«Τρώγοντας» ανοίγει η όρεξη του Ερντογάν - Free Sunday
«Τρώγοντας» ανοίγει η όρεξη του Ερντογάν
Η εικόνα μιας αντιδημοκρατικής και επιθετικής Τουρκίας που έχει ενταξιακές φιλοδοξίες απαξιώνει την ίδια την Ε.Ε.

«Τρώγοντας» ανοίγει η όρεξη του Ερντογάν

Πριν από μερικές εβδομάδες οι πολιτικοί αναλυτές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ο Ερντογάν ήταν σε πολιτική κάμψη.

Η φθορά του κυβερνώντος κόμματος είχε μεγαλώσει μετά την απώλεια σημαντικών αστικών κέντρων και κυρίως της Κωνσταντινούπολης στις δημοτικές εκλογές. Η λαϊκή δυσαρέσκεια με την παρουσία 3,6 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων και μεταναστών σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα έντονη. Ακόμα και μεγάλα ονόματα της κυβερνητικής παράταξης διαφωνούσαν δημόσια με τις επιλογές του Τούρκου Προέδρου και προετοίμαζαν διασπαστικές κινήσεις.

Οι αρνητικές για τον Ερντογάν εξελίξεις «πάγωσαν» με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στο τμήμα της Συρίας το οποίο είχε μετατραπεί την τελευταία πενταετία σε ημιαυτόνομη περιοχή των Κούρδων.

Η Τουρκία μπήκε σε φάση εθνικής ανάτασης και συσπείρωσης γύρω από τον Ερντογάν και αυτός δημιούργησε με την πρωτοβουλία του τα χρονικά και πολιτικά περιθώρια που είχε ανάγκη.

Η επιθετική πολιτική Ερντογάν διευκολύνθηκε από την απόφαση του Προέδρου Τραμπ να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από την περιοχή των Κούρδων της Συρίας. Ξεδιπλώθηκε χωρίς μεγάλα προβλήματα και εξαιτίας της αδυναμίας της Ε.Ε. να αντιδράσει με αποτελεσματικό τρόπο. Με την πολιτική που ακολουθεί, ο Ερντογάν καταπατά όλους τους κανόνες και τις αξίες στις οποίες στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Παραβιάζει επίσης όλους τους κανόνες που ισχύουν για τις χώρες που έχουν ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. και υποτίθεται πως έχουν ευρωπαϊκή προοπτική.

Η αδυναμία αποτελεσματικής αντίδρασης της Ε.Ε. μεγαλώνει το διεθνοπολιτικό ρίσκο, γιατί όλα δείχνουν πως «τρώγοντας» ανοίγει η όρεξη του Ερντογάν για νέες περιπέτειες.

Επιτυχία με υποσημειώσεις

Ο Ερντογάν είναι ικανοποιημένος, γιατί σε διάστημα δύο εβδομάδων μπόρεσε να απαλλαγεί από αυτό που θεωρεί κουρδική απειλή στη Συρία. Επιδίωξή του ήταν να ελέγξει μια έκταση συριακού εδάφους 12.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία. Στην αντίληψή του αυτή η περιοχή, 400 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων και βάθους 30 χιλιομέτρων, έπρεπε να μετατραπεί από «βάση Κούρδων τρομοκρατών» σε ζώνη ασφαλείας που θα λειτουργούσε υπό τουρκικό έλεγχο και θα υποδεχόταν τουλάχιστον 1 εκατομμύριο Σύρους πρόσφυγες και μετανάστες επί συνόλου 3,6 εκατομμυρίων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία.

Στο στρατιωτικό επίπεδο η επιχείρηση ξεπέρασε τις προσδοκίες του Ερντογάν. Οι Αμερικανοί έδωσαν το «πράσινο φως». Τα τουρκικά στρατεύματα και οι Σύροι «άτακτοι» που τα υποστηρίζουν προωθήθηκαν γρήγορα και με ελάχιστες απώλειες. Από την πλευρά των Κούρδων της Συρίας οι απώλειες ανέρχονται σε εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν 150.000-200.000 νέοι πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους σε αναζήτηση ασφάλειας.

