Μπροστά στην «τέλεια καταιγίδα» - Free Sunday
Μπροστά στην «τέλεια καταιγίδα»
Ερντογάν, προσφυγικό, κοροναϊός, διεθνής οικονομική αστάθεια, σε ένα επικίνδυνο κοκτέιλ.

Μπροστά στην «τέλεια καταιγίδα»

Η Ελλάδα βαδίζει προς την «τέλεια καταιγίδα», στην οποία θα μετρήσουμε τις αντοχές και τις δυνατότητές μας. Συνδυάζονται διάφοροι αρνητικοί παράγοντες για να δημιουργήσουν νέες προκλήσεις, στις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να ανταποκριθούμε.

Είναι φανερό ότι όλοι μας, από την κυβέρνηση μέχρι τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από τη δημόσια διοίκηση μέχρι τους ίδιους τους πολίτες, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδο της συμπεριφοράς και της αποτελεσματικότητας, για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δίνει το καλό παράδειγμα με τη συστηματική προσέγγιση των θεμάτων και την εργατικότητα που τον διακρίνει, αλλά είναι τέτοιες οι διαστάσεις των δυσκολιών που έχουμε μπροστά μας ώστε επιβάλλεται η δημιουργία μιας νέας πολιτικής, αυτοδιοικητικής και κοινωνικής δυναμικής.

Ο Ερντογάν σε αδιέξοδο

Το σκληρό χτύπημα που δέχτηκαν τα τουρκικά στρατεύματα στην περιοχή της Ιντλίμπ στη Συρία αναδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο Ερντογάν.

Οι «μάρτυρες» –έτσι αποκαλεί ο Τούρκος Πρόεδρος τους νεκρούς των τουρκικών στρατευμάτων σε Συρία και Λιβύη– αυξήθηκαν δραματικά μετά το χτύπημα της συριακής αεροπορίας κατά τουρκικής φάλαγγας τεθωρακισμένων οχημάτων στην περιοχή της Ιντλίμπ.

Ο Ερντογάν έχει δώσει διορία στο καθεστώς Άσαντ μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου για να αποσύρει τις δυνάμεις του από την περιοχή της Ιντλίμπ, τελευταίο προπύργιο των αντικαθεστωτικών δυνάμεων, που αποτελούνται κυρίως από τζιχαντιστές και αντάρτες που ελέγχονται από την Άγκυρα.

Με βάση τη Συμφωνία του Σότσι του 2018, τα στρατεύματα του Άσαντ δεν έπρεπε να προχωρήσουν στην επανακατάληψη ολόκληρης της περιοχής της Ιντλίμπ και οι τουρκικές δυνάμεις όφειλαν να αδρανοποιήσουν τους τζιχαντιστές, που αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη αντικαθεστωτική δύναμη.

Τα τουρκικά στρατεύματα δεν ήλεγξαν τους τζιχαντιστές, γιατί κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο και θα απαιτούσε ποταμούς αίματος για να εξουδετερωθούν 20.000-25.000 φανατικοί έτοιμοι για όλα, και η Δαμασκός αποφάσισε να επιδιώξει την πλήρη επανακατάληψη της περιοχής της Ιντλίμπ, υποστηριζόμενη από τη Ρωσία.

Οι εξελίξεις έχουν φέρει τον Ερντογάν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Αν πραγματοποιήσει τις απειλές του σε βάρος της Συρίας και απαντήσει στον θάνατο δεκάδων Τούρκων στρατιωτών με κλιμάκωση των επιχειρήσεων, η Τουρκία θα μπει πιο βαθιά στο τέλμα του εμφυλίου της Συρίας που ξεκίνησε το 2011 και φαίνεται να φτάνει στο τέλος του με επικράτηση των δυνάμεων του Άσαντ, που υποστηρίζονται από Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης και τη ρωσική αεροπορία.

Η Τουρκία έχει το δυναμικό για να απαντήσει σκληρά στο καθεστώς της Συρίας, αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να επικρατήσει πλήρως σε μια περιοχή που αποτελεί πλέον το επίκεντρο ενός ανελέητου εμφυλίου. Οι «μάρτυρες» Τούρκοι στρατιωτικοί θα γίνουν εκατοντάδες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα οδηγήσουν σε πολιτικό αποτέλεσμα.

