Οι δυσκολίες στο ΝΑΤΟ ευκαιρία για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα - Free Sunday
Οι δυσκολίες στο ΝΑΤΟ ευκαιρία για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα
Η 70χρονη Συμμαχία παραμένει αναντικατάστατη και στις νέες συνθήκες.

Οι δυσκολίες στο ΝΑΤΟ ευκαιρία για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα

Η αυτονόμηση του Προέδρου των ΗΠΑ, Τραμπ, από τους νατοϊκούς συμμάχους στο θέμα των Κούρδων της Συρίας και οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας, η οποία κινείται σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να δεσμεύεται από τις συμμαχικές της υποχρεώσεις, δημιουργούν μια εικόνα αστάθειας στο ΝΑΤΟ, το οποίο συμπληρώνει 70 χρόνια πρωταγωνιστικού πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου.

Τον σκεπτικισμό για την προοπτική του ΝΑΤΟ εξέφρασε σε βαθμό υπερβολής ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Μακρόν, ο οποίος έκανε λόγο για μια «εγκεφαλικά νεκρή» Συμμαχία.

Το ερώτημα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται είναι αν η κόπωση που παρατηρείται στο ΝΑΤΟ μπορεί να δημιουργήσει νέα δυναμική υπέρ της ανάπτυξης της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Έχει γίνει η αναγκαία προπαρασκευή στο οργανωτικό επίπεδο, λείπουν όμως, προς το παρόν, η πολιτική θέληση και τα αναγκαία κονδύλια για το νέο ευρωπαϊκό ξεκίνημα.

Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Με τον δυναμισμό που εμφανίζει η Κίνα και τις ευρύτερες ανακατατάξεις στην οικονομία, στην έρευνα, στην τεχνολογία, στον συσχετισμό δυνάμεων, η Ε.Ε. έχει στη διάθεσή της πέντε, το πολύ δέκα χρόνια για να ενισχύσει τη θέση της έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, συνεργαζόμενη στενά με τις πρώτες και αντιμετωπίζοντας τη δεύτερη σαν στρατηγική αντίπαλο. Εάν δεν αξιοποιηθεί αυτό το χρονικό διάστημα, η Ε.Ε. θα περάσει, σε επίπεδο στρατηγικής, οριστικά στο περιθώριο.

Ο Μακρόν και οι αντιδράσεις

Λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του Λονδίνου, η οποία συμπίπτει με τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ, ο Μακρόν έβγαλε τον πολιτικό λογαριασμό στη Συμμαχία.

Αντέδρασε στην πρωτοβουλία του Προέδρου Τραμπ να «αδειάσει» τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και της ισλαμικής τρομοκρατίας, σε όφελος των επεκτατικών σχεδίων του Ερντογάν. Αποσύροντας τα αμερικανικά στρατεύματα από την περιοχή επέτρεψε στην Τουρκία να καταλάβει ένα τμήμα της ΒΑ Συρίας το οποίο ήλεγχαν οι Κούρδοι μαχητές. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια «ζώνη ασφαλείας» η οποία, όπως υποστηρίζει ο Ερντογάν, προστατεύει την Τουρκία από την κουρδική τρομοκρατία.

Ο Μακρόν αντιτίθεται στη σταδιακή αυτονόμηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ και στην ανάδειξη ενός ειδικού ρόλου για την Τουρκία, η οποία συμμετέχει στη Συμμαχία με τους δικούς της όρους. Μπορεί να αναλαμβάνει ρόλο στη Συρία σε συνεννόηση με τη Ρωσία ή να συνεργάζεται με το Ιράν χωρίς να εκδηλώνεται σοβαρή νατοϊκή αντίδραση.

Ο Πρόεδρος της Γαλλίας θεωρεί ότι η αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής σε βάρος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ξεκίνησε επί προεδρίας Ομπάμα, ο οποίος έστρεψε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ προς την Κίνα και την Ασία. Επί Τραμπ, όμως, η απομάκρυνση από τους Ευρωπαίους συμμάχους μετατράπηκε σε στρατηγική προτεραιότητα –εφόσον ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει αρνητική άποψη για την Ε.Ε. και υποστήριξε το Brexit– και εξελίχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις με ταπεινωτικούς για τους Ευρωπαίους όρους.

Η κριτική του Μακρόν είναι βάσιμη, οι περισσότεροι αναλυτές όμως θεωρούν ότι ξεπέρασε τα όρια χαρακτηρίζοντας τη Συμμαχία «εγκεφαλικά νεκρή» και θέτοντας σε αμφισβήτηση τη λειτουργία του Άρθρου 5 του Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με το οποίο η επίθεση σε μέλος της Συμμαχίας αντιμετωπίζεται ως επίθεση στο σύνολο του ΝΑΤΟ στη βάση της αλληλεγγύης.

