Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ: Αβέβαια οφέλη και σοβαρές επιπλοκές - Free Sunday
Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ: Αβέβαια οφέλη και σοβαρές επιπλοκές
Η διαφήμιση της συμφωνίας δεν πείθει την ελληνική κοινή γνώμη.

Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ: Αβέβαια οφέλη και σοβαρές επιπλοκές

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η κυβερνητική ηγεσία, η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ είναι ιδιαίτερα επωφελής για την Ελλάδα για μια σειρά λόγους.

Βάζει τις σχέσεις των δύο χωρών σε δημιουργική νέα φάση. Εξασφαλίζει μεγάλα οικονομικά οφέλη. Προβάλλει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ελλάδας στα Δυτικά Βαλκάνια. Ενισχύει τη διαπραγματευτική μας θέση στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Για όλα αυτά υπάρχει τεκμηριωμένος αντίλογος.

«Νέα εποχή»

Η «νέα εποχή» στις σχέσεις των δύο χωρών θα αποκτήσει, σε λίγα χρόνια, τα χαρακτηριστικά της παλιάς, με τα Σκόπια να επενδύουν ξανά στον «μακεδονισμό» και στον αλυτρωτισμό.

Θα υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Η Ελλάδα θα έχει παραχωρήσει νέα επιχειρήματα και δικαιώματα στην άλλη πλευρά, σε μια διαμάχη που ξεκίνησε πριν από επτά δεκαετίες με πρωτοβουλία του Τίτο και δεν αντιδράσαμε έγκαιρα.

Τότε η κομμουνιστική Αριστερά ήταν με τη λάθος πλευρά στο εθνικό θέμα, ενώ η Δεξιά δεν αντέδρασε δυναμικά στις μεθοδεύσεις του Τίτο, γιατί οι ΗΠΑ ενθάρρυναν, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, την απομάκρυνση της Γιουγκοσλαβίας από τη Σοβιετική Ένωση.

Με ευθύνη του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του κάναμε νέες υποχωρήσεις σε ένα θέμα το οποίο αναπτύχθηκε και θα κριθεί σε βάθος χρόνου.

Δεύτερον, τα Σκόπια θα έχουν νέες δυνατότητες, εφόσον θα έχουν υπογραφή κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και κράτους που έχει ξεκινήσει ενταξιακή διαπραγμάτευση με την Ε.Ε.

Η ανάλυση σύμφωνα με την οποία οι παραχωρήσεις Τσίπρα στον Ζάεφ θα οδηγήσουν στην εγκατάλειψη του «μακεδονισμού»-αλυτρωτισμού κατά την άποψή μου δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Ο «μακεδονισμός»-αλυτρωτισμός είναι η συγκολλητική πολιτική ουσία που κρατάει ενωμένο ένα τόσο προβληματικό κράτος. Η εσωτερική πολιτική δυναμική θα είναι πάντα υπέρ εθνικιστικών θέσεων, τις οποίες ήδη εκφράζει με σαφήνεια ο Ζάεφ για να μη χάσει την πρωτοβουλία κινήσεων από το VMRO, το εθνικιστικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ανύπαρκτα οφέλη

Υποτίθεται ότι κάνοντας εθνικές υποχωρήσεις εξασφαλίζουμε μεγαλύτερες δυνατότητες οικονομικής διείσδυσης στη γειτονική χώρα και ανοίγει ο δρόμος για ευρωπαϊκού επιπέδου επενδύσεις στα δίκτυα και στα έργα υποδομής.

Πρόκειται για οικονομικές φαντασιώσεις. Η οικονομική διείσδυση ελληνικών επιχειρήσεων και συμφερόντων στη γειτονική χώρα είναι ήδη γεγονός, εφόσον το 75% του εξωτερικού εμπορίου των Σκοπίων γίνεται με την Ε.Ε. και το 75% των ξένων άμεσων επενδύσεων προέρχεται από αυτήν.

Το επίπεδο όμως της ελληνικής διείσδυσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Με το τραπεζικό μας σύστημα να μην έχει συνέλθει ακόμη από την κρίση του 2015, να έχει αφελληνιστεί και να προχωράει στην αναγκαστική πώληση των θυγατρικών τραπεζών στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, η ελληνική οικονομική παρουσία στη γειτονική χώρα θα μειωθεί, δεν θα αυξηθεί. Ούτε υπάρχει σχέση μεταξύ εθνικών υποχωρήσεων και ανάπτυξης των αναγκαίων δικτύων, ιδιαίτερα στην ενέργεια. Τα μεγαλύτερα ενεργειακά δίκτυα στην περιοχή μας και στην Ε.Ε. αναπτύσσονται ξεκινώντας από χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία, που δεν είναι μέλη της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, χρηματοδοτούνται και προωθούνται, παρά τις όποιες αντιδράσεις.

Επομένως μπορούμε να αναπτύξουμε και να χρηματοδοτήσουμε, στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, όποια δίκτυα κρίνουμε αναγκαία, χωρίς αυτό να συνδέεται με διευκολύνσεις προς τον «μακεδονισμό»-αλυτρωτισμό της άλλης πλευράς.

Πρωτοβουλία χωρίς συνέχεια

Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο προβάλλουν τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ σαν πρότυπο για όσα θα έπρεπε να συμβούν στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια υποστηρίζεται δυναμικά απ’ όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με το σκεπτικό ότι η Ε.Ε. δείχνει πως εξακολουθεί να είναι ελκυστική για πολλές χώρες που θέλουν να ενταχθούν σε αυτήν και μπορεί να αντισταθμίσει, ως έναν βαθμό, την στρατηγικής σημασίας απώλεια, που είναι το Brexit, δηλαδή η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.