Από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο για τον Ερντογάν να σημάνει υποχώρηση και να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Αν αφήσει την περιοχή της Ιντλίμπ στον έλεγχο των συριακών στρατευμάτων, θα καταρρεύσει η στρατηγική του στη Συρία, η οποία έχει τους ακόλουθους στόχους:

Πρώτον, να συντηρήσει τον εμφύλιο, στον οποίο τόσο συνέβαλε η Άγκυρα για να περιορίσει την κυριαρχία του Άσαντ στα εδάφη της Συρίας και να επιβληθεί σε ορισμένα από αυτά τουρκική επικυριαρχία.

Δεύτερον, να συγκρατήσει τις ροές των προσφύγων. Τους τελευταίους μήνες σχεδόν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες εγκατέλειψαν την περιοχή της Ιντλίμπ, όπου είχαν συγκεντρωθεί 3,5 εκατομμύρια Σύροι στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την «εκδίκηση» ενός αδίστακτου καθεστώτος.

Τρίτον, σε περίπτωση που ο Ερντογάν εγκαταλείψει την περιοχή της Ιντλίμπ, θα μεγαλώσουν οι πιέσεις για να εγκαταλείψει και τις περιοχές των Κούρδων της Συρίας που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα υποστηριζόμενα από Σύρους ατάκτους.

Η τουρκική οικονομία και ειδικά το εθνικό νόμισμα δέχονται μεγάλη πίεση από τη φιλόδοξη στρατηγική του Ερντογάν, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης τον καταγγέλλουν για τις απώλειες των ενόπλων δυνάμεων, ενώ οι εθνικιστές σύμμαχοί του τον παροτρύνουν να κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο στη Συρία.

Η εικόνα του Ερντογάν είναι πλέον εικόνα «πληγωμένου θηρίου» και αυτό βέβαια δεν είναι καλό για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όσο αποτυγχάνει ο Ερντογάν στο στρατιωτικό πεδίο, τόσο ενισχύονται οι φήμες για ενδεχόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα και μεγαλώνει η δική του ανασφάλεια. Μπορεί να επιδιώξει τη συντήρηση ή τη δημιουργία νέων εστιών έντασης –για παράδειγμα, σε Κύπρο, Ανατολική Μεσόγειο, Αιγαίο– για να τραβήξει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης μακριά από το τέλμα της Ιντλίμπ.

Νέο κύμα προσφύγων

Οι επιθέσεις των στρατευμάτων της Συρίας κατά των αμάχων στην περιοχή της Ιντλίμπ είναι πραγματικά θηριώδεις και έχουν δημιουργήσει ένα νέο κύμα προσφύγων –κυρίως γυναικόπαιδα– της τάξης του ενός εκατομμυρίου.

Όλοι αυτοί κατευθύνονται προς τα σύνορα με την Τουρκία σε αναζήτηση ασφάλειας, ακυρώνοντας στην πράξη την επεκτατική στρατηγική του Ερντογάν.

Το σκεπτικό της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας ήταν, εκτός από την καταπολέμηση της κουρδικής «τρομοκρατίας», η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας που θα ελεγχόταν από την Τουρκία και θα «φιλοξενούσε» 1 έως 2 εκατομμύρια πρόσφυγες από τα 3,5 εκατομμύρια που βρίσκονται ήδη στην Τουρκία.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, οι συριακές περιπέτειες του Ερντογάν δεν οδηγούν στη μείωση των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία αλλά στην αύξησή τους στα 4 ή και στα 4,5 εκατομμύρια.

Πρόκειται για τεράστιο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Η μαζική παρουσία Σύρων προσφύγων σε μεγάλα αστικά κέντρα και πρώτα απ’ όλα στην Κωνσταντινούπολη προκαλεί μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, τις οποίες χρεώνονται πολιτικά ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του.

Με δηλώσεις τους διάφοροι Τούρκοι αξιωματούχοι αφήνουν να εννοηθεί ότι στην περίπτωση που αυξηθεί ο αριθμός των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία θα επιτρέψουν την έξοδο ενός σημαντικού αριθμού από αυτούς προς την Ε.Ε., με χώρες πρώτης υποδοχής τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι ο Μπορίσοφ εφαρμόζει στη Βουλγαρία μια πολύ σκληρή πολιτική έναντι των προσφύγων, που στηρίζεται σε επιτηρούμενους φράχτες και βίαιες επαναπροωθήσεις. Αυτό αφήνει την Ελλάδα μόνη, εκτεθειμένη σε πιθανή επανάληψη του 2015-2016, οπότε ο Ερντογάν άφησε να μετακινηθούν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες από την Τουρκία σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. μέσω Ελλάδας.