Ο Μακρόν έθεσε το θέμα, δεν παρουσίασε όμως τη λύση. Η Γαλλία, αν και σημαντική στρατιωτική δύναμη, δεν έχει τις οικονομικές και αμυντικές προϋποθέσεις για να ηγηθεί μιας προσπάθειας ευρωπαϊκής υποκατάστασης του ΝΑΤΟ. Όπως και στα θέματα της ΟΝΕ, όπου κάνει ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις, ο Γάλλος Πρόεδρος αντιμετωπίζεται ως ένας ηγέτης που αναδεικνύει τα ζητήματα και τον προσωπικό του ρόλο, αλλά δεν μπορεί να πάει στην επόμενη φάση της δημιουργίας συμμαχιών για την εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής.

Η αμερικανική αντίδραση

Η αμερικανική αντίδραση στις δηλώσεις Μακρόν εστίασε στην τάση των Ευρωπαίων συμμάχων να ξεφεύγουν από τις αμυντικές και οικονομικές υποχρεώσεις τους προς τη Συμμαχία.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Πομπέο, μιλώντας στο Βερολίνο, σε εκδήλωση για τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους, τόνισε: «Το ΝΑΤΟ πάντα κινδυνεύει να καταστεί ξεπερασμένο, όχι επειδή ο συνεταιρισμός και οι πολιτικές δεσμεύσεις μεταξύ των χωρών μας μπορεί κάποτε να ξεπεραστούν. Κινδυνεύει να καταστεί ξεπερασμένο αν δεν κάνουμε αυτά που πρέπει για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις σημερινές προκλήσεις. Εάν τα έθνη πιστεύουν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τα οφέλη στην ασφάλεια χωρίς να δίνουν στο ΝΑΤΟ τα μέσα που χρειάζεται, τότε πράγματι υπάρχει κίνδυνος να καταστεί το ΝΑΤΟ αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο».

Το μήνυμα της Ουάσινγκτον συμπλήρωσε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Προέδρου Τραμπ, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, κάνοντας την ακόλουθη δήλωση στο CBS: «Για εμάς, το ΝΑΤΟ είναι μια σημαντική συμμαχία, αλλά νομίζω ότι τα ραγίσματα που εμφανίζονται στη συνοχή της Συμμαχίας οφείλονται στα μέλη που δεν εκπληρούν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνα. Υπάρχουν πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, που δεν πληρώνουν το μερίδιο που δίκαια τους αναλογεί. Δεν είναι σωστό για τον Αμερικανό φορολογούμενο να πρέπει να προστατεύει αυτές τις χώρες που δεν θέλουν να προστατέψουν τον εαυτό τους».

Αυτές είναι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων σε μια Συμμαχία η οποία έχει πολλά να επιδείξει στη διάρκεια της εβδομηκονταετούς πορείας της, αλλά τώρα φαίνεται να περνάει μια περίοδο κρίσης για εσωτερικούς λόγους αλλά και εξαιτίας των παγκόσμιων ανακατατάξεων.

Πρώτον, χωρίς την ομπρέλα προστασίας του ΝΑΤΟ θα ήταν πρακτικά αδύνατη η δημιουργία και ανάπτυξη της ΕΟΚ κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Δεύτερον, χωρίς το ΝΑΤΟ δεν θα ήταν δυνατή η εξουδετέρωση της απειλής του Συμφώνου της Βαρσοβίας και στη συνέχεια η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού.

Τρίτον, ακόμη και στη διάρκεια της μετακομμουνιστικής περιόδου το ΝΑΤΟ επιβεβαιώνει τη μεγάλη του στρατηγική σημασία. Διευκόλυνε την είσοδο πρώην χωρών του ανατολικού μπλοκ στην Ε.Ε. και στο ίδιο το ΝΑΤΟ και περιόρισε την επιρροή της Ρωσίας σε χώρες που αποτελούσαν τμήμα της σοβιετικής αυτοκρατορίας και αντιμετωπίζονται από τη Μόσχα σαν το λεγόμενο «εγγύς εξωτερικό». Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ουκρανίας και των άλλων χωρών της «ανατολικής γειτονίας» –Λευκορωσία, Μολδαβία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν–, όπου η Ε.Ε. ενισχύει σταδιακά την οικονομική και πολιτική επιρροή της, έχοντας τις αμυντικές εγγυήσεις του ΝΑΤΟ.

