Η ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» δυσκολεύει την αντιμετώπιση των προβλημάτων - Free Sunday
Η ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» δυσκολεύει την αντιμετώπιση των προβλημάτων

Η ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» δυσκολεύει την αντιμετώπιση των προβλημάτων

Οι ευρωσκεπτικιστές είναι ισχυροί, αλλά δεν συνεννοούνται μεταξύ τους και κάνουν μεγάλα λάθη.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, κ. Ντόναλντ Τραμπ, δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην Ε.Ε. Πρωταγωνιστεί στη διάλυση του μεταπολεμικού συστήματος το οποίο γνωρίζαμε ως Δύση, ενώ έχει ιδιαίτερα αρνητική άποψη για την Ε.Ε. και την προοπτική της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περίοδο κατά την οποία η Ουάσινγκτον ανταγωνίζεται οικονομικά, εμπορικά, τεχνολογικά και στρατιωτικά την Κίνα για την παγκόσμια κυριαρχία, δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις με τις Βρυξέλλες.

Στην αντίληψη του Προέδρου Τραμπ η Ε.Ε. του δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που μπορεί να του λύσει, γιατί έχει μια ειδίκευση στη διεθνή συνεργασία και στην επεξεργασία διεθνών κανόνων και συμφωνιών που τον ενοχλεί, εφόσον θέλει να κινηθεί αυτόνομα, με τη λογική «πρώτα η Αμερική».

Το χειρότερο είναι ότι δημιουργείται στην Ε.Ε. πολιτική «σχολή Τραμπ», στην οποία συμμετέχουν ηγέτες που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ.

Δίνουν έμφαση σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως εθνικό συμφέρον, θεωρούν ότι η Ε.Ε. μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να το απειλήσει, χαρακτηρίζονται από πολιτική εσωστρέφεια και έχουν μια ιδιαίτερα επιθετική επικοινωνιακή πολιτική, που μπορεί να φτάνει στη συστηματική μείωση των αντιπάλων τους.

Η ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» έχει τεράστιο κόστος για την Ε.Ε., γιατί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η ολοκλήρωσή του στηρίζονται στην καλή πολιτική διάθεση, στις αμοιβαίες υποχωρήσεις και στους συμβιβασμούς.

Οι δυνατότητες, όμως, των Ευρωπαίων «Τραμπ» περιορίζονται εξαιτίας της ασυνεννοησίας που τους χαρακτηρίζει και των σοβαρών λαθών που κάνουν ορισμένοι από αυτούς.

Ο καλύτερος μαθητής

Ο καλύτερος μαθητής στην ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» είναι ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον.

Προωθεί την πραγματοποίηση του Brexit –το οποίο εγκρίθηκε με δημοψήφισμα τον Ιούνιο του 2016– μέχρι τις 31 Οκτωβρίου. Θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα την άμεση αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. ακόμη και χωρίς συμφωνία.

Ο Μπόρις Τζόνσον αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, έχει όμως σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών και αντιπάλων του.

Υιοθετώντας μια αδιάλλακτη στάση στο θέμα του Brexit, επιτυγχάνει τη μαζική επιστροφή απογοητευμένων ψηφοφόρων του Συντηρητικού Κόμματος που έδωσαν στο Κόμμα Brexit του Φάρατζ την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές του Μαΐου.

Ο συντηρητικός πρωθυπουργός αξιοποιεί επίσης τον διχασμό των Εργατικών σε ό,τι αφορά το Brexit. Το τελευταίο διάστημα οι Φιλελεύθεροι –οι οποίοι υποστηρίζουν με συνέπεια την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε.– ανεβάζουν εντυπωσιακά τα δημοσκοπικά ποσοστά τους σε βάρος του Εργατικού Κόμματος.

Οι προειδοποιήσεις των ειδικών ότι το σκληρό Brexit το οποίο προωθεί ο Τζόνσον θα έχει μεγάλο κόστος για τη βρετανική οικονομία δεν φαίνεται να επηρεάζουν προς το παρόν την κοινή γνώμη. Πολλοί πολίτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ενδεχόμενη επικράτηση του Εργατικού Κόμματος υπό την ηγεσία του κ. Κόρμπιν θα έχει πολλαπλάσιο κόστος από το σκληρό Brexit. Ο τελευταίος προωθεί ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων, θέλει να μοιράσει το 10% του μετοχικού κεφαλαίου των μεγάλων επιχειρήσεων στους εργαζόμενους σε αυτές και να ενισχύσει τα δικαιώματα των ενοίκων έναντι των ιδιοκτητών ακινήτων.

