«Πάμε πόλεμο;» - Free Sunday
«Πάμε πόλεμο;»

«Πάμε πόλεμο;»

Από τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου το 1949, ο οποίος ήρθε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρασαν 70 χρόνια. Από τότε η χώρα δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Εκείνη η γενιά έχει φύγει και όσοι επιζούν ήταν παιδιά τότε. Η σημερινή Ελλάδα, πρακτικά, δεν έχει πολεμήσει ποτέ. Σχεδόν δεν θυμάται πια.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έγινε το 1974, πριν από 46 χρόνια. Αν ο άνθρωπος γύρω στα 15 του αποκτά μια στοιχειώδη αντίληψη του γίγνεσθαι, ο σημερινός 60χρονος Έλληνας ζει με τη διχοτομημένη Κύπρο ως δεδομένο της ζωής του. Ίσως να μη θυμάται ότι της εισβολής προηγήθηκε πραξικόπημα, παρακινημένο από την τότε ελληνική δικτατορία και στόχο την ένωση με την Ελλάδα. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα τετελεσμένο, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να ανατραπεί, όποια λύση και αν δοθεί στο λεγόμενο Κυπριακό.

Το 1976 προέκυψε η κρίση του «Χόρα», τουρκικού ερευνητικού σκάφους που επρόκειτο να κάνει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, και το 1987 προέκυψε η κρίση του «Σισμίκ» (του ίδιου ερευνητικού σκάφους, που μετονομάστηκε) για τον ίδιο λόγο, οπότε οι δύο χώρες βρέθηκαν κοντά σε πολεμικό επεισόδιο. Ακολούθησε η Συμφωνία του Νταβός για διαπραγματεύσεις και αποφυγή πολέμου, για την οποία αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου διατύπωσε το «mea culpa» (λάθος μου).

Το 1995 η Ελλάδα κύρωσε το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο της επιτρέπει να αυξήσει τα χωρικά της ύδατα από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η Τουρκία, ωστόσο, έχει διατυπώσει, και έκτοτε επαναλαμβάνει, ότι αυτό θα είναι αιτία πολέμου.

Τέτοιες μέρες το 1996 έλαβε χώρα το επεισόδιο των Ιμίων. Με αφορμή μια προσάραξη πλοίου στη Μικρή Ίμια, οι Τούρκοι διεκδίκησαν δικαιώματα διάσωσης και στη συνέχεια διατύπωσαν εδαφικές διεκδικήσεις. Ο δήμαρχος και ο αστυνομικός διευθυντής της Κω ύψωσαν ελληνική σημαία στη Μικρή Ίμια, Τούρκοι δημοσιογράφοι την κατέβασαν, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό την ανέβασε. Τούρκοι κομάντος αποβιβάστηκαν στη Μεγάλη Ίμια στις 31 Ιανουαρίου 1996 και το ελληνικό ελικόπτερο που εστάλη για έλεγχο έπεσε και σκοτώθηκαν οι τρεις αξιωματικοί του πληρώματος. Με αμερικανική παρέμβαση εκτονώθηκε η κρίση και αποσύρθηκαν πλοία και σημαίες. Έκτοτε ισχύει το δόγμα «όχι στρατεύματα, όχι σημαίες». Η ελληνική πλευρά επέλεξε να μην πυροβολήσει. Το «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» του Κωνσταντίνου Σημίτη επιβραβεύτηκε από τον ελληνικό λαό στις επόμενες εκλογές. Το περιστατικό στην τελική του φάση πυροδοτήθηκε από ενέργειες ιδιωτών. Η τότε κυβέρνηση Σημίτη δεν είχε ακόμη προλάβει να αναλάβει καθήκοντα. Είχε προηγηθεί το μακρόχρονο κενό εξουσίας λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι συμφωνίες της Μαδρίτης το 1997 και του Ελσίνκι το 1999, που ακολούθησαν, θεωρούνται από πολλούς ότι ενίσχυσαν τις τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο, ή έστω δεν τις ανέκοψαν.

Στο μεταξύ, το 1998 εκτυλίχθηκε η ιστορία με πρωταγωνιστή τον τότε ηγέτη των Κούρδων Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Αφού πολέμησε τους Τούρκους επί οκταετία, επιχείρησε να συνεννοηθεί μαζί τους. Αυτοί τον επικήρυξαν, αφού τον χαρακτήρισαν τρομοκράτη, και τον καταδίωξαν. Ενώ καμία χώρα δεν τον δεχόταν και περιπλανιόταν ανά την Ευρώπη, ένας Έλληνας απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού τον έφερε κρυφά από την κυβέρνηση στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, στις 2 Φεβρουαρίου 1999, βρέθηκε στην ελληνική πρεσβεία στην Κένυα, συνοδευόμενος από Έλληνα πράκτορα (και σημερινό σχολιαστή στα ΜΜΕ) της ΕΥΠ. Χωρίς ποτέ να εξακριβωθεί τι έγινε, στις 16 του ίδιου μήνα ο Οτσαλάν βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι έκτοτε τον κρατούν φυλακισμένο. Έντονη είναι η αίσθηση ότι η Ελλάδα τον παρέδωσε κι έτσι απέφυγε μια δυσάρεστη αντιπαράθεση με τους γείτονες.