Το ζήτημα της Ουκρανίας

Το ζήτημα της Ουκρανίας έχει ξεχωριστή σημασία, γιατί αποτελεί μια ευρωπαϊκή χώρα στρατηγικής σημασίας, η οποία ήταν, μέχρι την πτώση του κομμουνισμού, στον πυρήνα της Σοβιετικής Ένωσης.

Από το 2014, οπότε υπήρξε λαϊκή εξέγερση υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και κατά του ελεγχόμενου από τη Ρωσία ολιγαρχικού κατεστημένου, η Ουκρανία πρωταγωνιστεί στις διεθνοπολιτικές εξελίξεις και αναδεικνύει τα ισχυρά αλλά και τα αδύνατα σημεία της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν αντέδρασε με την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και τον έλεγχο ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας από ρωσόφωνους «αντάρτες» οι οποίοι υποστηρίζονται στρατιωτικά και οικονομικά από τη Ρωσία.

Η Ε.Ε. έδειξε τη μεγάλη επιρροή που ασκεί, με την οικονομική και κοινωνική της πρόοδο, στους πολίτες τους Ουκρανίας. Δεν βοήθησε όμως αποτελεσματικά την ανάπτυξη της οικονομίας της Ουκρανίας, ούτε μπόρεσε να την απαλλάξει από ένα διεφθαρμένο ολιγαρχικό κατεστημένο το οποίο άλλοτε παίζει με τους όρους της Ρωσίας και άλλοτε με τους όρους της Δύσης.

Το ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία, ούτε την αυτονόμηση των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας. Περιόρισε όμως τη ρωσική επέμβαση ενεργοποιώντας τις εγγυήσεις προς την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες αποτελούν, ιστορικά, στρατηγικούς στόχους για τη Μόσχα, αλλά τώρα απολαμβάνουν την ασφάλεια που τους εξασφαλίζει η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ.

Ακόμα και στο θέμα της Ουκρανίας, όπου τα πράγματα δεν πήγαν καλά για τη χώρα και τη Δύση, το ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε τη στρατηγική του αξία περιορίζοντας κατά κάποιον τρόπο την αντίδραση της Ρωσίας.

Οι οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζει η Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι είναι σε θέση να επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις αξιοποιώντας τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητές τους. Γαλλία και Γερμανία πρωταγωνιστούν στην προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ενώ η επιθετική αντίδραση του Πούτιν στη φιλοευρωπαϊκή στροφή της Ουκρανίας ενίσχυσε, όπως είναι φυσικό, τους παραδοσιακούς φόβους της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής έναντι της Ρωσίας.

Γι’ αυτό και οι ηγέτες τους άσκησαν δριμύτατη κριτική στον Μακρόν για όσα είπε για το ΝΑΤΟ. Θεωρούν ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αποτελούν τους βασικούς εγγυητές της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς τους έναντι της Ρωσίας και πως η Ε.Ε. δεν μπορεί να καλύψει ενδεχόμενο κενό σε ζητήματα ασφάλειας.

Η μεγάλη εικόνα

Για να αντιληφθούμε τη σχέση μεταξύ πολιτικής κόπωσης ή και κρίσης στρατηγικής του ΝΑΤΟ και της ανάγκης ανάπτυξης της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας στη βάση της συμπληρωματικότητας και όχι του ανταγωνισμού με τη Συμμαχία, πρέπει να αναφερθούμε στις ευρύτερες αλλαγές που σχηματίζουν τη γενική εικόνα.

Ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται από την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική άνοδο της Κίνας. Η Κίνα έρχεται δεύτερη στις αμυντικές δαπάνες μετά τις ΗΠΑ και ενισχύει την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή της.

Το βασικό λάθος στρατηγικής του Τραμπ είναι ότι ανταγωνίζεται την Κίνα, εξέλιξη η οποία θεωρείται αναπόφευκτη, κρατώντας αποστάσεις από την Ε.Ε. ή και ανοίγοντας, σε περιπτώσεις, μέτωπα με αυτήν.

Η Ρωσία παίρνει διεθνοπολιτικά ρίσκα και ενισχύει την επιρροή της –για παράδειγμα, με τους επιτυχημένους χειρισμούς που έκανε στον εμφύλιο της Συρίας–, αλλά δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες της Κίνας και γι’ αυτό θα δυσκολευτεί να πρωταγωνιστήσει σε βάθος χρόνου.

Οι αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας είναι στο 1/3 του αθροίσματος των αμυντικών δαπανών των «27» της Ε.Ε., ενώ το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι συγκρίσιμο με αυτό της Ιταλίας.