Τραμπ και Τζόνσον έχουν δημιουργήσει μια καλή προσωπική σχέση και στηρίζουν πολιτικά ο ένας τον άλλον. Ο Αμερικανός Πρόεδρος υπόσχεται την υπογραφή διμερών εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών αμέσως μετά το Brexit, χωρίς να είναι βέβαιο ότι μπορεί να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.

Ο Μπόρις Τζόνσον θέλει να φύγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε. ελπίζοντας ότι θα αναβιώσει, σε νέες συνθήκες, την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ για να περιορίσει το οικονομικό κόστος του Brexit.

Κινδυνεύει να πέσει θύμα των υπερβολών του και των συνεχών ελιγμών του. Προκάλεσαν πολιτικό διαζύγιο μέχρι και με τον αδερφό του, Τζο Τζόνσον, ο οποίος παραιτήθηκε από την κυβέρνηση.

Πολιτική αστοχία

Ένας άλλος ισχυρός εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής «σχολής Τραμπ» είναι ο ηγέτης της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι.

Ο Σαλβίνι ήταν μέχρι πρόσφατα αντιπρόεδρος και υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης συνασπισμού με το Κίνημα Πέντε Αστέρων.

Το Κίνημα Πέντε Αστέρων αναπτύχθηκε από τον λαϊκιστή πρώην κωμικό της τηλεόρασης Μπέπε Γκρίλο με στοιχεία κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Η Λέγκα ξεκίνησε σαν δυναμικός εκπρόσωπος του αναπτυγμένου Βορρά της Ιταλίας, διεκδικώντας μεγαλύτερη αυτονομία από το «κράτος της Ρώμης». Απέκτησε εθνικό ακροατήριο με τη βοήθεια του Σαλβίνι, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα νόμου και τάξης και στον περιορισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ιδιαίτερα από τη Βόρεια Αφρική.

Ο Σαλβίνι ενίσχυσε θεαματικά τη θέση του στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού έναντι του ηγέτη του Κινήματος Πέντε Αστέρων, Ντι Μάιο, και προκάλεσε κυβερνητική κρίση, επιδιώκοντας τη διενέργεια πρόωρων εκλογών. Υπολόγισε ότι θα μπορούσε να περάσει από την πρωτιά στις ευρωεκλογές με ποσοστό της τάξης του 34% στην αυτοδυναμία με ένα εκλογικό ποσοστό της τάξης του 40%.

Η επιθετική τακτική του και η προοπτική του εκλογικού θριάμβου της Λέγκας οδήγησαν στη συνεννόηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων με το κεντροαριστερό φιλοευρωπαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης με τον ίδιο πρωθυπουργό, Κόντε.

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τα ποσοστά της Λέγκας υποχωρούν –λόγω της αποτυχίας των χειρισμών του Σαλβίνι– προς το 30%.

Όλα δείχνουν ότι θα γίνει πιο εύκολη η συνεννόηση μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών για την αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού και την τήρηση των κανόνων της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα και τη σταδιακή μείωση του χρέους του ιταλικού Δημοσίου, το οποίο αναλογεί στο 132% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, μετά το ελληνικό, το οποίο κινείται γύρω στο 180% του ΑΕΠ.

Η αποτυχία των σχεδίων του Σαλβίνι περιορίζει την κρίση εμπιστοσύνης που είχε εκδηλωθεί σε βάρος της ιταλικής οικονομίας και συμβάλλει στην παραπέρα υποχώρηση των επιτοκίων στην Ιταλία και στην Ευρωζώνη, με μεγάλα οφέλη για το υπερχρεωμένο ελληνικό Δημόσιο και την ελληνική οικονομία.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να εγκαταλείψει την πολιτική του Σαλβίνι χωρίς να του προσφέρει νέες πολιτικές ευκαιρίες. Ο τελευταίος, πάντως, υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του και τώρα πληρώνει τον πολιτικό λογαριασμό.

Ο δίδυμος

Στην ευρωπαϊκή «σχολή Τραμπ» ανήκει και ο ισχυρός άνδρας της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος, Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS).

Ο Κατσίνσκι έγινε διάσημος, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, Λεχ Κατσίνσκι, ως «παιδί-θαύμα» της πολωνικής τηλεόρασης επί κομμουνισμού.