Το 2003 πρωθυπουργός της Τουρκίας έγινε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήδη Πρόεδρος, η πολιτική του οποίου απογείωσε οικονομικά την Τουρκία, ενίσχυσε τον εθνικισμό της και, φυσικά, συνέχισε αναλλοίωτη την ίδια συμπεριφορά έναντι της χώρας μας. Ήδη έχουμε περάσει στη φάση της έμπρακτης διεκδίκησης με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα. Η Τουρκία έχει ήδη παραβιάσει την κυριαρχία της Κύπρου, μέσω γεωτρήσεων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, στην Ελλάδα απειλεί ευθέως να κάνει το ίδιο, έχοντας συνάψει και την πρόσφατη συμφωνία με τη Λιβύη.

Είναι φανερό ότι η απειλή πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας καθόρισε σε υψηλό βαθμό τη συμπεριφορά μας. Μπορεί πολλοί εδώ στην Ελλάδα να κατηγορούν τους πολιτικούς μας για ενδοτισμό, ωστόσο αποτελεί γεγονός ότι όλοι εκλέχθηκαν και επανεκλέχθηκαν άνετα, χωρίς ποτέ τα εθνικά θέματα να βρίσκονται ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη γραμμή ενδιαφέροντος. Σήμερα, που η Τουρκία απειλεί ευθέως, ο μέσος Έλληνας ασχολείται περισσότερο με το αν θα δώσει αναδρομικά στις συντάξεις το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τρία εκατομμύρια συνταξιούχοι σε αυτή τη χώρα σίγουρα δεν πρόκειται να πάνε να πολεμήσουν αν χρειαστεί.

Εδώ και δεκαετίες η Τουρκία κινείται με συνέπεια στην κατεύθυνση της έμπρακτης και ένοπλης κατοχύρωσης συμφερόντων της στο Αιγαίο και τώρα, που εμείς είμαστε χρεοκοπημένοι και αυτή πάνοπλη, παίζει και το τελικό χαρτί.

Εμείς οφείλουμε να αποφασίσουμε, χαμηλά, στην κοινωνία, όχι σε επίπεδο πολιτικών, αν θέλουμε να απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο ή, κυρίως, αν πρέπει να απαντήσουμε ΚΑΙ με τον ίδιο τρόπο. Κανένας πολιτικός δεν θα μας σύρει σε πόλεμο αν εμείς δεν θέλουμε. Αντίστοιχα, κανένας πολιτικός δεν θα πάρει την ευθύνη του συμβιβασμού αν η κοινωνία δεν ακολουθεί.

Αν «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», πρέπει να απαιτήσουμε αύξηση στρατιωτικής θητείας, περισσότερες δαπάνες για την άμυνα και ενεργή παρουσία στο διεθνές γίγνεσθαι, ακόμη και με στρατό. Και φυσικά με μικρότερες συντάξεις!

Αν δεν θέλουμε να πολεμήσουμε, ας στείλουμε τις αντιπροσωπείες μας για διαπραγμάτευση και ό,τι βγει.

Πολύ χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα αν περιοριστούμε σε μισόλογα και εσωτερικές κατηγορίες για κακή διπλωματία.

Υπήρχε από παλιά και ο μύθος του πλούτου των πετρελαίων που αδικαιολόγητα αφήναμε αναξιοποίητο (12% είχε ο Καμμένος κάποτε). Ήταν αυτονόητο ότι θα έπρεπε να πολεμήσουμε για να τον διεκδικήσουμε. Ο γείτονας μας το (ξανα)θύμισε εμφαντικά. Μένει να αποφασίσουμε εμείς. Καθένας από εμάς και όχι «οι πολιτικοί». Αυτοί θα κάνουν ό,τι τους ζητήσουμε.

Προς το παρόν, η ελληνική κοινωνία αρκείται να πιστεύει ότι σε ένα θερμό επεισόδιο θα σπεύσουν οι τρίτοι να μας σώσουν. Το ίδιο πίστευαν και για τη χρεοκοπία. Και, πράγματι, έσπευσαν οι τρίτοι και μας έσωσαν. Δεν τη βγάλαμε καθαρή όμως.

Προτού, λοιπόν, ονομάσουμε υποκριτικά για άλλη μια φορά τους πολιτικούς μας «προδότες», ας αποφασίσει καθένας από εμάς αν θέλει να ενισχυθεί ο ελληνικός στρατός και τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Αν πρέπει να διαπραγματευτούμε με ή χωρίς αυτόν.

Να σχηματίσουμε, σε κάθε περίπτωση, εθνικό μέτωπο. Και να αφήσουμε την κυβέρνηση να δουλέψει. Δεν νομίζω ότι έχουμε επιλογή πλέον.