Οι αμυντικές δαπάνες των «27» θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές αν υπήρχε καλύτερος συντονισμός στον στρατηγικό σχεδιασμό και στις προμήθειες οπλικών συστημάτων. Επιπλέον, η Μόσχα είναι σε θέση να στείλει στρατεύματα και να δεχτεί τις σχετικές απώλειες για να εξυπηρετήσει τη στρατηγική της, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να ισχύει για τους Ευρωπαίους.

Οι τελευταίοι περιορίζονται στις επιλογές τους από τα λάθη που έκαναν στο Ιράκ το 2003, στη Λιβύη το 2011 και στη Συρία κατά τη διάρκεια του οκταετούς εμφυλίου πολέμου. Τα αρνητικά αποτελέσματα των περιφερειακών ευρωπαϊκών επεμβάσεων έχουν καταστήσει απαγορευτικά υψηλό το πολιτικό κόστος οποιασδήποτε νέας εμπλοκής που δεν έχει σχέση με τον πυρήνα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.

Οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει έναν ιδιόμορφο απομονωτισμό επί Τραμπ, ο οποίος περιορίζει, σε αρκετές περιπτώσεις, την αξία των συμμαχικών εγγυήσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει καταργηθεί στην πράξη η σημασία του ΝΑΤΟ, αλλά ότι έχουν αυξηθεί οι δυσλειτουργίες που πρέπει να λάβουν υπόψη οι Ευρωπαίοι στον σχεδιασμό τους.

Το πιθανότερο είναι ότι θα επανεκλεγεί ο Τραμπ και η Ουάσινγκτον θα κρατήσει ακόμη μεγαλύτερες αποστάσεις από τις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του. Υπάρχει και μια ευρύτερη τάση των Αμερικανών –ανεξάρτητα από τον Τραμπ– να υποβαθμίζουν τη συνεργασία με τους Ευρωπαίους στο πλαίσιο της στρατηγικής στροφής προς την Ασία και τον ανταγωνισμό με την Κίνα.

Οι Ευρωπαίοι έχουν να αντιμετωπίσουν δύο άμεσα προβλήματα σε ό,τι αφορά την άμυνά τους.

Το Brexit, το οποίο θα τους στερήσει μία από τις δύο ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ε.Ε. Γι’ αυτό πρέπει να επεξεργαστούν μια νέα σχέση αμυντικής συνεργασίας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η άλλη σημαντική στρατιωτική δύναμη της Ε.Ε., η Γαλλία, θα βγει αποδυναμωμένη από το Brexit, γιατί θα έχουμε μόνο ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. με σοβαρή δυνατότητα προβολής δύναμης σε άλλες χώρες.

Το δεύτερο άλυτο πρόβλημα είναι οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας, οι οποίες κινούνται στο πολύ χαμηλό 1,2% του ΑΕΠ, παρά τη δέσμευση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ να τις αυξήσει στο 2% του ΑΕΠ.

Οι πολιτικές εξελίξεις δεν ευνοούν την αύξηση των αμυντικών δαπανών στη Γερμανία, εφόσον οι Πράσινοι, οι οποίοι είναι ανερχόμενη πολιτική δύναμη, προωθούν τον χειρότερο δυνατό συνδυασμό: αυτονόμηση της Ε.Ε. από το ΝΑΤΟ σε ζητήματα ασφάλειας χωρίς αύξηση των αμυντικών δαπανών!

Η μεγάλη ανατροπή

Οι υπολογισμοί σε σχέση με την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να γίνονται και εκτός παραδοσιακού πλαισίου κόστους και στρατιωτικών δυνάμεων.

Λόγω της τεχνολογικής προόδου και της ψηφιακής οικονομίας έχει επέλθει μια μεγάλη ανατροπή και στον τομέα της άμυνας.

Χαρακτηριστική η πρόσφατη παρέμβαση της καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία υπογράμμισε ότι η Ε.Ε. πρέπει να διεκδικήσει την «ψηφιακή κυριαρχία της» αναπτύσσοντας τη δική της πλατφόρμα για τη διαχείριση των δεδομένων και περιορίζοντας την εξάρτησή της από τις υπηρεσίες του ψηφιακού «νέφους» (Cloud) που προσφέρουν η Amazon, η Microsoft και η Google.

Η Μέρκελ αναφέρθηκε κυρίως σε ζητήματα της οικονομίας, τα οποία όμως έχουν και αμυντικές εφαρμογές. Το Βερολίνο υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία Gaia-X που έχει στόχο τον περιορισμό της εξάρτησης από τους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς.