Τα δίδυμα αδέρφια αναδείχθηκαν πολιτικά με σκληρές συντηρητικές θέσεις κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι ήταν πρωθυπουργός της Πολωνίας το 2006-2007 και ο Λεχ Κατσίνσκι Πρόεδρος της χώρας από το 2005 μέχρι το 2010, οπότε σκοτώθηκε μαζί με την ακολουθία του σε αεροπορικό δυστύχημα.

Από το 2007 μέχρι τις εκλογές του 2015 κυριάρχησε στην Πολωνία η κεντροδεξιά υπό τον σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Τουσκ, στη συνέχεια όμως το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη επανήλθε δριμύτερο στην εξουσία.

Ο ισχυρός άνδρας της χώρας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, αρνείται τη συνεργασία για την αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, ενώ ακολουθεί μια αυστηρή πολιτική σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής των πολιτών και τις επιλογές τους, απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τη συντηρητική Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας. Παίρνει επίσης πρωτοβουλίες για τον έλεγχο της Δικαιοσύνης που προκαλούν την αντίδραση των Βρυξελλών, ενώ δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην ανάπτυξη της στρατιωτικής συνεργασίας και την προμήθεια οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ.

Ο Κατσίνσκι είναι οπαδός του δόγματος «πρώτα η Πολωνία» ύστερα από μία ιστορική περίοδο κατά την οποία η Πολωνία ήταν στη γεωπολιτική πρέσα της Γερμανίας και της Ρωσίας - Σοβιετικής Ένωσης.

Η κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη συνεχίζει τις εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις των προηγούμενων κεντροδεξιών κυβερνήσεων. Εξασφαλίζει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% και χρηματοδοτεί προωθημένες, για τα μέτρα της Πολωνίας, κοινωνικές πολιτικές χωρίς να χάνει τον δημοσιονομικό έλεγχο.

Το κόμμα του Κατσίνσκι ήρθε πρώτο με διαφορά στις ευρωεκλογές και οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές προεξοφλούν την επικράτησή του στις βουλευτικές εκλογές της 13ης Οκτωβρίου με ένα ποσοστό που θα ξεπερνά το 40%, ενώ η άλλοτε πανίσχυρη κεντροδεξιά δεν φαίνεται ικανή να ξεπεράσει το φράγμα του 30%, με την Αριστερά να περιορίζεται στο 11%.

Το «μοντέλο» Όρμπαν

Στην κατηγορία των ισχυρών ηγετών που έχουν κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά με τον Ντόναλντ Τραμπ ανήκει και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν.

Πρωταγωνιστής, ως νέος, στην εξέγερση κατά του σοβιετικού κομμουνισμού, διετέλεσε πρωθυπουργός το 1998-2002, έχοντας μια φιλελεύθερη προσέγγιση στα περισσότερα θέματα. Ηττήθηκε στις εκλογές του 2002 και του 2006 με μικρή διαφορά από τους Σοσιαλιστές, που θεωρούσε ένα είδος συνέχειας του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Μετακινήθηκε προς τα δεξιά και επανήλθε δριμύτερος. Κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, το 2010, το 2014 και το 2018. Τα ποσοστά που επιτυγχάνει είναι πραγματικά εντυπωσιακά και κινούνται μεταξύ 48% και 53%.

Στις ευρωεκλογές του Μαΐου το κυβερνών κόμμα, Fidesz, εξασφάλισε 52,14% και τις 13 από τις 21 έδρες που αναλογούν στην Ουγγαρία.

Ο Όρμπαν αναπτύσσει μια επιθετική ρητορική, ζητώντας να σταματήσει η μετανάστευση –κυρίως μουσουλμανική– σε όλη την Ευρώπη, ενώ εμφανίζεται ως προστάτης της ευρωπαϊκής χριστιανικής κουλτούρας.

Η πολιτική του επιτυχία στηρίζεται στην οικονομική ανάπτυξη και στην άνοδο των πραγματικών μισθών και των συντάξεων στην Ουγγαρία από ένα χαμηλό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της Πολωνίας και των άλλων πρώην ανατολικών χωρών.

