αλήθεια ότι ο ρόλος της ορθοδοξίας σήμερα δεν φαίνεται τόσο αναγκαίος στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του έθνους, αφού η γλώσσα, η δημοκρατία και η κοινά αποδεκτή Ιστορία κρυσταλλώνουν αυτή την αντίληψη στις συνειδήσεις όλων.

Είναι αφελές, ωστόσο, για ένα έθνος να μη στοχεύει στη διατήρηση της παλαιότερης ζωντανής πολιτιστικής κληρονομιάς που διαθέτει. Καλώς ή κακώς, αυτό απαιτεί μισθοδοτούμενους λειτουργούς οι οποίοι να μπορούν να αφοσιωθούν σε αυτό το έργο. Η Εκκλησία, με τη σειρά της, οφείλει να δεχτεί την προσαρμογή της έμμεσης βοήθειας που λαμβάνει σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τους κανόνες στους οποίους υπόκεινται όλοι οι άλλοι εξαρτώμενοι από το κράτος οργανισμοί.