Με πρωτοβουλία των ΗΠΑ επιτεύχθηκε προσωρινή κατάπαυση του πυρός για να εγκαταλείψουν οι Κούρδοι πολιτοφύλακες τις θέσεις τους χωρίς να υπάρξουν απώλειες. Στη συνέχεια με πρωτοβουλία Πούτιν επεκτάθηκε χρονικά η κατάπαυση του πυρός, επιβλήθηκαν όμως και ορισμένοι όροι στην Τουρκία, στα μέτρα της Ρωσίας και του καθεστώτος Άσαντ.

Το πρώτο είναι ότι αναβίωσε η συμφωνία Τουρκίας-Συρίας που υπογράφηκε πριν από περίπου 20 χρόνια, η οποία δίνει το δικαίωμα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εισέρχονται σε βάθος 5 χιλιομέτρων στα εδάφη της Συρίας σε περίπτωση που απειλούνται από Κούρδους «τρομοκράτες».

Το δεύτερο μέτρο αφορά κοινές περιπολίες συριακών και ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, περίπου στα 2/3 των εδαφών που καλύπτει η υπό δημιουργία ζώνη ασφαλείας.

Με τον τρόπο αυτόν ο Ερντογάν εξουδετέρωσε, στην αντίληψη της τουρκικής κοινής γνώμης, την κουρδική απειλή, άλλαξε όμως την πολιτική του έναντι του καθεστώτος Άσαντ υπό την πίεση της Ρωσίας.

Η Τουρκία πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο που ξεκίνησε το 2011 στη Συρία υποστηρίζοντας αντικαθεστωτικές δυνάμεις, ακόμη κι αυτές που είχαν σχέση με την ισλαμική τρομοκρατία. Τώρα αρχίζει μια αναγκαστική συνεργασία με την κυβέρνηση της Συρίας, η οποία επιβάλλει ξανά τον δικό της έλεγχο στα κουρδικά εδάφη της Συρίας. Οι Κούρδοι, έχοντας να επιλέξουν μεταξύ της εξόντωσής τους από τα τουρκικά στρατεύματα και της εκ νέου υποδούλωσής τους στη Δαμασκό, επέλεξαν το δεύτερο.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της σύνθετης διαδικασίας είναι ότι η Τουρκία θα έχει τον πλήρη έλεγχο σε 3.000-4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή στο 1/3 της υπό δημιουργία ζώνης ασφαλείας. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των Σύρων προσφύγων και μεταναστών από την Τουρκία στη ζώνη ασφαλείας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να κατασκευαστούν νέες πόλεις στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου προγράμματος ύψους 27 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να βγάλει τον τουρκικό κατασκευαστικό τομέα από την ύφεση. Η μετεγκατάσταση, με τους όρους που την προγραμματίζει η Τουρκία, προσκρούει επίσης στο διεθνές δίκαιο και στην εθνική κυριαρχία της Συρίας, η οποία επιβεβαιώνεται στην περιοχή με τη στήριξη του Πούτιν και την υποχρεωτική συνεργασία του Ερντογάν.

Ο Τούρκος Πρόεδρος πέτυχε τους στρατιωτικούς του στόχους, κέρδισε πολιτικό χρόνο, αλλά περιορίζεται αυστηρά στις κινήσεις του από τη συμφωνία Κούρδων- καθεστώτος Άσαντ και την επικυριαρχία της Ρωσίας στη Συρία, η οποία καλύπτει το κενό που άφησε η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων.

Νέοι στόχοι

Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του, ο Ερντογάν θέτει ολοένα πιο φιλόδοξους στόχους, αναλαμβάνοντας τους σχετικούς κινδύνους.

Σε πρόσφατη ομιλία του στην Καισάρεια συνέδεσε την εισβολή στην Κύπρο με την εισβολή στη Συρία λέγοντας: «Έμαθαν τι εστί τουρκικό έθνος στην Κύπρο, στην επιχείρηση “Ασπίδα” του Ευφράτη, στην επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” στο Αφρίν, και θα το μάθουν ξανά».

Η Άγκυρα ανεβάζει συνεχώς τους τόνους σε σχέση με την Κύπρο, διεκδικώντας με αυθαίρετο τρόπο μερίδιο στα ενεργειακά κοιτάσματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάνοντας παράνομες έρευνες στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου και αναπτύσσοντας μια επιχειρηματολογία για προσάρτηση του ψευδοκράτους στη βάση ενός «μοντέλου Μονακό» ή στη μετατροπή των προτάσεων για ομόσπονδη λύση σε λύση συνομοσπονδίας.