Η κατάσταση όμως σήμερα είναι εντελώς διαφορετική για την πατρίδα μας, μετά την εμπειρία του «λιάζονται» και την κοινωνική και πολιτική αναστάτωση που προκάλεσε η εμφάνιση 1 εκατομμυρίου προσφύγων σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία. Οι Ευρωπαίοι επέβαλαν στον τότε πρωθυπουργό, κ. Τσίπρα, τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα εγκλωβισμού. Σε απλά ελληνικά, αν περάσουν τα σύνορα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι πρόσφυγες προερχόμενοι από την Τουρκία, αυτή τη φορά είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνουν δεκτοί από Αυστρία, Γερμανία, Σουηδία, όπως το 2015-2016, και θα παραμείνουν στη χώρα μας.

Μάχη με τον χρόνο

Η κυβέρνηση δίνει μια δύσκολη μάχη με τον χρόνο σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Ο Μητσοτάκης, αξιοποιώντας το κύρος που έχει στην Ε.Ε., έχει πείσει τους Ευρωπαίους ότι πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες του Δουβλίνου, οι οποίοι είναι σε βάρος των χωρών πρώτης υποδοχής.

Αναμένεται να εκδηλωθεί πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το δεύτερο εξάμηνο του 2020, για να γίνονται δεκτοί από τις άλλες χώρες της Ε.Ε. όσοι υποβάλλουν αίτημα χορήγησης πολιτικού ασύλου στην Ελλάδα και αυτό γίνεται δεκτό σε πρώτο βαθμό.

Για να γίνει όμως αυτό και να αναλάβουν οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το σχετικό πολιτικό κόστος πρέπει να δημιουργηθούν τα λεγόμενα «κλειστά κέντρα», στα οποία θα ζουν και θα κρίνονται με γρήγορες διαδικασίες όσοι υποβάλλουν αίτημα χορήγησης ασύλου. Αυτοί των οποίων το αίτημα γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό θα έχουν δικαίωμα να πάνε σε όποια χώρα της Ε.Ε. επιθυμούν, ενώ οι άλλοι θα επαναπροωθούνται στην Τουρκία ή στη χώρα προέλευσής τους.

Προς το παρόν, έχουμε κολλήσει στην κατασκευή των λεγόμενων «κλειστών κέντρων» λόγω των δυναμικών αντιδράσεων πολλών κατοίκων και αυτοδιοικητικών παραγόντων, ιδιαίτερα στη Λέσβο και στη Χίο.

Η αποτελεσματική λειτουργία αυτών των κέντρων είναι ακόμη πιο δύσκολη από την κατασκευή τους, γιατί χρειάζονται καλή οργάνωση και καλή στελέχωση με συνοριοφύλακες, κοινωνικούς λειτουργούς, διερμηνείς, στελέχη της Frontex, ειδικούς που μπορούν να κρίνουν τις αιτήσεις χορήγησης ασύλου κ.λπ. Η κυβέρνηση δίνει μάχη με τον χρόνο γνωρίζοντας ότι αν συνεχιστεί η χαώδης κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά νησιά πρώτης υποδοχής προσφύγων, οι Ευρωπαίοι δεν θα βάλουν την υπογραφή τους για την αλλαγή των κανόνων του Δουβλίνου και η Ελλάδα θα παραμείνει χώρα εγκλωβισμού σε ολοένα πιο δύσκολες συνθήκες.

Με αυξημένη την πιθανότητα να υπάρξει ένα νέο κύμα προσφύγων εξαιτίας των εξελίξεων στην περιοχή της Ιντλίμπ στη Συρία, δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.

Ο περιφερειάρχης κ. Μουτζούρης και όσοι εκφράζουν με δυναμικό και συχνά απαράδεκτο τρόπο τις αντιρρήσεις τους προς την κυβερνητική πολιτική πρέπει να αντιληφθούν ότι δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα σε αυτούς που εμφανίζονται να εκπροσωπούν. Ουσιαστικά, δυναμιτίζουν την ευρωπαϊκή λύση, προσφέροντας άφθονα επιχειρήματα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που μετά την εμπειρία του 2015-2016 διστάζουν να μοιραστούν με την Ελλάδα το βάρος του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Όσο πιο χαώδης είναι η κατάσταση σε Λέσβο και Χίο, τόσο πιο εύκολα θα πουν «όχι» στην προσπάθεια Μητσοτάκη να αλλάξουν οι κανόνες του Δουβλίνου και να πραγματοποιηθεί η αποσυμφόρηση από τα νησιά του Αιγαίου προς την Ε.Ε.