Δεν έχω αντίρρηση σε μια προσπάθεια της Ε.Ε. να πάει προς τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την προώθηση αυτής της πολιτικής.

Πρώτον, οι χώρες που επείγονται να γίνουν δεκτές στην Ε.Ε. πρέπει να αποδείξουν στην πράξη ότι είναι σε θέση να ξεπεράσουν τους ανταγωνισμούς και τα προβλήματα.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σερβίας, που θεωρείται απ’ όλους πιο ώριμη, από οικονομική και θεσμική άποψη, για να ενταχθεί στην Ε.Ε. Θα πρέπει να λύσει τις διαφορές της με το Κόσοβο, με την Αλβανία, και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της διαρκούς κρίσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Η Αλβανία θα πρέπει να αφήσει κατά μέρος τη στρατηγική της Μεγάλης Αλβανίας, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη να αποδείξει ότι είναι λειτουργικό κράτος κ.λπ.

Προτού γίνουν όλα αυτά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να δώσει η Ελλάδα, χώρα-μέλος της Ε.Ε., το «καλό παράδειγμα» σε βάρος των καλώς εννοούμενων εθνικών συμφερόντων της.

Αντίθετα, επιμένοντας στις κινήσεις που πρέπει να γίνουν από την πλευρά των ενδιαφερομένων για ένταξη σε ζητήματα μεγάλης σημασίας, θα κέρδιζε όσο χρόνο ήθελε για να φέρει σε δύσκολη θέση τα Σκόπια.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, τα ευρωπαϊκά χειροκροτήματα για την ελληνική υποβάθμιση δεν πρόκειται να δημιουργήσουν θετική δυναμική στα Δυτικά Βαλκάνια. Θεωρώ πολύ πιθανό η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια να βρεθεί τα επόμενα χρόνια μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως ακριβώς έγινε με την πολυδιαφημισμένη διεύρυνση προς την Τουρκία.

Ορισμένοι έχουν στο μυαλό τους την αντιστάθμιση του Brexit με τη διεύρυνση προς την Τουρκία και τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά είναι πιθανό να οδηγήσουν άθελά τους σε… νέα Brexit. Διάφοροι ευρωπαϊκοί λαοί θα προτιμήσουν να δοκιμάσουν την τύχη τους εκτός Ε.Ε., ακολουθώντας το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασίλειου, παρά να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε μια Ε.Ε. που θα συμπεριλαμβάνει την Τουρκία και τα έξι εξαιρετικά προβληματικά κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Το πόσο αντιφατική είναι η πολιτική που εφαρμόζεται αναδεικνύει με τη στάση του το Λονδίνο, το οποίο, την ώρα που κουνάει το μαντίλι στις Βρυξέλλες και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια!

Ανύπαρκτη αναβάθμιση

Αβάσιμη θεωρώ και την κυβερνητική εκτίμηση ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ θα φέρει την αναβάθμιση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Η συμφωνία διευκόλυνε τον κ. Τσίπρα να πάρει πίσω την υπογραφή που δεν έπρεπε να είχε βάλει σε ό,τι αφορά τη νέα μείωση των παλαιών συντάξεων. Η μείωση όμως των νέων συντάξεων προχώρησε με βάση τα συμφωνηθέντα, γιατί θεωρήθηκε διαρθρωτικό μέτρο που έπρεπε να εφαρμοστεί.

Ο κ. Τσίπρας εξασφάλισε επίσης καλά προεκλογικά λόγια για την πορεία της οικονομίας –χαρακτηριστικές οι προσεκτικές παρεμβάσεις της καγκελαρίου Μέρκελ–, χωρίς όμως πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά και να περάσουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα αναβαθμίζεται ή επιβραβεύεται για τις εθνικές υποχωρήσεις στο «Μακεδονικό».

Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι εταίροι αρνούνται πρόσθετη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας δέχτηκε να βγει από το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο με 24 δισ. ευρώ λιγότερα από τα συμφωνηθέντα, ολοκληρώνοντας έτσι το αδιέξοδο των ελληνικών τραπεζών.

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα δεν ανακοινώθηκε ούτε μία γερμανική επένδυση ή έστω ένα σχέδιο επένδυσης στην εξαγωγική βιομηχανία, προκειμένου να δημιουργηθούν οι νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης και με αξιοπρεπείς αμοιβές που έχουμε ανάγκη.

Επομένως δεν προκύπτει από πουθενά ότι οι εθνικές υποχωρήσεις οδηγούν στην αναβάθμιση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ε.Ε. και στην ευνοϊκότερη μεταχείρισή της από τους οικονομικά ισχυρούς Ευρωπαίους εταίρους.

Οι όποιες διευκολύνσεις ήταν επικοινωνιακού, προεκλογικού χαρακτήρα και δεν αντισταθμίζουν τη μεγάλη ζημιά που παθαίνουμε σε ό,τι αφορά τα εθνικά μας συμφέροντα.

Επιπλέον, με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε πέρασε το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. που δέχεται την επέμβαση των εταίρων της στη διαχείριση εθνικών θεμάτων. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στην Ε.Ε. ούτε πολιτική βούληση να παραδοθεί η διαχείριση εθνικών θεμάτων σε άλλες χώρες-μέλη, γι’ αυτό άλλωστε η Ε.Ε. δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική δεσμευτική για όλα τα κράτη-μέλη.