Ε.Ε.: Οι Βρετανοί φεύγουν, η τσιγκουνιά τους μένει - Free Sunday
Ε.Ε.: Οι Βρετανοί φεύγουν, η τσιγκουνιά τους μένει
Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Ε.Ε.: Οι Βρετανοί φεύγουν, η τσιγκουνιά τους μένει

Ένας από τους λόγους για τους οποίους αναπτύχθηκε η δυναμική του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η καθαρή συνεισφορά της χώρας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Έχει μείνει στην ιστορία η φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «θέλω τα λεφτά μου πίσω», με την οποία ξεκίνησε ένας διαπραγματευτικός μαραθώνιος για να περιοριστεί η καθαρή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Παρά το «κούρεμά» της, η καθαρή συνεισφορά ήταν την τελευταία περίοδο 7-8 δισ. ετησίως, γεγονός που ενίσχυσε τη δυναμική του Brexit. Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο η αντίληψη ότι τα λεφτά που δίνονται για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είναι πεταμένα λεφτά σε ό,τι αφορά τους Βρετανούς φορολογούμενους. Γι’ αυτό άλλωστε οι οπαδοί του Brexit ανέπτυξαν μια επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία τα λεφτά που θα γλίτωναν οι Βρετανοί φορολογούμενοι από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό θα πήγαιναν στη χρηματοδότηση του δοκιμαζόμενου εθνικού συστήματος υγείας (ΕΣΥ).

Το επιχείρημα πέρασε στη βρετανική κοινή γνώμη. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν του εκλογικού θριάμβου των Συντηρητικών και του Μπόρις Τζόνσον, το θέμα του ΕΣΥ ήταν, μαζί με το Brexit, το σημαντικότερο στην αντίληψη των ψηφοφόρων. Οι Συντηρητικοί είχαν για πρώτη φορά το πλεονέκτημα έναντι των Εργατικών σε ζητήματα δημόσιας υγείας, γιατί οι ψηφοφόροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το Brexit θα διευκόλυνε τη χρηματοδότησή της.

Από το κακό στο χειρότερο

Οι διαφοροποιήσεις των Βρετανών χρησιμοποιήθηκαν σαν άλλοθι από πολλούς Ευρωπαίους για να καλύψουν τη δική τους απροθυμία να συμβάλουν στην προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Με την εκλογική αναμέτρηση της 12ης Δεκεμβρίου οριστικοποιήθηκε η προοπτική του Brexit για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά δεν δημιουργείται μια νέα δυναμική μεταξύ των «27», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Η καγκελάριος Μέρκελ ξεκαθάρισε ότι η Γερμανία θα επιμείνει στις επιστροφές με τις οποίες περιορίστηκε η καθαρή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου και σε μικρότερο βαθμό της ίδιας της Γερμανίας.

Το Βερολίνο δεν θέλει να αυξηθεί η γερμανική συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό προκειμένου να καλυφθεί το κενό που αφήνει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και θεωρεί άδικη τη γερμανική επιβάρυνση, εφόσον είναι πολλαπλάσια της γαλλικής καθαρής συνεισφοράς.

Την αυστηρή θέση της Γερμανίας συμπληρώνουν οι αντιρρήσεις της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και άλλων χωρών για μια ουσιαστική αύξηση της χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στη μετα-Brexit εποχή.

Η δημόσια συζήτηση γύρω από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αναδεικνύει τις διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, όλες όμως σε ένα πλαίσιο μεγάλων δημοσιονομικών περιορισμών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ξεκίνησε διεκδικώντας την αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 1,3% του ΑΕΠ των 27 κρατών-μελών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο εκφράζει τη θέση των κυβερνήσεων, περιορίζει τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 1,07% του ΑΕΠ των «27». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει μια συμβιβαστική πρόταση, στο ύψος του 1,11% του ΑΕΠ, στην οποία έχει ουσιαστικά προσχωρήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί κάποιος συμβιβασμός μεταξύ της θέσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της περιόδου 2021-2027 κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το δεύτερο εξάμηνο του 2020.

