Τα δύσκολα μετά τα «μπάνια του λαού» - Free Sunday
Τα δύσκολα μετά τα «μπάνια του λαού»
Ο Μητσοτάκης έχει το πλεονέκτημα και ακολουθεί προσεκτική στρατηγική βήμα βήμα.

Τα δύσκολα μετά τα «μπάνια του λαού»

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης έχει διδαχτεί από τα λάθη των προκατόχων του και ακολουθεί μία εντελώς διαφορετική στρατηγική. Στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε την εκτενή αναφορά στο διαχειριστικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και στα μεγάλα προβλήματα που αφήνει πίσω της η κυβέρνηση Τσίπρα.

Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη, με βασική εξαίρεση τον υπουργό Ενέργειας, κ. Χατζηδάκη, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί την κρίση της ΔΕΗ, που έχει την υπογραφή της κυβέρνησης Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.

Σωστή επιλογή

Η επιλογή του κ. Μητσοτάκη να μιλήσει κυρίως για το μέλλον, αποφεύγοντας τις εκτενείς αναφορές στα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης Τσίπρα, είναι απόλυτα σωστή.

Πρώτον, περνάει στην ελληνική κοινή γνώμη το μήνυμα ότι η κυβέρνηση είναι σε θέση να οργανώσει το μέλλον και να βγάλει τη χώρα από τη δεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση.

Δεύτερον, ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι δεν θα κριθεί από την περιγραφή που θα κάνει της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά από τα αποτελέσματα που θα φέρει η δική του κυβέρνηση.

Η καταστροφολογία του Γιώργου Παπανδρέου ύστερα από τη μεγάλη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009 και η καταγγελία από τον κ. Τσίπρα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, σε βάθος δεκαετιών, στο ξεκίνημα της δικής του κυβερνητικής περιόδου προκάλεσαν ένα σωρό προβλήματα που επιβάρυναν την οικονομία και την κοινωνία.

Τρίτον, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του έχουν ένα καλό μεταρρυθμιστικό προφίλ σε διεθνές επίπεδο, το οποίο δεσμεύει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές τους κινήσεις. Από έναν μεταρρυθμιστή οι ξένοι ηγέτες, τα διεθνή ΜΜΕ και φυσικά οι επενδυτές περιμένουν να ακούσουν πώς θα οργανώσει το μέλλον και όχι κατηγορίες για την προηγούμενη κυβέρνηση.

Μπορεί μάλιστα να θεωρήσουν την υπερβολική ενασχόληση με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα δείγμα αδυναμίας για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η πορεία του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ προς τις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές εκλογές και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη οδήγησαν σε εντυπωσιακή άνοδο των χρηματιστηριακών αξιών και σε μεγάλη πτώση του επιτοκίου δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, με το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο να πέφτει κάτω από το 2%.

Το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί ο κ. Μητσοτάκης είναι να αμφισβητηθούν η εικόνα αξιοπιστίας της κυβέρνησης και τα οφέλη που συνδέονται με αυτήν.

Τέταρτον, οι θεσμοί ξέρουν καλύτερα από τη νέα κυβέρνηση την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και δεν υπάρχει λόγος για πολιτική δραματοποίηση.

Αυστηρή έκθεση

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2019, είναι αρκετά αυστηρή στην αξιολόγηση των μέτρων που πήρε η κυβέρνηση Τσίπρα στην τελική προεκλογική ευθεία και γεμάτη προειδοποιήσεις για την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Στο θέμα του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος σημειώνεται ότι «η Ελλάδα ξεπέρασε το 2018 τον συμφωνηθέντα στόχο για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ κυρίως εξαιτίας της συνεχιζόμενης υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού στο σκέλος των δαπανών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) έχουν συγκεκριμένη άποψη για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.

Σε σχέση με τα προεκλογικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Τσίπρα, τονίζεται ότι «αυτό σημαίνει ότι δεν θα προχωρήσει με μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και δεν θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο 1% του ΑΕΠ για μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη».

Σε άλλο σημείο της έκθεσης υπογραμμίζεται ότι «στις 15 Μαΐου του 2019, δηλαδή μετά την υποβολή του Προγράμματος Σταθερότητας, οι αρχές υιοθέτησαν ένα πακέτο μόνιμων δημοσιονομικών μέτρων που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εκτιμούν ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος πάνω από 1% του ΑΕΠ το 2019 και πέρα από αυτό».