Εκατό χρόνια μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Ερντογάν προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να πείσει ότι είναι σε θέση να προχωρήσει στην ανασύστασή της.

Τελευταία, προβάλλει πιο συστηματικά το σχέδιο απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου. Μιλώντας σε συνεδρίαση κομματικών στελεχών τον Σεπτέμβριο υπογράμμισε: «Ορισμένες χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές. Η Δύση επιμένει ότι δεν μπορούμε να έχουμε κι εμείς. Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ».

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η Τουρκία απέχει αρκετά χρόνια από την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου και πως θα διευκολυνθεί στην απόκτηση σχετικής τεχνογνωσίας από το φιλόδοξο πρόγραμμα, ύψους 20 δισ. ευρώ, που έχει με τη Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Η εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία και η εκδήλωση ολοένα μεγαλύτερων γεωπολιτικών φιλοδοξιών συνοδεύονται από τη σκλήρυνση του καθεστώτος στο εσωτερικό.

Το περασμένο καλοκαίρι ο Ερντογάν προχώρησε στην καθαίρεση εκλεγμένων δημάρχων στις περιοχές των Κούρδων της ΝΑ Τουρκίας. Η επίθεση εναντίον των Κούρδων της Συρίας συνοδεύτηκε από την προσωρινή κράτηση των εκλεγμένων εκπροσώπων των Κούρδων της Τουρκίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί το κουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) προέκταση της οργάνωσης PKK που διεξάγει εδώ και 35 χρόνια ένοπλο αγώνα κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Χιλιάδες στελέχη του κουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, οκτώ βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, Ντεμιρτάς, συμπληρώνουν τρία χρόνια στις τουρκικές φυλακές στο πλαίσιο του «αντιτρομοκρατικού αγώνα».

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Financial Times», η τουρκική εισβολή στη Συρία συνοδεύτηκε από τη σύλληψη 100 ατόμων που εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους στο διαδίκτυο.

Σε αυτές τις συνθήκες θα περίμενε κανείς μια έντονη και καλά οργανωμένη ευρωπαϊκή αντίδραση, η οποία όμως δεν ήρθε.

Τα αίτια της ευρωπαϊκής αδυναμίας στο συγκεκριμένο θέμα είναι σύνθετα.

Τα λάθη κοστίζουν

Η Ε.Ε. πληρώνει ακριβά τα λάθη που έκανε σε προηγούμενες επεμβάσεις σε χώρες μεγάλης στρατηγικής σημασίας.

Η εισβολή στο Ιράκ για την απελευθέρωσή του από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στηρίχτηκε σε fake news, σύμφωνα με τα οποία ο αιμοσταγής δικτάτορας είχε στη διάθεσή του όπλα μαζικής καταστροφής.

Η εξουδετέρωση του Σαντάμ Χουσεΐν και των ανθρώπων του δεν οδήγησε στον εκδημοκρατισμό και την οικονομική ανάπτυξη του Ιράκ, αλλά σε νέες περιπέτειες. Αυξήθηκε εντυπωσιακά η επιρροή του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης στο Ιράκ μέσω της σιιτικής πλειοψηφίας της χώρας. Κατέρρευσε από στρατιωτική και διοικητική άποψη η χώρα, με αποτέλεσμα να επικρατήσει για τρία χρόνια το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος στο 1/3 των εδαφών του Ιράκ. Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση κοινωνικής αναταραχής, γιατί, παρά το γεγονός ότι έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη, μετά τη Σαουδική Αραβία, παραγωγή πετρελαίου μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ (4,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα), η κυβέρνηση είναι απόλυτα διεφθαρμένη και ο λαός γνωρίζει μεγάλες στερήσεις.

Η αποτυχία του «δημοκρατικού πειράματος» στο Ιράκ οδήγησε στην ανάπτυξη του προβληματισμού για τη στρατιωτική επέμβαση του 2003 και όσα ακολούθησαν. Το μεγάλο πολιτικό θύμα αυτής της δημόσιας συζήτησης ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ. Κρίθηκε υπεύθυνος για την εμπλοκή του Ηνωμένου Βασιλείου στη βάση λαθεμένων πληροφοριών για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο οπλοστάσιο του Σαντάμ Χουσεΐν.

Η πολιτική απαξίωση του Εργατικού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ είχε δύο σημαντικές συνέπειες.

Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο έχασε έναν γνήσιο φιλεοευρωπαίο πολιτικό ηγέτη, η απουσία του οποίου από το προσκήνιο αποδείχθηκε κρίσιμη για τη διαμόρφωση της δυναμικής υπέρ του Brexit.

Δεύτερον, η βρετανική κοινή γνώμη και το βρετανικό Κοινοβούλιο κατέληξαν στο οριστικό συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να υπάρξει άλλη συμμετοχή σημαντικών βρετανικών στρατευμάτων σε περιφερειακούς πολέμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βρετανικό Κοινοβούλιο δεν επέτρεψε στην κυβέρνηση Κάμερον να πάρει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, το οποίο χρησιμοποιούσε μεθόδους εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων του εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου.

Τα λάθη των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο Ιράκ επαναλήφθηκαν στη Συρία και στη Λιβύη. Στη Συρία πρωταγωνίστησαν, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, στον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε το 2011 με στόχο τη γρήγορη ανατροπή του τυραννικού καθεστώτος Άσαντ.

Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Άσαντ έχει επικρατήσει στον εμφύλιο στηριζόμενος σε ιρανικά και ρωσικά στρατεύματα, ενώ και η Τουρκία, η οποία στήριξε την προσπάθεια ανατροπής του Άσαντ, βρήκε τον τρόπο να επιβάλει ένα είδος κυριαρχίας στις περιοχές της Συρίας όπου είχε δημιουργηθεί μία ημιαυτόνομη κουρδική διοίκηση.

Στη Λιβύη ανατράπηκε ο Καντάφι, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα χέρια των αντικαθεστωτικών δυνάμεων, με την παρέμβαση δυτικών δυνάμεων, κυρίως της πολεμικής αεροπορίας της Γαλλίας και των ΗΠΑ και ομάδων κομάντος, που συντόνισαν τις επιθέσεις των αντικαθεστωτικών, στις τάξεις των οποίων υπήρχαν και τζιχαντιστές, όπως άλλωστε και στη Συρία.

Το αποτέλεσμα της επέμβασης ήταν κι αυτό αρνητικό, με την έννοια ότι δεν οργανώθηκε σωστά η επόμενη μέρα. Η Λιβύη έχει χάσει την πολιτική και διοικητική της ενότητα και πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις ένοπλες ομάδες που συνδέονται με την ισλαμική τρομοκρατία. Η επέμβαση στη Λιβύη συνέβαλε στην πολιτική απαξίωση του κεντροδεξιού Προέδρου Σαρκοζί, ο οποίος έχει παραπεμφθεί σε δίκη με την κατηγορία ότι χρηματοδότησε την επιτυχημένη εκστρατεία του στις προεδρικές εκλογές με χρήματα του δικτάτορα Καντάφι, ενώ πρωταγωνίστησε στη συνέχεια στην ανατροπή και εξόντωσή του.

Ιράκ, Λιβύη, Συρία, ίδια γεύση. Επεμβάσεις ευρωπαϊκών δυνάμεων χωρίς ολοκληρωμένη στρατηγική και χωρίς την προετοιμασία της επόμενης μέρας. Οι περιφερειακοί πόλεμοι με ευρωπαϊκή συμμετοχή οδήγησαν και στη δημιουργία ενός κύματος προσφύγων και μεταναστών, η διαχείριση του οποίου φέρνει σε δύσκολη θέση τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και αναδεικνύει την πολιτική αδυναμία των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ύστερα απ’ όλες αυτές τις περιπέτειες θεωρείται πολιτικά αδιανόητη η αποστολή στρατευμάτων στη Συρία απ’ οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν στις εξελίξεις οι δυνάμεις που μπορούν να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση, η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία. Η Ε.Ε. πληρώνει ακριβά τα λάθη στρατηγικής σημασίας που έκανε.

Επικίνδυνη ασυνεννοησία

Η αδυναμία των ευρωπαϊκών δυνάμεων να αντιδράσουν αποτελεσματικά στην επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία αναδεικνύει και την ασυνεννοησία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας σε ζητήματα μεγάλης σημασίας.

Η γαλλογερμανική συνεργασία είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η ανάπτυξη και η ολοκλήρωση της Ε.Ε. Σε αυτή τη φάση Μακρόν και Μέρκελ δεν συνεννοούνται, γεγονός το οποίο επισήμανα σε παρέμβασή μου στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την περασμένη Τρίτη, στο Στρασβούργο.