Ο υπερσυντηρητικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας κατηγορείται από τις Βρυξέλλες για προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ στη χώρα του. Ο Μητσοτάκης υπήρξε από τα πρώτα ηγετικά στελέχη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που στράφηκαν δυναμικά κατά του Όρμπαν, θεωρώντας ότι με την πολιτική του –η οποία περιλαμβάνει το άγριο κυνηγητό των ΜΚΟ και ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου που ελέγχεται από τον όμιλο του Τζορτζ Σόρος– αποτελεί δυσφήμηση για την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.

Το ΕΛΚ ανέστειλε τη συμμετοχή του Fidesz σε αυτό τον Μάρτιο του 2019 και ο Όρμπαν απάντησε «αδειάζοντας» τον υποψήφιο του ΕΛΚ για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βέμπερ.

Η Ουγγαρία έχει ένα δύσκολο ιστορικό παρελθόν, εφόσον είναι η χώρα που έχασε, αναλογικά, τα περισσότερα εδάφη και πληθυσμό στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ο Όρμπαν αισθάνεται την ανάγκη να παίζει το πατριωτικό και σε περιπτώσεις εθνικιστικό χαρτί, και το «προφίλ» του Τραμπ –κατά των προσφύγων και των μεταναστών, «πρώτα η Αμερική» και προβολή της εικόνας ενός ισχυρού ηγέτη– του πηγαίνει πάρα πολύ. Σε αντίθεση με τον Κατσίνσκι, που ασκεί σκληρή κριτική στον Πούτιν και στην πολιτική της Ρωσίας, ο Όρμπαν έχει καλές σχέσεις με τον Πρόεδρο της Ρωσίας.

Παρά την αντίθεση σε πολλά ζητήματα με τη Μέρκελ και το Βερολίνο, ο Όρμπαν βρίσκεται διαρκώς σε συνεννόηση μαζί τους, ακόμη και για θέματα του ΕΛΚ. Δεν θέλει να αποξενώσει τους Γερμανούς επενδυτές που έχουν δημιουργήσει έναν ευρύτερο οικονομικό χώρο στις πρώην ανατολικές χώρες, ανάλογο με εκείνον που έχουν οι ΗΠΑ σε Καναδά και Μεξικό και η Κίνα σε δυναμικές οικονομίες της Άπω Ανατολής.

Μπόρις Τζόνσον, Σαλβίνι, Κατσίνσκι και Όρμπαν είναι οι βασικοί εκπρόσωποι της «σχολής Τραμπ» στην Ε.Ε. αλλά δεν είναι οι μόνοι. Υπάρχουν κι άλλοι πολιτικοί ηγέτες με ανάλογη προσέγγιση.

Διαφορετικές προσεγγίσεις

Η Λεπέν προσπαθεί να περιορίσει τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του κόμματός της, για να αξιοποιήσει την κρίση της γαλλικής κεντροδεξιάς και να διευρύνει το ακροατήριό της.

Δεν έχει πλέον σχέση με τον πατέρα της, ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου, ενώ μετονόμασε το Εθνικό Μέτωπο σε Εθνικό Συναγερμό, παραπέμποντας στον Συναγερμό του Ντε Γκολ.

Ο Εθνικός Συναγερμός ήρθε πρώτος στις ευρωεκλογές, όπως το 2014 το Εθνικό Μέτωπο, με δεύτερο, με μικρή διαφορά, το κόμμα του Προέδρου Μακρόν. Παρά την κάμψη στα δημοσκοπικά ποσοστά του, ο Μακρόν θεωρείται κυρίαρχος του παιχνιδιού, γιατί, όπως απέδειξε στις προεδρικές εκλογές, είναι σε θέση να επιτυγχάνει εντυπωσιακή συσπείρωση των δημοκρατικών δυνάμεων για να κρατηθούν η άκρα Δεξιά και η Λεπέν σε απόσταση ασφαλείας από την εξουσία.

Σε γενικές γραμμές, η Λεπέν μοιράζεται βασικές θέσεις και το στιλ του ισχυρού ηγέτη με τον Τραμπ, αλλά έχει στενότερες σχέσεις με τον Πούτιν και τη Ρωσία και κατηγορείται για ρωσική χρηματοδότηση της πολιτικής της προσπάθειας.

Εξαιτίας ενός σκανδάλου με ρωσική διάσταση υποχρεώθηκε σε παραίτηση ο ηγέτης του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (FPO) και αντικαγκελάριος της χώρας, Χανς-Κρίστιαν Στράχε. Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» και η γερμανική εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» έδωσαν στη δημοσιότητα βίντεο το οποίο δείχνει τον Στράχε να διαπραγματεύεται επενδύσεις έναντι οικονομικής βοήθειας στο κόμμα του με μια Ρωσίδα που εμφανίστηκε σαν κόρη ολιγάρχη χωρίς να είναι.