Στην έκθεση της Επιτροπής αναφέρεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2019 θα γίνει μια νέα εκτίμηση της προσαρμογής της δημοσιονομικής πολιτικής στις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Οι απορίες και ενστάσεις των θεσμών δεν περιορίζονται βέβαια στα δημοσιονομικά. Στην έκθεση του Ιουνίου σημειώνεται ότι «η πρόοδος σε ό,τι αφορά την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου παραμένει απογοητευτική».

Αρνητική είναι η εκτίμηση και για τη συγκράτηση της μείωσης των συντάξεων με τη ματαίωση της μείωσης των παλαιών συντάξεων και τη χορήγηση της λεγόμενης 13ης σύνταξης, εφόσον «τα μέτρα αυτά θα περιορίσουν το μερίδιο των κοινωνικών δαπανών που ευνοούν τους νέους και τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, για τους οποίους ο κίνδυνος της φτώχειας είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι για τους συνταξιούχους».

Σε άλλο σημείο της έκθεσης των 74 σελίδων υπογραμμίζεται ότι «η κατάσταση στον χρηματοπιστωτικό τομέα εξακολουθεί να είναι γεμάτη προκλήσεις, εφόσον οι βελτιώσεις γίνονται με πολύ αργό ρυθμό και παραμένουν σημαντικά ευάλωτα σημεία».

Επισημαίνεται, μεταξύ των άλλων, ότι «παρά την πρόοδο στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα. Αυτό φαίνεται μέσα από μια στάσιμη ή και ελαφρά επιδεινούμενη επίδοση σε μια σειρά δεικτών που χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την ανταγωνιστικότητα, όπως η κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρείν».

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ αναφέρονται οι δυσκολίες της ΔΕΗ και της προσαρμογής σε ένα νέο μοντέλο για την αγορά ενέργειας, χαρακτηρίζεται «θετική εξέλιξη» ο περιορισμός του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ –με βάση τα συμφωνηθέντα– στο 77% τον Μάρτιο του 2019 με προοπτική να πέσει κάτω από το 50% το 2020!

Η διατύπωση αυτή δείχνει ότι για να αποφύγει μια συμφέρουσα ιδιωτικοποίηση μέρους της ΔΕΗ, η κυβέρνηση Τσίπρα συμφώνησε να παραδώσει στους ανταγωνιστές της το 50% της αγοράς χωρίς κανένα όφελος για τη δημόσια επιχείρηση. Δείχνει επίσης πόσο δύσκολη θα είναι η συνεννόηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και προσωπικά του υπουργού Ενέργειας, κ. Χατζηδάκη, με τους εκπροσώπους των θεσμών, εφόσον –με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης της Επιτροπής– δείχνουν απόλυτα ικανοποιημένοι με την προγραμματισμένη συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ.

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, προσυπέγραψε όλες τις βασικές εκτιμήσεις που περιέχονται στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας του Ιουνίου 2019 με τις δηλώσεις που έκανε στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Αθήνα.

Εκφράστηκε θετικά για τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επιδίωξη υψηλότερων αναπτυξιακών ρυθμών μέσα από σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Υπογράμμισε ότι «είμαστε σίγουροι πως η νέα κυβέρνηση έχει τη σωστή προσέγγιση και ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους. Συνεπώς, θα δώσουμε την ειλικρινή συμβουλή μας για το τι είναι καλό για την ανάπτυξη και τι όχι. Αυτές οι συνομιλίες θα συνεχιστούν πολύ σύντομα» (συνέντευξη στην «Καθημερινή», Κυριακή 21 Ιουλίου 2019).

Παρουσίασε τον τρόπο που θα κινηθεί ως εκπρόσωπος του μεγαλύτερου πιστωτή της Ελλάδας (ο ESM μας έχει δανείσει πάνω από 200 δισ. ευρώ με πολύ χαμηλό επιτόκιο και πολύ μεγάλες ωριμάνσεις) ως εξής: «Η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα, θέλω να το τονίσω και πάλι. Συνεπώς, δεν είναι δουλειά μας να εγκρίνουμε συγκεκριμένα μέτρα, αλλά θα δώσουμε την άποψή μας στο κατά πόσο συμφωνούμε ότι τα μέτρα είναι φιλοαναπτυξιακά και στο κατά πόσο η βιωσιμότητα του χρέους επιτυγχάνεται. Αυτό περιλαμβάνει τους δημοσιονομικούς στόχους».

Ο πολιτικός σχεδιασμός

Η κυβέρνηση έχει καλή εικόνα στους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, αλλά και στις αγορές, και είναι φανερό ότι ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, δεν θα κάνει απότομες κινήσεις που μπορεί να δημιουργήσουν αμφιβολίες ή και ενστάσεις.