Η απειλή του κοροναϊού

Την κατάσταση περιπλέκει η διαφαινόμενη εκδήλωση επιδημίας κοροναϊού στη χώρα μας και, απ’ ό,τι φαίνεται, πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το πρωί της Παρασκευής 28 Φεβρουαρίου είχαν καταγραφεί 2.848 θάνατοι και 83.386 κρούσματα κοροναϊού σε 44 χώρες. Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται με εντυπωσιακή ταχύτητα, ενώ η ιατρική και επιστημονική κοινότητα αδυνατούν να δώσουν πλήρεις απαντήσεις για το φαινόμενο που εκδηλώνεται και φαίνεται ότι απέχουμε πολλούς μήνες από την παραγωγή και διάθεση εμβολίου.

Εντυπωσιακή είναι η διάδοση του κοροναϊού στην Ιταλία, η οποία έχει παρόμοια κοινωνικά χαρακτηριστικά μ’ εμάς. Το πρωί της Παρασκευής 28 Φεβρουαρίου είχαν καταγραφεί στην Ιταλία 17 θάνατοι και 655 κρούσματα κοροναϊού. Η ιταλική, όπως και η ελληνική, είναι μια ανοιχτή κοινωνία, ενώ και στις δύο χώρες έχουμε μια αρκετά χαλαρή δημόσια διοίκηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η κινεζική μέθοδος ελέγχου της διάδοσης του κοροναϊού, που στηρίζεται σε σκληρά μέτρα και απαγορεύσεις.

Μπορούμε, λοιπόν, να περιμένουμε τη διάδοση του κοροναϊού στην Ελλάδα, στα πρότυπα της Ιταλίας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέου τύπου πρόκληση, με σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία αλλά και την οικονομία.

Οι περισσότεροι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι 80% όσων νοσούν δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα, 18% δοκιμάζονται αλλά αντέχουν και 2% χάνουν τη μάχη με τον ιό. Μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία της Ιταλίας δείχνει ότι το ποσοστό θανάτων σε σχέση με τα κρούσματα είναι υψηλότερο από τη βασική εκτίμηση της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην εξαιρετικά πιθανή μη καταγραφή όλων των κρουσμάτων ή στο ότι η απειλή για τη δημόσια υγεία είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι έχει εκτιμηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, η έλευση του κοροναϊού στη χώρα μας ενισχύει το μήνυμα που μας στέλνει το προσφυγικό-μεταναστευτικό και η μετατροπή της Τουρκίας σε βασικό παράγοντα αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή μας.

Τα χαλαρά και τα πρόχειρα με τα οποία έχουμε διαπαιδαγωγηθεί πρέπει να τα ξεχάσουμε και να αρχίσουμε να δείχνουμε σε όλα τα επίπεδα μεγαλύτερη υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα και καλύτερη οργάνωση. Το γνώριμο νεοελληνικό «αλαλούμ» είναι εντελώς ξεπερασμένο από τις εξελίξεις και αν δεν αλλάξουμε τρόπο προσέγγισης στις σύγχρονες προκλήσεις θα κινδυνέψουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με έναν φοβερό λογαριασμό.

Επιστροφή της οικονομικής κρίσης;

Στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας έγιναν ιδιαίτερα αισθητές οι συνέπειες του κοροναϊού για την παγκόσμια, την ευρωπαϊκή και φυσικά την ελληνική οικονομία.

Οι διεθνείς αγορές είχαν τη χειρότερη εβδομάδα από την εποχή της κρίσης του 2008. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αμερικανικές μετοχές υποχώρησαν κατά μέσο όρο κατά 10% από τα ύψη-ρεκόρ τα οποία είχαν επιτύχει.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κινεζική οικονομία, αλλά και οι σοβαρές συνέπειες που έχει αρχίσει να έχει ο κοροναϊός στην ευρωπαϊκή οικονομία, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κρίσης. Αυτό είναι πολύ δυσάρεστο για οικονομίες όπως η ελληνική, εφόσον παραμένουν αδύνατοι κρίκοι του διεθνούς οικονομικού συστήματος, παρά τη σημαντική βελτίωση που έχουν επιτύχει.