Ο Μακρόν ζητεί μια πιο αυστηρή αντιμετώπιση της Τουρκίας, ενώ η Μέρκελ φαίνεται να διστάζει, έχοντας κατά νου τη μεγάλη τουρκική μειονότητα στη Γερμανία, την άτυπη συμφωνία του Μαρτίου του 2016 που ανέκοψε τις ροές από Τουρκία προς Ελλάδα και μέσω αυτής σε Γερμανία, Αυστρία και Σουηδία και τη μεγάλη σημασία της Τουρκίας για τη γερμανική οικονομία.

Ο Μακρόν πέρασε στην επίθεση ζητώντας αλλαγή της διαδικασίας για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις προτού δώσει το Παρίσι το «πράσινο φως» για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Τίρανα και Σκόπια.

Το πολιτικό σκεπτικό του Μακρόν είναι απλό. Η Άγκυρα μετά από 15 χρόνια ενταξιακής διαπραγμάτευσης με τις Βρυξέλλες απέχει ακόμη περισσότερο από την Ε.Ε. Η εικόνα της σημερινής Τουρκίας, μιας επιθετικής δικτατορίας, γελοιοποιεί την έννοια της ευρωπαϊκής προοπτικής της και απαξιώνει την Ε.Ε. στην αντίληψη των Ευρωπαίων πολιτών.

Η Λεπέν, η οποία θα είναι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η βασική αντίπαλος του Μακρόν στις προεδρικές εκλογές του 2022, ανεβάζει ήδη τους τόνους και ζητεί τη διακοπή της ενταξιακής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία και την αποβολή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.

Το πρόβλημα με την ενταξιακή διαπραγμάτευση είναι ότι αποφασίζεται και διακόπτεται στη βάση της ομοφωνίας. Το μήνυμα Μακρόν είναι ότι αν δεν αλλάξει η διαδικασία για να επιβάλλεται μεγαλύτερη πειθαρχία στις υπό ένταξη χώρες και να διακόπτεται πιο εύκολα η ενταξιακή διαπραγμάτευση, η Γαλλία –όπως η Ολλανδία και η Δανία– θα σταθεί εμπόδιο στην ομοφωνία που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Τίρανα και τα Σκόπια.

Η κίνηση Μακρόν δυσαρέστησε το Βερολίνο, το οποίο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις βαλκανικές εξελίξεις μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Έντονη επίσης είναι η αντίδραση της Βιέννης, η οποία έχει μεγάλη επιρροή στα Βαλκάνια από την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, της Ρώμης, που ενδιαφέρεται για την Αλβανία στην οποία ασκεί παραδοσιακά μεγάλη επιρροή, και φυσικά των Βρυξελλών.

Η Επιτροπή Γιούνκερ, που στιγματίστηκε από την απόφαση των Βρετανών υπέρ του Brexit η οποία κάνει την Ε.Ε. λιγότερο ισχυρή και σημαντική, βλέπει σε μια γρήγορη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια ένα κάποιο αντιστάθμισμα στο πλήγμα στρατηγικής σημασίας που δέχεται η Ε.Ε. από το Brexit.

Οι διαφορές μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στην αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας αναδεικνύουν τη διαφορετική στρατηγική τους στα Δυτικά Βαλκάνια και δημιουργούν ένα ντόμινο σε βάρος της καλής συνεννόησης των δύο ισχυρότερων κρατών της Ε.Ε. των «27».

Μακρόν και Μέρκελ δυσκολεύονται να συνεννοηθούν για Τουρκία, Δυτικά Βαλκάνια, ανάπτυξη κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, στους κανόνες για τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων, για τις σχέσεις με τη Ρωσία, την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, ακόμη και για τη σύνθεση των ευρωπαϊκών θεσμών.

Επομένως, η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης του Ερντογάν για όσα κάνει μέσα και έξω από την Τουρκία οφείλεται και στην εξασθένηση του γαλλογερμανικού άξονα. Το ερώτημα είναι εάν η εξασθένηση είναι συγκυριακή –οφείλεται στη μετάβαση της Γερμανίας στη μετά Μέρκελ εποχή– ή έχει βαθύτερα αίτια.

Το ζήτημα της οικονομίας

Η Ε.Ε. δεν έχει τα πολιτικά μέσα, πολύ περισσότερο τα στρατιωτικά, για να περάσει την πολιτική της σε Τουρκία και Συρία και οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να παρέμβουν μέσω ΝΑΤΟ για να επιβάλουν πειθαρχία στον Ερντογάν.