Νέες πολιτικές χωρίς κονδύλια

Η Επιτροπή Φον ντερ Λάιεν θέτει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους, χωρίς να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την επαρκή χρηματοδότηση των νέων πολιτικών.

Προσπαθεί να κερδίσει κάποιους διαπραγματευτικούς πόντους έναντι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για να καλυφθεί, στο μέτρο του δυνατού, η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης για παλαιές και νέες πολιτικές.

Η πράσινη μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ψηφιακή της αναβάθμιση και η προώθηση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας –για να αναφέρουμε μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα– είναι στόχοι που δεν μπορούν να υπηρετηθούν από το νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο.

Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, για τη χρηματοδότηση του οποίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει 13 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027.

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία με μεγάλο συμβολισμό, εφόσον η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα είναι αναγκαία για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά με ελάχιστα οικονομικά μέσα. Το σχετικό κονδύλι είναι λιγότερο από 2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αν σκεφτούμε ότι με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. το 80% των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ θα πραγματοποιείται εκτός Ε.Ε. και πως η Κίνα έχει αναδειχθεί σε δεύτερη, μετά τις ΗΠΑ, στρατιωτική υπερδύναμη δαπανώντας γι’ αυτόν τον σκοπό 250 δισ. δολάρια τον χρόνο, αντιλαμβανόμαστε ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας έχει περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα.

Αυτό δεν εμπόδισε τη φινλανδική προεδρία να προτείνει τον περιορισμό των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας για την περίοδο 2021-2027 από τα 13 δισ. στα 7 δισ. ευρώ, προτού καν ξεκινήσει η λειτουργία του.

Η Φινλανδία είναι μία χώρα που όταν της δίνεται η ευκαιρία μεγαλώνει τους περιορισμούς στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Να θυμίσουμε ότι όταν η Ευρωζώνη κάλυψε τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου, η Φινλανδοί επινόησαν μια μέθοδο με την οποία πήραν αμέσως πίσω τα λεφτά που μας δάνεισαν.

Στρατηγικό αδιέξοδο

Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν εκφράζει πλέον την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική αλλά το στρατηγικό αδιέξοδο της Ε.Ε.

Είναι καταδικασμένος να κινείται γύρω στο 1% του ΑΕΠ, ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των ΗΠΑ είναι της τάξης του 20% του ΑΕΠ. Η διαφορά δείχνει την απόσταση που πρέπει να καλυφθεί στην περίπτωση που θα θελήσουμε να κινηθούμε προς μια πραγματική πολιτική και κοινωνική ένωση.

Οι νέοι περιορισμοί στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα προσαρμογής για την ελληνική οικονομία. Δύο τρίτα των κονδυλίων κατευθύνονται στην κοινή αγροτική πολιτική και στην περιφερειακή πολιτική, που μας ενδιαφέρουν άμεσα σαν χώρα με τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα και καθαρό όφελος από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό που τις καλές χρονιές είναι της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ.

Μας ενδιαφέρουν όμως και οι νέες πολιτικές, όπως η πράσινη προσαρμογή της οικονομίας, η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. και η βελτίωση της πολιτικής που εφαρμόζεται στο προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε. εξασφάλισαν πλήρως τα πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς –για παράδειγμα, το οικονομικό όφελος για τη Γερμανία εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 200 δισ. ευρώ τον χρόνο– και ενδιαφέρονται ολοένα και λιγότερο για τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Η «βρετανική» προσέγγισή τους είναι σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών και περιοχών και σε βάρος της κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής. Χωρίς τα αναγκαία οικονομικά μέσα είναι πρακτικά αδύνατο να πρωταγωνιστήσει η Ε.Ε. στην πράσινη μετάβαση, να καλύψει το ψηφιακό χάσμα που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ και την Κίνα ή να αποκτήσει αξιόπιστη κοινή άμυνα.