Το σύμβολο της ενότητας - Free Sunday
Το σύμβολο της ενότητας
2015: Ο Κάρολος Παπούλιας παραδίδει την προεδρία στον Προκόπη Παυλόπουλο

Το σύμβολο της ενότητας

«Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Είναι πρώτη φράση του Ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 1, παράγραφος 1). «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος» αναφέρει το άρθρο 30 του Συντάγματος. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ειδικά από το 1986 και μετά, οπότε αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ρυθμίζει απολύτως τίποτα, μια και οι αρμοδιότητές του περιγράφονται εξαντλητικά και δεν έχει καμία διακριτική ευχέρεια απόφασης ή δράσης. Το πολίτευμά μας είναι στην πράξη πρωθυπουργοκεντρικό. Ακόμη και σε κυβερνήσεις συνεργασίας, η δύναμη ή έστω η επιρροή του πρωθυπουργού είναι αυτή που κινεί τα νήματα, ενισχυμένη από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το από αυτήν στηριζόμενο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πέραν των μετά τις εκλογές αρμοδιοτήτων του (απολύτως και εξαντλητικά προσδιορισμένων) που αφορούν τον σχηματισμό κυβέρνησης, στην καθημερινότητα προσυπογράφει αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.

Αυτό που στην πράξη προσέδιδε αξία στον θεσμό ήταν ο τρόπος εκλογής. Η εκλογή του Προέδρου απαιτούσε (πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος που ολοκληρώθηκε τον περασμένο μήνα) να ψηφιστεί αυτός από τα 2/3 της Βουλής: 200 βουλευτές. Αν ο αριθμός αυτός δεν επιτυγχανόταν σε δύο συνεχόμενες ψηφοφορίες, το όριο στην τρίτη ψηφοφορία κατέβαινε στις 180 ψήφους και, αν και αυτό δεν επιτυγχανόταν, ακολουθούσαν βουλευτικές εκλογές. Μετά τις εκλογές ο Πρόεδρος εκλεγόταν με 151 ψήφους.

Αυτός ο τρόπος εκλογής θεωρήθηκε ότι προσέδιδε στον Πρόεδρο το κύρος του ως συμβόλου της ενότητας του κράτους. Τούτο διότι άπαντες συμφωνούσαν πως η προσφυγή σε εκλογές ήταν μια «βαριά» θεσμική διαδικασία, που ανέκοπτε την ομαλή πορεία της χώρας, ενώ η ανάγκη αυξημένης πλειοψηφίας ωθούσε τις πολιτικές δυνάμεις σε συνεννόηση.

Σε γενικές γραμμές αυτή η θεώρηση επαληθεύτηκε σε όλες τις εκλογές ανάδειξης Προέδρου από το 1975 και μετά. Η κακή αρχή έγινε με την εκλογή του 2010, όταν έναν χρόνο πριν ο Γεώργιος Α. Παπανδρέου ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε δηλώσει ότι δεν θα ψήφιζε οποιονδήποτε για Πρόεδρο, προκειμένου να προκληθούν εκλογές. Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, επικαλούμενος και αυτή τη δήλωση, προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, προκειμένου η χώρα να αποφύγει παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Εξελέγη το 2009 πανηγυρικά ο Γ.Α. Παπανδρέου και το 2010, όταν ήρθε η ώρα, εξελέγη κανονικά Πρόεδρος για δεύτερη φορά ο Κάρολος Παπούλιας.

Το ευρύτερο πολιτικό κλίμα τότε και το γεγονός ότι ο κ. Παπούλιας εξελέγη χωρίς νέα πρόκληση εκλογών σκέπασαν το γεγονός ότι η αντιπολίτευση εργαλειοποίησε την εκλογή Προέδρου, ήτοι ενέταξε το σύμβολο της ενότητας του κράτους στο άμεσο πολιτικό παίγνιο και μετέτρεψε τον θεσμό σε πολιορκητικό κριό για την τότε κυβέρνηση. Άλλωστε ο κ. Παπούλιας στην πρώτη θητεία του εξελέγη με 279 ψήφους και στη δεύτερη με 266.

Στην αμέσως επόμενη εκλογή επαναλήφθηκε το φαινόμενο του θεσμικού εκβιασμού. Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ψήφιζε τον οποιοδήποτε για Πρόεδρο, προκειμένου να φύγει η μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς επέσπευσε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου, με (μοναδικό) υποψήφιο τον Σταύρο Δήμα, αντιπρόεδρο τότε της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στις διακηρύξεις του, καταψήφισε, προκλήθηκαν εκλογές τις οποίες κέρδισε και σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με τους ΑΝΕΛ. Ο θεσμικός εκβιασμός είχε πετύχει. Το ίδιο και η κατάφωρη παραβίαση του πνεύματος και της λογικής του Συντάγματος. Ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, επίσημα, είχε μετατραπεί σε όπλο κατά της απελθούσης κυβερνήσεως.

Η νέα κυβέρνηση πρότεινε για Πρόεδρο τον… έτερο αντιπρόεδρο της ΝΔ, ο οποίος, παραδόξως, αποδέχτηκε την υποψηφιότητα, παρ’ ότι πρώτος και καλύτερος, εκ της ιδιότητάς του ως καθηγητής Νομικής και μάλιστα στο Δημόσιο Δίκαιο, αντιλαμβανόταν τι ακριβώς είχε γίνει.

Ακόμη πιο παράξενα, η ΝΔ υπερψήφισε τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα και άφησε στην άκρη την αρχική του κ. Δήμα. Δεν είναι εμφανές γιατί ο ένας αντιπρόεδρος ήταν προτιμότερος από τον άλλον. Με αυτή την επιλογή η ΝΔ επικύρωσε τότε την εργαλειοποίηση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας και έδωσε συχωροχάρτι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολιτικά, ήταν ίσως αφελές να πιστεύουν ότι η συναίνεση, αλλά και το ότι ο Πρόεδρος ήταν «δικός» της, θα έφερνε κάποια επιρροή στα μέλλοντα να πράξει η νέα (τότε) κυβέρνηση. Το σίγουρο είναι ότι τότε η ΝΔ εν μέρει αυτοκαταργήθηκε, δεχόμενη και ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά της από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και όλα αυτά ενώ ο κ. Σαμαράς δεν εμφανίστηκε να παραδώσει το Μαξίμου στον κ. Τσίπρα. Το ΠΑΣΟΚ, τότε, ψήφισε τον κ. Αλιβιζάτο.

Παραμένει άγνωστο το πώς ένας καθηγητής Δημοσίου Δικαίου δέχτηκε να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος και να επικυρώσει με την υποψηφιότητά του την εργαλειοποίηση του θεσμού. Γιατί επέτρεψε την ένταξη του «ρυθμιστή του πολιτεύματος» στο οξύτατο τότε πολιτικό παίγνιο. Θεμιτές οι ανθρώπινες φιλοδοξίες, αλλά…

Πλέον, με την αναθεώρηση του Συντάγματος, μετά την τρίτη ψηφοφορία ακολουθεί τέταρτη, όπου απαιτούνται 151 ψήφοι για την εκλογή και, αν δεν συγκεντρωθούν, διενεργείται πέμπτη ψηφοφορία, στην οποία απαιτείται σχετική πλειοψηφία. Βουλευτικές εκλογές δεν προβλέπονται πια. Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει και μετά την αναθεώρηση η σκοπιμότητα συγκλίσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στο θέμα του Προέδρου, πολύ περισσότερο όταν βρίσκονται σε έξαρση και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Ας ελπίσουμε ότι όλοι βάλαμε μυαλό από το 2015 και μετά, όταν εκλέξαμε Πρόεδρο για να φύγουν «τα τσιράκια των δανειστών» και όχι για να συμβολίσουμε την ελάχιστη κοινή συνεννόηση. Ας θυμηθούμε ότι όλοι όσοι πρωταγωνίστησαν το 2015 πλήρωσαν, άλλος μεγαλύτερο και άλλος μικρότερο, προσωπικό λογαριασμό. Τον ακόμη βαρύτερο τον πληρώνουμε εμείς, οι πολίτες, μέσω των σκισμένων μνημονίων που (δεν) μας έφερε η προεδρική εκλογή.

Εξακολουθούν να υπάρχουν πολιτικοί (και όχι άλλοι) που μπορούν να υποστηρίξουν με δεοντολογία, ήθος και αποτελεσματικότητα τον θεσμό του Προέδρου, που μπορούν στο εξωτερικό να εκπροσωπήσουν τη χώρα όπως πρέπει. Πρέπει να δείξουμε, πολιτικοί και πολίτες, ότι το καταλάβαμε. Σίγουρα δεν προσφέρονται για τη θέση όσοι ενεπλάκησαν στο παίγνιο του 2015. Για να είμαστε ρεαλιστές, δεν αναμένεται από τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδείξει συναίνεση, διότι εμφανώς εξακολουθεί να ποντάρει στον διχασμό. Το πρόσωπο γι’ αυτόν (πάλι) δεν θα έχει σημασία.

Αυτή τη φορά η προσωπικότητα που θα επιλεγεί θα πρέπει να μπορεί να ενισχύσει το κύρος του θεσμού. Επομένως, όταν ο πρωθυπουργός θα πάει στο βουνό να σκεφτεί, θα έχει την ευθύνη μιας καθαρά ποιοτικής επιλογής, την απόρριψη της οποίας θα χρεωθεί όποιος την αποφασίσει. Η συναίνεση, ενίοτε, πρέπει να επιβάλλεται διά των καθαρών επιλογών. Δεν είναι κακό.