Γι’ αυτό εφαρμόζει τις φοροαπαλλαγές που περιλαμβάνονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ σταδιακά και ανάλογα με τον δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει ή θα δημιουργηθεί.

Σε βάθος χρόνου οι φοροαπαλλαγές αυτές θα ξεπεράσουν τα 6 δισ. ευρώ, αλλά, όπως κατ’ επανάληψη εξήγησε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, θα γίνουν σταδιακά στη διάρκεια της τετραετίας.

Το ξεκίνημα, πάντως, ήταν εντυπωσιακό, με μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20% για όλους τους ιδιοκτήτες το 2019 και μείωση του συντελεστή φορολόγησης για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 24%.

Υπολογίζεται ότι οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ θα κοστίσουν περί τα 545 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 265 εκατ. είχαν προβλεφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2019.

Με ένα πρόσθετο κόστος της τάξης των 280 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2019 ο κ. Μητσοτάκης μετατρέπει τη μικρή και επιλεκτική μείωση του ΕΝΦΙΑ που είχε αποφασίσει υπό μεγάλη πολιτική πίεση ο κ. Τσίπρας –ο οποίος επί τρία χρόνια απέρριπτε την πρόταση Μητσοτάκη για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% σε μία διετία– σε σημαντικό φορολογικό μέτρο που θα επιταχύνει την ανάκαμψη στην αγορά ακινήτων και θα τονώσει, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί, την οικοδομική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με το κυβερνητικό πρόγραμμα, θα υπάρξει νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% το 2020.

Μεγάλης οικονομικής και επενδυτικής σημασίας είναι η απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ να μειώσει τους συντελεστές φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων στο 24%, από 28%, το 2019 και στο 20% το 2020.

Ο προϋπολογισμός του 2019 δεν επιβαρύνεται, εφόσον οι επιχειρήσεις θα πληρώσουν τον μειωμένο φόρο το 2020 και στη συνέχεια το 2021. Το δημοσιονομικό κόστος υπολογίζεται σε 250 εκατ. ευρώ το 2020 και σε επιπλέον 250 εκατ. ευρώ το 2021.

Από δημοσιονομική άποψη, τα μέτρα είναι συγκρατημένα, στο πλαίσιο μιας προσεκτικής, βήμα βήμα προσέγγισης, αλλά μπορεί να έχουν πολύ θετικό οικονομικό και επενδυτικό αποτέλεσμα.

Ο κ. Τσίπρας πήρε μέτρα υψηλού κόστους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με στόχο να στηρίξει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζει τώρα ότι έχοντας ο ίδιος εξαφανίσει τον δημοσιονομικό χώρο που είχε δημιουργηθεί, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα βρεθεί σε δύσκολη θέση τον Σεπτέμβριο.

Γι’ αυτό έθεσε το ερώτημα στη Βουλή πώς θα συνδυάσει η νέα κυβέρνηση την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% το 2019 και το 2020 με τις προγραμματισμένες φοροαπαλλαγές χωρίς να πάρει ισοδύναμα μέτρα της τάξης των 2 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στη δευτερολογία του κάλεσε τον κ. Μητσοτάκη να ακολουθήσει το… δικό του σχέδιο, γιατί ισοδύναμες επιβαρύνσεις θα είναι 2,5 έως 3 δισ. ευρώ. Όπως χαρακτηριστικά είπε, «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, μάλλον δεν θα γελάτε το φθινόπωρο, όταν θα ψηφίζετε επιβαρύνσεις σε έναν λαό που έχει ταλαιπωρηθεί οκτώ χρόνια».

Ανεβάζοντας τους τόνους, υποστήριξε ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει στόχο την «απαξίωση της ΔΕΗ, για να έρθει το ξεπούλημα» και, όπως είπε, «να μη διανοηθείτε να φέρετε νέα βάρη για τους απλούς ανθρώπους και μην υλοποιήσετε το σχέδιο εκποίησης της ΔΕΗ».

Ο Σεπτέμβριος θα είναι κρίσιμος, γιατί θα ολοκληρωθεί η συνεννόηση μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να αναπτύξει την αντιπολιτευτική του δραστηριότητα με το σκεπτικό που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας στη Βουλή.

Ο κ. Μητσοτάκης έχει το πολιτικό πλεονέκτημα, γιατί έχει καλή εικόνα στο εσωτερικό και διεθνώς, έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα φέρει μεγαλύτερη ανάπτυξη και έχει και τον πολιτικό χρόνο –ολόκληρη τετραετία– για να αναπτύξει τη στρατηγική του. Πρέπει όμως να αποφύγει σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις την περίοδο Ιούνιος-Σεπτέμβριος. Αυτές μπορεί να προκύψουν από προεκλογική χαλάρωση στην είσπραξη φόρων και στη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και την κοινωνική ασφάλιση, από τη μετεκλογική χαλάρωση ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο των «μπάνιων του λαού», από την ελλιπή φορολογική συμμόρφωση των επαγγελματιών που παρατηρείται τους καλοκαιρινούς μήνες στις υπηρεσίες και στον τουρισμό και από μια μεγαλύτερη της προβλεπόμενης μικρής μείωσης της τουριστικής κίνησης σε σχέση με το 2018. Ήδη τον προεκλογικό Ιούνιο τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου κινήθηκαν κατά 605 εκατ. ευρώ κάτω από τον στόχο. Όλοι καταλαβαίνουμε τα προβλήματα στη συνεννόηση με τους εταίρους που θα προκύψουν εάν επαναληφθεί αυτή η αρνητική επίδοση στα έσοδα του Δημοσίου τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.

Το είδος της αντιπολίτευσης

Παρά τις διαβεβαιώσεις στη Βουλή του κ. Τσίπρα ότι δεν θα πάει σε «αντιπαράθεση χωρίς όρια, διαρκή καταστροφολογία και υπονόμευση εθνικής προσπάθειας», όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνδυάσει μια σχετική σοβαρότητα στην προσέγγιση συγκεκριμένων θεμάτων με μια έξαλλη αντιπολιτευτική γραμμή.

Ο τρόπος που αντιδρά η ηγεσία του στις πρωτοβουλίες που παίρνει η κυβέρνηση για την επιβολή της έννομης τάξης, την απαλλαγή των ΑΕΙ από τα παράνομα κυκλώματα, την αποτροπή της προγραμματισμένης κατάρρευσης της ΔΕΗ και την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας.

Στην πολιτική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ («Αυγή», 19 Ιουλίου 2019) παρουσιάζονται «η νέα ταυτότητα της ΝΔ και τα πρώτα δείγματα γραφής» με τον ακόλουθο τρόπο: «Η ΝΔ, όπως αυτή διαμορφώθηκε και μετεξελίχθηκε την τελευταία οκταετία, αποτελεί ένα υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς. Η νέα αυτή πολιτική της ταυτότητα αντανακλάται με σαφήνεια στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης».

Όσο για τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης, είναι, στην αντίληψη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, «ο πολιτικός ρεβανσισμός και ο αυταρχισμός», «οι εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων» κ.λπ.

Με αυτές τις αντιλήψεις, είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να κινηθεί στον χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς, ούτε φυσικά να εξευρωπαϊστεί στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας. Αναλύσεις αυτού του τύπου –χαρακτηριστικό το άρθρο του Νίκου Μουζέλη στο «Βήμα της Κυριακής» 21 Ιουλίου 2019– δεν έχουν σχέση με την εσωτερική δομή του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εξακολουθεί να ελέγχεται από τον σκληρό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ του 4%, ούτε φυσικά με όσα παρατηρούνται στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Στις δύο αυτές χώρες έχουμε κυβερνήσεις μειοψηφίας σοσιαλιστικών κομμάτων με τεράστια συμβολή στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οι οποίες υποστηρίζονται, για λόγους τακτικής, από τους ριζοσπάστες του Μπλόκου της Αριστεράς και το Κ.Κ. στην Πορτογαλία, ενώ η σχέση των Ισπανών Σοσιαλιστών με τους Podemos είναι πιο σύνθετη και ανταγωνιστική. Έχουμε, δηλαδή, κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει αυτό το σενάριο εξαιτίας των περιορισμένων δυνάμεων του ΚΙΝΑΛ, που, τουλάχιστον στη σημιτική του διάσταση, έχει σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία. Στην Ελλάδα ενδεχόμενη επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα σήμαινε εκ νέου επιβράβευση του αριστερού λαϊκισμού και πολιτικών μεθόδων που δεν έχουν καμία σχέση με την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά σε όλες της τις παραλλαγές.

Αυτό το έχουν αντιληφθεί οι περισσότεροι πολίτες, γι’ αυτό άλλωστε έδωσαν την πολιτική ευκαιρία στη ΝΔ, ξεπερνώντας σε πολλές περιπτώσεις τις επιφυλάξεις τους.