Οι αμερικανικοί ψηφιακοί γίγαντες έχουν μπει με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο στη διαχείριση των δεδομένων στην άμυνα και στην ασφάλεια. Η Amazon του Τζεφ Μπέζος έχει φύγει μπροστά από τη Microsoft και την Google σε αυτά τα θέματα.

Η Ε.Ε. μένει πίσω στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο του Διαστήματος, ο οποίος έχει σημαντική αμυντική διάσταση. Το Διάστημα επηρεάζει με διάφορους τρόπους το 60% της οικονομίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις τηλεπικοινωνίες και την ψηφιακή οικονομία. Η Ε.Ε. διαπιστώνει ότι η κινεζική πρόοδος σε ζητήματα όπως τα ψηφιακά δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) ή στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) μπορεί να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων και στον τομέα της άμυνας.

Οργανωτική προετοιμασία

Η Ε.Ε. δεν έχει ακόμη την αναγκαία πολιτική θέληση για να δαπανήσει τεράστια ποσά και να ενισχύσει την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα στη βάση όχι του ανταγωνισμού με το ΝΑΤΟ αλλά της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής αυτονομίας.

Έχει προχωρήσει στην αναγκαία οργανωτική προετοιμασία, χωρίς αυτή να είναι δεσμευτική από πολιτική και οικονομική άποψη.

Το 2004 δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (European Defence Agency), ο οποίος αποτελεί τη βασική πλατφόρμα αμυντικής συνεργασίας. Σε αυτόν συμμετέχουν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με εξαίρεση τη Δανία.

Ο ρόλος του Οργανισμού ενισχύθηκε μετά την επεξεργασία της Παγκόσμιας Στρατηγικής της Ε.Ε. το 2016 και της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του με πρωτοβουλία των κρατών-μελών το 2017.

Το 2016 η Ε.Ε. δημιούργησε νέους μηχανισμούς και διαδικασίες αμυντικής συνεργασίας.

Το Σχέδιο Ανάπτυξης Δυνατοτήτων (Capability Development Plan – CDP) προσδιορίζει τις προτεραιότητες σε ζητήματα αμυντικών δυνατοτήτων.

Η Συντονισμένη Ετήσια Αμυντική Θεώρηση (Coordinated Annual Review on Defence – CARD) προσφέρει μια περιοδική εκτίμηση των αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών της Ε.Ε. και προσδιορίζει τις ευκαιρίες για ανάπτυξη συνεργασίας.

Η Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία (Permanent Structured Cooperation – PESCO) προσφέρει εναλλακτικά σενάρια για την ανάπτυξη δυνατοτήτων που θεωρούνται άμεσης προτεραιότητας στη βάση της συνεργασίας.

Τέλος, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (European Defence Fund – EDF) εξασφαλίζει χρηματοδότηση για αμυντικά προγράμματα που αναπτύσσονται στη βάση της ευρωπαϊκής συνεργασίας.

Υπάρχουν ορισμένες προπαρασκευαστικές χρηματοδοτήσεις της τάξης των 590 εκατ. ευρώ για το 2019-2020, αλλά με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας θα χρηματοδοτηθεί με 13 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027.

Παρά τις χρήσιμες οργανωτικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε., είναι φανερό ότι χρειάζονται πολύ περισσότερα σε επίπεδο πολιτικής συνεργασίας και αμυντικών δαπανών με την ευρύτερη έννοια του όρου για να κινηθούμε αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Με 1-2 δισ. ευρώ επιπλέον τον χρόνο δεν λύνονται προβλήματα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αυτονομίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ούτε μπορεί να απαντηθεί αποτελεσματικά η κινεζική πρόκληση, η οποία στηρίζεται σε ετήσιες αμυντικές δαπάνες 250 δισ. δολαρίων με αυξητική τάση και εντυπωσιακό προβάδισμα έναντι της Ε.Ε. στο Διάστημα, στα δίκτυα 5G και στην τεχνητή νοημοσύνη.

Η Ε.Ε. προοδεύει σε αμυντικά θέματα σε σχέση με το παρελθόν της, αδυνατεί όμως, προς το παρόν, να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και μένει ολοένα πιο πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Εάν η Ε.Ε. δεν αλλάξει τη στρατηγική της σε θέματα άμυνας τα επόμενα 5 έως 10 χρόνια, συμπληρώνοντας την οργανωτική προσπάθεια με περισσότερη Ευρώπη και πολύ περισσότερα κονδύλια, θα οδηγηθεί στο περιθώριο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα.