Δοκιμασία με πετρέλαιο και πράσινη ανάπτυξη - Free Sunday
Δοκιμασία με πετρέλαιο και πράσινη ανάπτυξη
Κινδυνεύουμε με παλαιού τύπου πετρελαϊκή κρίση, ενώ πιεζόμαστε για γρήγορη πράσινη μετάβαση.

Δοκιμασία με πετρέλαιο και πράσινη ανάπτυξη

Τα νέα για την ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα καλά. Οι έρευνες δείχνουν ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, ορισμένες μεγάλες επενδύσεις προωθούνται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ συνεχίζεται η θεαματική υποχώρηση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων με τη βοήθεια της νέας ποσοτικής χαλάρωσης που αποφάσισε ο Ντράγκι στην ΕΚΤ.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις, στον τομέα των καυσίμων και της ενέργειας, που δείχνουν πόσο πίσω είμαστε και την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε για να αποφύγουμε νέες οικονομικές περιπέτειες εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής μας από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και τις δυσκολίες μας να παρακολουθήσουμε την εντυπωσιακή πράσινη στροφή στην πολιτική της Γερμανίας και της Ε.Ε.

Εάν δεν κινηθούμε σωστά και δεν μας διευκολύνουν οι διεθνείς συνθήκες, θα βρεθούμε σε μια οικονομική πρέσα που από τη μια πλευρά θα έχει το κόστος μιας «παραδοσιακής» πετρελαϊκής κρίσης που μπορεί να ξεκινήσει με την επίθεση που δέχτηκαν οι υπερσύγχρονες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας και από την άλλη τον λογαριασμό μιας γρήγορης, αναγκαστικής πράσινης μετάβασης σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας.

Για να αποτρέψουμε τις διαφαινόμενες νέες οικονομικές περιπέτειες πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την αδυναμία προσαρμογής στις νέες συνθήκες και να χαράξουμε νέα στρατηγική για τα καύσιμα και την ενέργεια, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις πρωτεύουσες των οικονομικά ισχυρότερων χωρών της Ευρωζώνης.

Το χτύπημα στη Σαουδική Αραβία

Η εβδομάδα ξεκίνησε με την αγορά πετρελαίου να αντιδρά νευρικά στο εντυπωσιακό χτύπημα στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις εξόρυξης και διύλισης πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας.

Μέσα σε μία ημέρα οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έκαναν ένα άλμα της τάξης του 15%, το οποίο παρέπεμπε σε μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις του παρελθόντος, αλλά στη συνέχεια η αγορά απορρόφησε με ευκολία το σοκ.

Το χτύπημα ήταν εντυπωσιακό και έθεσε εκτός παραγωγής και διύλισης περίπου το 50% του δυναμικού της Σαουδικής Αραβίας για διάστημα μερικών μηνών.

Η Σαουδική Αραβία είναι στις τρεις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς στον κόσμο και πρώτη σε εξαγωγές. Έχει αλλάξει όμως ο διεθνής χάρτης της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου και αυτό διευκολύνει την αντιμετώπιση των συνεπειών της επίθεσης.

Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αξιοποιώντας τα σχιστολιθικά πετρώματα και έχουν περιορίσει δραστικά τις εισαγωγές πετρελαίου, από τις οποίες μόνο το 12% προέρχεται από τη Σαουδική Αραβία. Γύρω στα τρία τέταρτα των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας πραγματοποιούνται προς χώρες της Ασίας, γεγονός που αναδεικνύει και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας.

Το χτύπημα στη Σαουδική Αραβία είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί κλονίζει και την αξιοπιστία της Aramco, του πετρελαϊκού κολοσσού, στη μετοχοποίηση της οποίας στηρίζει η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και των επενδύσεων που θα φέρουν τη μερική απεξάρτηση από το πετρέλαιο.

Στόχος των αρχών της Σαουδικής Αραβίας είναι να φτάσουν τη μετοχική αξία της Aramco, με τη βοήθεια ισχυρών διεθνών συμβούλων, στα 2 τρισ. δολάρια. Το 95% των μετοχών θα παραμείνει, σε πρώτη φάση, υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, αλλά η διάθεση ενός ποσοστού της τάξης του 5% έναντι τουλάχιστον 100 δισ. θα εξασφαλίσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους και θα στείλει τα κατάλληλα μηνύματα.

Το παιχνίδι είναι σκληρό, όπως δείχνει και το χαρακτηριστικό πρωτοσέλιδο των «Financial Times» (Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου): «Η Σαουδική Αραβία κάνει bullying στις πλούσιες οικογένειες για να βάλουν ρευστό στη δημόσια προσφορά των μετοχών της Aramco».

Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν για έναρξη της διαδικασίας μετοχοποίησης στα τέλη του ’19 - αρχές του ’20, αλλά τώρα οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μετοχοποίηση θα ξεκινήσει στη διάρκεια του επόμενου δωδεκαμήνου.

Τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν καθησυχαστικά σε ό,τι αφορά την αγορά πετρελαίου παρά το χτύπημα που δέχτηκε η Σαουδική Αραβία. Όμως οι διεθνοπολιτικές εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν σε εκρηκτικές καταστάσεις.

Ο κίνδυνος του ντόμινο

Το χτύπημα στη Σαουδική Αραβία διεκδίκησαν με ανακοίνωσή τους οι αντάρτες Χούτι της Υεμένης.

Η Αραβική Άνοιξη και η καταπίεσή της οδήγησαν σε εμφύλιο στην Υεμένη, με τους αντάρτες Χούτι, που είναι σιίτες και έχουν στενές σχέσεις με το σιιτικό Ιράν, να κερδίζουν το πλεονέκτημα.

Το 2015 η Σαουδική Αραβία έκρινε αναγκαίο να επέμβει επικεφαλής ενός συνασπισμού αραβικών δυνάμεων κατά των Χούτι. Ξεκίνησε ανηλεείς βομβαρδισμούς και τον αποκλεισμό των πόλεων και των περιοχών που ελέγχουν οι αντάρτες.

Από τότε ο εμφύλιος στην Υεμένη έχει προκαλέσει τον θάνατο πάνω από 100.000 ατόμων, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μια φοβερή ανθρωπιστική καταστροφή. Στο ξεκίνημα της σαουδαραβικής επέμβασης υπουργός Άμυνας ήταν ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο οποίος είναι και διάδοχος του θρόνου. Θεωρείται δυναμική προσωπικότητα, αλλά στην προσπάθεια να επιτύχει τους στόχους του δεν σέβεται κανέναν περιορισμό. Μεταξύ των άλλων, θεωρείται και υπεύθυνος για τη δολοφονία με φρικτό τρόπο του αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Κασόγκι.

Οι Χούτι εξακολουθούν να ελέγχουν τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Υεμένης και έχουν αρχίσει έναν πόλεμο αντιποίνων σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. Στόχοι τους κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου ήταν το αεροδρόμιο του Ριάντ και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.

Μέχρι το τελευταίο χτύπημα, δεν είχαν μεγάλες επιτυχίες. Η Σαουδική Αραβία είναι ο πρώτος εισαγωγέας οπλικών συστημάτων στον κόσμο, έχει εξαιρετικά εξελιγμένη αντιαεροπορική άμυνα και ξένους ειδικούς που συμβάλλουν στη διαχείριση των οπλικών συστημάτων.

Με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, η επίθεση που αχρήστευσε προσωρινά το 50% του παραγωγικού δυναμικού της Σαουδικής Αραβίας στον τομέα του πετρελαίου έγινε με έναν συνδυασμό drones και πυραύλων.

Η Σαουδική Αραβία επιμένει ότι οι αντάρτες Χούτι δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες και πως τα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν έχουν κατασκευαστεί στο Ιράν και εκτοξεύθηκαν από αυτό.

Πιο μετρημένες, οι αμερικανικές υπηρεσίες εκτιμούν ότι τα οπλικά συστήματα είναι ιρανικής προέλευσης και μπορεί να εκτοξεύθηκαν κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων από περιοχή του Ιράκ που ελέγχεται από σιιτική πολιτοφυλακή. Η εκτίμηση, πάντως, αυτή απορρίπτεται επισήμως από την κυβέρνηση του Ιράκ.

Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν είναι οι δύο μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις που συγκρούονται διεκδικώντας μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή. Η οικονομική υπεροχή της Σαουδικής Αραβίας είναι τεράστια, όμως το Ιράν έχει αποκτήσει ισχυρούς συμμάχους.

Στον Λίβανο συνεργάζεται με τη Χεζμπολάχ –πολλοί υποστηρίζουν ότι και την ελέγχει–, η οποία είναι στρατιωτικά ισχυρή. Στη Συρία οι στρατιωτικές δυνάμεις που ελέγχονται από το Ιράν αποτελούν βασικό στήριγμα του καθεστώτος Άσαντ και συνέβαλαν στην επικράτησή του στον εμφύλιο που ξεκίνησε από την προσπάθεια των αντικαθεστωτικών δυνάμεων να απαλλαγούν από το τυραννικό καθεστώς.

Τεράστια είναι η επιρροή του Ιράν και στο Ιράκ, το οποίο έχει σιιτική πλειοψηφία. Οι πολιτοφυλακές που ελέγχονται από τους σιίτες δεν υπακούουν στη Βαγδάτη. Ένα από τα βασικά λάθη στρατηγικής των δυτικών δυνάμεων ήταν η εξόντωση του Σαντάμ Χουσεΐν χωρίς την ανάδειξη δυνάμεων που θα περιόριζαν την επιρροή της Τεχεράνης στις εξελίξεις στο Ιράκ.

Η ισχυρή παρουσία του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή έχει τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος. Το καθεστώς βρίσκεται στην ανάγκη να σκληραίνει κάθε τόσο την πολιτική του για να εξουδετερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις στις επιλογές του.

Την κατάσταση περιπλέκουν οι εξαιρετικά αυστηρές οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζονται με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και στέκονται, μεταξύ των άλλων, εμπόδιο στην πλήρη αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας και στην αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου.

Η οικονομία είχε βελτιωθεί μετά τη συμφωνία του 2015, που έβαλε τέλος στις φιλοδοξίες της Τεχεράνης να αποκτήσει ατομική βόμβα. Το 2018, όμως, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μονομερώς από τη συμφωνία, την οποία προσπαθούν να συντηρήσουν με διάφορους τρόπους οι Ευρωπαίοι.

Ενδεικτική η πρωτοβουλία που πήρε ο Πρόεδρος Μακρόν στη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των «7» στο Μπιαρίτς της Γαλλίας για να δοθούν πιστώσεις 15 δισ. ευρώ στο Ιράν, χωρίς να υπάρξει αντίδραση των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ φάνηκε να ταλαντεύεται μεταξύ της συνέχισης μιας πολιτικής που έχει στόχο την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν και μιας πολιτικής με κάποια στοιχεία μετριοπάθειας που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μελλοντική συνεννόηση. Άφηνε μάλιστα να εννοηθεί ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να συναντηθεί με την ηγεσία του Ιράν στα τέλη Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η απομάκρυνση, με πρωτοβουλία του Προέδρου Τραμπ, του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, Μπόλτον, θεωρήθηκε μία ακόμη ένδειξη ότι ο Τραμπ σκεφτόταν να υιοθετήσει πιο συγκρατημένη πολιτική έναντι της Τεχεράνης. Ο Μπόλτον ήταν από τους «σκληρούς» και υποστήριζε την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.

Κι ενώ όλα έδειχναν ότι μπορούσε να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης, ήρθε το μεγάλο χτύπημα στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας να αλλάξει την πολιτική δυναμική.

Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ

Τώρα όλοι περιμένουν να δουν πώς θα αντιδράσει η Ουάσινγκτον στο χτύπημα που δέχτηκε η Σαουδική Αραβία.

Δεν είναι ξεκάθαρες οι επιδιώξεις του Προέδρου Τραμπ, δεν δείχνει πάντως αποφασισμένος να πατήσει το κουμπί για ένα ισχυρό πλήγμα κατά του Ιράν.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το καθεστώς του Ιράν δεν έχει τίποτα να χάσει από την κλιμάκωση της κρίσης. Αντίθετα, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ως το τέλειο άλλοθι για τις οικονομικές στερήσεις και τη σκληρή καταπίεση όσων το αμφισβητούν.

Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος Τραμπ πηγαίνει σε προεδρικές εκλογές το 2020 και είναι λογικό να θέλει την αμερικανική οικονομία σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ δεν έχει διάθεση για μια νέα πετρελαϊκή κρίση, που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Αυτά λέει η πολιτική ανάλυση, αλλά ο Τραμπ θεωρείται ισχυρή και απρόβλεπτη προσωπικότητα, που μπορεί να κινηθεί σε άλλη κατεύθυνση.

Έχει περάσει πάντως ο καιρός που μπορούσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να οργανώνουν πολεμικές επιχειρήσεις επιδιώκοντας αλλαγή καθεστώτος ή την επιβολή κάποιου δημοκρατικού μοντέλου σε χώρες χωρίς δημοκρατική παράδοση.

Τα αποτελέσματα τέτοιων επεμβάσεων, μεγάλης ή μικρής κλίμακας, θεωρούνται πλέον καταστροφικά με βάση όσα συνέβησαν στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη. Ακόμη και τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα που δοκιμάζουν την αντοχή και τη συνοχή της Ε.Ε. έχουν σχέση με τέτοιου είδους «αστοχίες» των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους.

Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται ο περιφερειακός ρόλος του Ισραήλ για να μην ξεφύγουν εντελώς από τον έλεγχο το Ιράν και οι σύμμαχοί του. Εδώ και καιρό η ισραηλινή αεροπορία πλήττει στόχους στη Συρία, στον Λίβανο και στο Ιράκ, για να περιορίσει το δυναμικό συμμαχικών προς το Ιράν δυνάμεων και τη δυνατότητα παρέμβασής τους στην ευρύτερη περιοχή.

Το Ισραήλ έχει μια σταθερή και σκληρή πολιτική σε αυτά τα ζητήματα, η οποία δεν πρόκειται να επηρεαστεί από το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών. Θα χρειαστούν, πιθανότατα, μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, αλλά αυτό δεν πρόκειται να θέσει σε αμφισβήτηση τη συναίνεση που υπάρχει μεταξύ των κομμάτων –με εξαίρεση αυτό που εκφράζει την αραβική μειοψηφία– για τα θέματα ασφάλειας και στρατηγικής.

Άλμα στο πράσινο μέλλον

Κι ενώ όλα αυτά μοιάζουν σύγχρονες εκδοχές παλαιότερων πετρελαϊκών κρίσεων, η κυβέρνηση Μέρκελ επιχειρεί ένα οικονομικό και πολιτικό άλμα στο πράσινο μέλλον, πιεζόμενη από τους Πράσινους, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές του Μαΐου.

Η καγκελάριος Μέρκελ και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Σολτς, ο οποίος διεκδικεί την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, συμφωνούν σε μια θεαματική στροφή της πολιτικής που εφαρμόζεται για να απαντηθεί, στο μέτρο του δυνατού, η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και να αντιμετωπιστεί η άνοδος των Πρασίνων. Ιδιαίτερα οι Σοσιαλδημοκράτες υφίστανται τεράστιες απώλειες σε όφελος των Πρασίνων, με αποτέλεσμα τα δημοσκοπικά ποσοστά τους να κινούνται σταθερά κάτω από το 15%.

Η πράσινη στροφή της κυβέρνησης Μέρκελ επηρεάζει, όπως θα περίμενε κανείς, και το πρόγραμμα της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την πρώην υπουργό Άμυνας της Γερμανίας Φον ντερ Λάιεν, η οποία θα αντικαταστήσει την Επιτροπή Γιούνκερ την 1η Νοεμβρίου.

Η μεγάλη επιτυχία της Επιτροπής Γιούνκερ ήταν η συμβολή της στην αντιμετώπιση της κρίσης της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρώ. Σε αυτό το θέμα βαθμολογείται με λίαν καλώς. Απέτυχε, όμως, όπως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην αντιμετώπιση της πρόκλησης του Brexit, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση, σε επίπεδο στρατηγικής, της Ε.Ε.

Οι προτεραιότητες είναι τώρα διαφορετικές και έχουν σχέση με την πράσινη μετάβαση και την εφαρμογή μιας εντελώς διαφορετικής ενεργειακής στρατηγικής.

Το εντυπωσιακό είναι ότι το Βερολίνο προσπαθεί να συνδυάσει τη δημοσιονομική ορθοδοξία, που απαιτεί τη συνέχιση των πλεονασματικών προϋπολογισμών, με την αναγκαία πρόσθετη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης.

Ο στενός συνεργάτης της καγκελαρίου Μέρκελ, υπουργός Οικονομίας, Αλτμάιερ, προωθεί την ιδέα της έκδοσης ενός «πράσινου» ομολόγου, το οποίο θα συμβάλει στη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης.

Με βάση όσα υποστηρίζει ο Αλτμάιερ, η έκδοση του ομολόγου δεν θα επιβαρύνει το χρέος, εφόσον θα γίνει από έναν ιδιωτικό οργανισμό ειδικού σκοπού, ο οποίος θα ενισχυθεί με 5 δισ. δημόσιου χρήματος και ετήσια επιδότηση 1 δισ., όλα στα πλαίσια των προγραμματισμένων ομοσπονδιακών προϋπολογισμών.

Το ομόλογο αυτό θα έχει εγγυημένη ετήσια απόδοση 2%, η οποία θα είναι ιδιαίτερα ελκυστική σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων.

Με την πρόταση αυτή, η οποία δεν έχει ακόμη υιοθετηθεί σε κυβερνητικό επίπεδο, η Μέρκελ και οι συνεργάτες της προσπαθούν να παρακάμψουν τους συνταγματικούς περιορισμούς που προβλέπουν διαρθρωτικό έλλειμμα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μέχρι 0,35% του ΑΕΠ και απαγορεύουν στις κυβερνήσεις των 16 κρατιδίων της Ομοσπονδιακής Γερμανίας να έχουν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς.

Το μείγμα της πολιτικής που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση Μέρκελ θα περιλαμβάνει την επέκταση του εμπορίου ρύπων σε τομείς όπως είναι οι μεταφορές και η θέρμανση των κτιρίων, σημαντικές επιδοτήσεις για την ηλεκτροκίνηση των αυτοκινήτων, μείωση του ΦΠΑ στα εισιτήρια των τρένων και ανάπτυξη των δημόσιων συγκοινωνιών.

Εκτιμάται ότι το πρόσθετο κόστος της νέας πολιτικής για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 θα είναι της τάξης των 8-10 δισ. τον χρόνο μέχρι το 2023 και στη συνέχεια θα αυξηθεί ανάλογα με τις νέες δυνατότητες χρηματοδότησης.

Διπλή πρόκληση

Στις συνθήκες που δημιουργούνται, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια διπλή πρόκληση.

Πρώτον, πρέπει να αποφύγουμε μια παραδοσιακού τύπου πετρελαϊκή κρίση, η οποία θα πάει πολύ πίσω την οικονομία μας.

Δεύτερον, πρέπει να πρωταγωνιστήσουμε στην πράσινη μετάβαση –τα μηνύματα από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο είναι σαφή– γιατί διαφορετικά θα εμφανιστούν νέες οικονομικές δυσλειτουργίες και δυσκολίες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, εφόσον θα βρεθούμε σε πολλά θέματα εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου.

Το σημείο εκκίνησης δεν είναι καλό – αρκεί να σκεφτούμε ότι έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης από το εισαγόμενο πετρέλαιο, της τάξης του 98%. Η εγχώρια παραγωγή πετρελαίου είναι εξαιρετικά περιορισμένη και η ανάπτυξή της θα είναι πολύ δύσκολο να χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους, εφόσον αλλάζουν οι προτεραιότητες. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε Πράσινη Τράπεζα.

Στον τομέα της παραγωγής ενέργειας υπάρχουν ενθαρρυντικές εξελίξεις, εφόσον αυξάνεται το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής που στηρίζεται στις ΑΠΕ και προωθείται η υποκατάσταση του λιγνίτη από το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι σχετικοί ατμοσφαιρικοί ρύποι σε ποσοστό 50%-60%.

Υπάρχουν όμως τεράστια εκκρεμή ζητήματα, που έχουν σχέση με τη μερική απεξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, την προώθηση των επενδύσεων στις ΑΠΕ, τον ενεργειακό εκσυγχρονισμό με τη λογική της περισσότερης ενέργειας για μεγαλύτερη ανάπτυξη αλλά με μικρότερους ρύπους, την επέκταση του εμπορίου ρύπων σε άλλους κλάδους της οικονομίας, την προσαρμογή των αεροπορικών συγκοινωνιών και των ναυτιλιακών μεταφορών, την προσαρμογή στους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες και τις νέες προτεραιότητες για να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας και να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή χρηματοδότησή της.

Δείχνουμε εγκλωβισμένοι σε ένα ενεργειακό παρελθόν ξεπερασμένο από τις εξελίξεις –ενδεικτική η τεράστια οικονομική επιβάρυνση της ΔΕΗ από το εμπόριο ρύπων–, ενώ όλα αλλάζουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με εντυπωσιακή ταχύτητα και ενισχύεται το σενάριο –μετά το χτύπημα στη Σαουδική Αραβία– για ένα γεωπολιτικό ντόμινο που μπορεί να κάνει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ακριβότερα και να δημιουργήσει κλίμα διεθνοπολιτικής αστάθειας.

Οι προγνώσεις για την πορεία της διεθνούς οικονομίας και ειδικά της Ευρωζώνης δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το ΑΕΠ της Γερμανίας αναμένεται να αυξηθεί μόλις 0,5% το 2019, της Ιταλίας να παραμείνει ουσιαστικά στάσιμο και της Γαλλίας να πάει κάπως καλύτερα, με αύξηση 1,2%.

Το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ ψαλιδίζουν συνεχώς τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες είναι πλέον οι χειρότερες από το 2008. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά, για να αξιοποιήσουμε την ενίσχυση της θέσης μας σε σχέση με το δύσκολο οικονομικό παρελθόν μας και κυρίως για να απαντήσουμε στις νέες προκλήσεις που εμφανίζονται από την περιοχή του Κόλπου μέχρι τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.