Το βίντεο αφορά την περίοδο πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2017, οι οποίες οδήγησαν στον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού κεντροδεξιάς και άκρας Δεξιάς. Η δημοσιοποίησή του υποχρέωσε τον κεντροδεξιό καγκελάριο Κουρτς να διαλύσει τον κυβερνητικό συνασπισμό και να πάει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, που θα πραγματοποιηθούν στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Ο 50χρονος Στράχε υποχρεώθηκε σε ταπεινωτική παραίτηση, αλλά φαίνεται ότι διατηρεί την επιρροή του στην αυστριακή άκρα Δεξιά, εφόσον η 31χρονη δεύτερη σύζυγός του είναι σε εκλόγιμη θέση στη λίστα του κόμματος στη Βιέννη.

Οι περιπέτειες του Στράχε ενίσχυσαν την εντύπωση ότι αρκετοί υπερσυντηρητικοί και ακροδεξιοί ηγέτες χωρών της Ε.Ε., εκτός από εκφραστές της «σχολής Τραμπ», δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη της συνεργασίας τους με τον Πούτιν και ρωσικά συμφέροντα.

Η ισχυρότερη προσωπικότητα του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία είναι ο συμπρόεδρός του Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Γεννήθηκε το 1941 σε περιοχή που μετά την ήττα του ναζισμού έγινε τμήμα της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας και έχει την πολιτική του βάση στο Βρανδεμβούργο.

Στις εκλογές που έγιναν την περασμένη Κυριακή για την ανάδειξη των κυβερνήσεων του Βρανδεμβούργου και της Σαξονίας η Εναλλακτική για τη Γερμανία αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα, με ποσοστά 24% και 27% αντίστοιχα. Η γερμανική ακροδεξιά είναι εξαιρετικά ισχυρή στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας, όπου, παρά την εντυπωσιακή οικονομική και κοινωνική πρόοδο, πολλοί πολίτες θεωρούν ότι αδικούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, επειδή το βιοτικό τους επίπεδο υπολείπεται του βιοτικού επιπέδου όσων ζουν στις περιοχές της πρώην Δυτικής Γερμανίας, ενώ δαπανώνται σε ετήσια βάση 16-18 δισ. ευρώ για την ενσωμάτωση προσφύγων και μεταναστών.

Η Εναλλακτική για τη Γερμανία ξεκίνησε την πορεία της αντιδρώντας στην απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να στηρίξει με σημαντικό δανεισμό την Ελλάδα και με βασικό αίτημα την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ. Το προφίλ της Εναλλακτικής για τη Γερμανία έγινε πιο επιθετικό στη διάρκεια της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης του 2015-2016, οπότε και αξιοποίησε τις κοινωνικές εντάσεις για να πολλαπλασιάσει το εθνικό ποσοστό της.

Στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας η Εναλλακτική για τη Γερμανία εκφράζει την αντισυστημική ψήφο, γι’ αυτό η Αριστερά είδε τις δυνάμεις της να μειώνονται στο μισό στις περιφερειακές εκλογές στο Βρανδεμβούργο και στη Σαξονία.

Φαίνεται όμως ότι έχει χάσει τον δυναμισμό της στο σύνολο της Γερμανίας, ίσως γιατί στις ανατολικές περιοχές, όπου είναι ιδιαίτερα ισχυρή, έχει επικρατήσει η πτέρυγα των «σκληρών» με τονισμένα ακροδεξιά χαρακτηριστικά.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ αποδεικνύεται διπλό πρόβλημα για την Ε.Ε. Ακολουθεί μια αντιευρωπαϊκή, σε πολλές περιπτώσεις, στρατηγική και δεν προωθεί τη συνεργασία για την επίτευξη στόχων όπως είναι η αποτροπή της κλιματικής αλλαγής και η παραπέρα ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Επιπλέον, έχοντας δημιουργήσει πολιτική σχολή που στηρίζεται στην εσωστρέφεια, στην απόλυτη προτεραιότητα των εθνικών στόχων έναντι της διεθνούς συνεργασίας, στην επιθετική επιχειρηματολογία και στην έλλειψη καλής πολιτικής διάθεσης για την αναγκαία συνεννόηση και συμβιβασμούς, δίνει το κακό παράδειγμα και δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.