Ενώ είναι φανερό ότι όλα όσα κάνει ο Ερντογάν στη Συρία είναι εκτός Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει διαδικασία αποβολής κράτους-μέλους. Άλλωστε οι Αμερικανοί, οι οποίοι αποτελούν τη βασική δύναμη του ΝΑΤΟ, θεωρούν την Τουρκία στρατηγικής σημασίας εταίρο και δείχνουν απεριόριστη κατανόηση σε αντινατοϊκές επιλογές του Ερντογάν. Η Τουρκία δεν συμμετέχει στο οικονομικό εμπάργκο εναντίον της Ρωσίας εξαιτίας της ενσωμάτωσης της Κριμαίας, σπάει συστηματικά το εμπάργκο που εφαρμόζεται σε βάρος του Ιράν, προμηθεύτηκε τους πυραύλους S-400 από τη Ρωσία παρά τις αμερικανικές αντιρρήσεις, συνεργάζεται όποτε το κρίνει σκόπιμο με ένοπλες ομάδες που συνδέονται με την ισλαμική τρομοκρατία στη Συρία.

Κατά την άποψή μου, μόνο οι εξελίξεις στην οικονομία μπορούν να λειτουργήσουν σαν πολιτικό «φρένο» στην επεκτατική στρατηγική του Ερντογάν. Είναι όμως δύσκολο να προβλεφθούν και η σημασία τους θα φανεί μεσομακροπρόθεσμα, ενώ είναι φανερό ότι χρειάζεται μια ευρωπαϊκή απάντηση στον Ερντογάν «εδώ και τώρα».

Τα βασικά χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονομίας και οι κινήσεις γύρω από αυτήν συνοψίζονται ως εξής:

Πρώτον, ο Τραμπ πήρε πίσω τις οικονομικές κυρώσεις που ανακοίνωσε προτού καν τις εφαρμόσει, δίνοντας έτσι πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς στον Ερντογάν.

Δεύτερον, παρά τη συνεργασία Τραμπ-Ερντογάν, υπάρχει ένας κίνδυνος για την τουρκική οικονομία από την έρευνα της Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε βάρος κρατικής τουρκικής τράπεζας, η οποία κατηγορείται ότι έσπαζε συστηματικά το εμπάργκο στο Ιράν. Επίσης, πρέπει να δούμε πώς θα κινηθούν τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ σε σχέση με την τουρκική οικονομία.

Τρίτον, ούτε οι ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις είναι σημαντικές. Ακόμη και το εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία αφορά μελλοντικές παραγγελίες και όχι αυτές που ήδη έχουν γίνει.

Τέταρτον, μεγαλύτερη σημασία για την τουρκική οικονομία έχει η στάση των ευρωπαϊκών οικονομικών συμφερόντων. Εάν, για παράδειγμα, κρίνει η Volkswagen ότι δεν υπάρχει κατάλληλο πολιτικό, επιχειρηματικό κλίμα για να προχωρήσει τη μεγάλη επένδυση στην περιοχή της Σμύρνης και ακολουθήσουν κι άλλοι επενδυτές, τότε η εύθραυστη τουρκική οικονομία θα αρχίσει να έχει ξανά πρόβλημα.

Το 2018 δοκιμάστηκε από μεγάλη νομισματική κρίση, το 2019 δοκιμάζεται από τη στασιμότητα και τα φαινόμενα ύφεσης και το καθεστώς επενδύει σε ένα καλύτερο 2020, που είναι αμφίβολο ότι θα έρθει.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο, όμως, στο οποίο λειτουργεί η τουρκική οικονομία είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί σε πολιτικό επίπεδο. Η Τουρκία συμμετέχει εδώ και 25 χρόνια στην τελωνειακή ένωση και είναι ο πέμπτος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε.

Οι οικονομικές επιπτώσεις, όποιες κι αν είναι, δεν θα εκδηλωθούν στο άμεσο μέλλον, ενώ η διαρκής πρόκληση του Ερντογάν σε βάρος της Ε.Ε. πρέπει να απαντηθεί χωρίς καθυστέρηση, για να αποτραπούν τα χειρότερα, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Συρία, την Κύπρο, το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ενδεχομένως και την Ελλάδα.