Η ιταλική ασθένεια

Η Ιταλία χτυπήθηκε από τον κοροναϊό σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση για την οικονομία της. Το δ΄ τρίμηνο του 2019 είχαμε μείωση του ιταλικού ΑΕΠ και αυτό επρόκειτο να συμβεί και το α΄ τρίμηνο του 2020. Η μείωση του ΑΕΠ σε μια χώρα δύο συνεχόμενα τρίμηνα θεωρείται από τεχνική άποψη ύφεση.

Τώρα όλα δείχνουν ότι εξαιτίας του κοροναϊού δεν θα έχουμε οριακή υποχώρηση του ιταλικού ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο του 2020 αλλά μείωση. Αυτό θα σημάνει την επιστροφή της Ιταλίας σε περίοδο ύφεσης για τέταρτη φορά από την κρίση του 2008. Δημιουργούνται έτσι εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα για την Ευρωζώνη.

Το ιταλικό πρόβλημα προστίθεται σε άλλα, όπως της Γερμανίας, η οποία δοκιμάζεται και εξαιτίας των σοβαρών δυσκολιών στην αγορά της Κίνας.

Η βασική εστία του κοροναϊού στην Ιταλία είναι στον οικονομικά αναπτυγμένο βιομηχανικό Βορρά, ο οποίος έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την οικονομία και τη βιομηχανία της Αυστρίας και της Γερμανίας.

Ο κοροναϊός φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της δημοσιονομικής αυστηρότητας, όπως η Γερμανία, και των υποστηρικτών της δημοσιονομικής χαλάρωσης για να βοηθηθεί η οικονομία, όπως η Ιταλία. Κατά την άποψή μου, η Ιταλία πρέπει να απαλλαγεί, με απόφαση του Eurogroup, από ορισμένους δημοσιονομικούς περιορισμούς, για να μπορέσει να στηρίξει την οικονομία της τώρα που δοκιμάζεται εξαιτίας του κοροναϊού. Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής δεν επαρκούν και χρειάζονται δυναμικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Επιπλέον, το κόστος των συστημάτων υγείας αναμένεται να αυξηθεί εντυπωσιακά λόγω των μέτρων που απαιτούνται για την όσο το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση του κοροναϊού. Η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να συνεχίσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική του Μάριο Ντράγκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά οι περισσότεροι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όσο χαλαρή και να γίνει η νομισματική πολιτική, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη μιας δημοσιονομικής πολιτικής που θα στηρίξει την Ευρωζώνη αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι Ευρωπαίοι έχουν βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από την κακή και καθυστερημένη διαχείριση της κρίσης του 2008 και είναι έτοιμοι να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά αυτή τη φορά.

Η αδυναμία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να υιοθετήσει έναν αξιοπρεπή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ενισχύει τον προβληματισμό για τη συλλογική αποτελεσματικότητα των ηγετών της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. συνολικά.

Προς το παρόν, αρχίζει να ενισχύεται η συγκριτική θέση των οικονομικά ισχυρότερων και να δέχονται πίεση οι οικονομικά ασθενέστεροι. Είναι χαρακτηριστικό ότι το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο είχε πέσει κάτω από το φράγμα του 1%, είχε ήδη σκαρφαλώσει το πρωί της Παρασκευής 28 Φεβρουαρίου στο 1,4% λόγω κοροναϊού. Το ιταλικό ήταν στο 1,10%, ενώ το επιτόκιο στα δεκαετή ομόλογα του γερμανικού Δημοσίου είχε πέσει στο -0,54%, εφόσον σε συνθήκες κρίσης η Γερμανία μετατρέπεται σε ένα από τα «καταφύγια» των επενδυτών.

Δοκιμασία για την οικονομία

Η εμφάνιση του κοροναϊού και οι συνέπειες που έχει για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία δημιουργούν μεγάλη πίεση στην ελληνική οικονομία.

Τον Φεβρουάριο καταγράφηκε το καλύτερο οικονομικό κλίμα στη χώρα μας στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, ενώ η πέμπτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στήριζε τη γενική εικόνα μιας οικονομίας που περνάει σταδιακά από την ανάκαμψη στην ανάπτυξη.

Δυστυχώς, όλα αυτά πρόκειται να αμφισβητηθούν. Δεν ξέρουμε ακριβώς σε ποιον βαθμό, γιατί προς το παρόν η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να απαντήσει αν ο κοροναϊός και οι συνέπειές του θα είναι μαζί μας τρεις, έξι, εννέα ή δώδεκα μήνες. Ούτε γνωρίζουμε ακριβώς τις διαστάσεις της απειλής για τη δημόσια υγεία.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει, σε αυτή τη φάση, η ελληνική οικονομία είναι πολλές και διαφορετικού τύπου.

Πρώτον, απομακρυνόμαστε σταδιακά από τα ιδανικά, για μια χώρα με το χρέος της Ελλάδας, επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.

Τα επιτόκια δανεισμού εξακολουθούν να είναι ευνοϊκά, αλλά αρχίζει να ενισχύεται η απόκλιση (τα spreads) με τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου των οικονομικά ισχυρότερων χωρών της Ευρωζώνης. Αναγκαστικά η διαχείριση του δημόσιου χρέους θα γίνει λιγότερο φιλόδοξη, αν και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ανάγκες χρηματοδότησής του έχουν σε γενικές γραμμές καλυφθεί.

Δεύτερον, ο τουρισμός θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα. Ένας κλάδος που τα τελευταία χρόνια πήγε από ρεκόρ σε ρεκόρ και στήριξε με αυτόν τον τρόπο την οικονομία θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Δεν μπορεί να γίνει ακριβής εκτίμηση των απωλειών, γιατί όλα έχουν σχέση με τη διάρκεια της επιδημίας, πανδημίας του κοροναϊού.

Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι ο κλάδος των αεροπορικών συγκοινωνιών και του τουρισμού δέχεται μεγάλη πίεση στα διεθνή χρηματιστήρια.

Τρίτον, η ελληνική εμπορική ναυτιλία –που είναι ένας παγκόσμιος παίκτης– δοκιμάζεται κι αυτή ιδιαίτερα, εξαιτίας της κατάστασης στην Κίνα. Η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και τα μέτρα κατά της εξάπλωσης του κοροναϊού έχουν περιορίσει δραστικά τα φορτία και ρίχνουν χαμηλά τους ναύλους.

Τέταρτον, με βασική εξαγωγική αγορά την Ε.Ε., οι ελληνικές εξαγωγές θα δυσκολευτούν πολύ να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία.

Οι δυσκολίες δεν θα είναι στο επίπεδο του τουρισμού, θα επηρεάσουν όμως τα μεγέθη και την ίδια τη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Η ελληνική οικονομία ήταν εντελώς απροετοίμαστη για την κρίση του 2008 και γι’ αυτό πληρώσαμε έναν αστρονομικό οικονομικό και κοινωνικό λογαριασμό. Τα λάθη στην εφαρμογή των μνημονίων και το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο μας έκαναν να χάσουμε πολύτιμο χρόνο σε σχέση με τις άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα. Οι οικονομικές συνέπειες του κοροναϊού έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία όλα έδειχναν ότι είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για το πέρασμα της οικονομίας από την ανάκαμψη στη σταθερή ανάπτυξη.

Το κρίσιμο μέγεθος

Θεωρώ ότι με τις κατάλληλες κινήσεις μπορούμε να περιορίσουμε τις οικονομικές απώλειες και να καλύψουμε το χαμένο έδαφος μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.

Το κρίσιμο μέγεθος είναι κατά την άποψή μου τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου. Ο κοροναϊός θα επηρεάσει, για ένα απροσδιόριστο διάστημα, την καθημερινή μας συμπεριφορά και τις καταναλωτικές μας συνήθειες. Τα αυτονόητα, από την παρουσία μας στο καφενείο μέχρι τη βραδινή έξοδο με φιλική συντροφιά σε ένα εστιατόριο, θα περιοριστούν. Σε μια οικονομία που στηρίζεται στην εστίαση, στις υπηρεσίες και στην κατανάλωση, η αναγκαστική αλλαγή της συμπεριφοράς μπορεί να προκαλέσει υστέρηση στα φορολογικά έσοδα.

Ενδεχόμενη αστοχία σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το κλίμα και τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Εμείς πρέπει να είμαστε πειθαρχημένοι στη δημοσιονομική διαχείριση και αυτοί να δείξουν μεγαλύτερη κατανόηση στις πρόσθετες ανάγκες χωρών όπως η Ιταλία και η Ελλάδα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν σπάνιο συνδυασμό εξελίξεων και παραγόντων. Ο «πληγωμένος» Ερντογάν, το διαφαινόμενο νέο κύμα προσφύγων, η απειλή για τη δημόσια υγεία του κοροναϊού και οι σημαντικές οικονομικές συνέπειές της δημιουργούν ένα εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο περιβάλλον.

Μπορούμε να τα καταφέρουμε, υπό την προϋπόθεση ότι θα σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.