Μητσοτάκης: Εθνική συσπείρωση και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη - Free Sunday
Μητσοτάκης: Εθνική συσπείρωση και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη
Ο κ. Μητσοτάκης μετατρέπει το προσφυγικό-μεταναστευτικό από ανοιχτή πληγή σε ατού της κυβέρνησης.

Μητσοτάκης: Εθνική συσπείρωση και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη

Μέσα σε μία εβδομάδα ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης κατάφερε να αλλάξει εντελώς την εικόνα για το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Από κει που η κοινή γνώμη απέρριπτε με εντυπωσιακά ποσοστά την κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα και υπήρχε κλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ διαμαρτυρόμενων κατοίκων των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου που δοκιμάζονται από τις ροές και των δυνάμεων των ΜΑΤ που εστάλησαν για να περιφρουρήσουν την κατασκευή κλειστών κέντρων υποδοχής, επήλθε μια θεαματική μεταστροφή, με τουλάχιστον δύο στους τρεις Έλληνες να υποστηρίζουν τους κυβερνητικούς χειρισμούς στον Έβρο και να δίνουν πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει ολοκληρωμένη στρατηγική.

Ασύμμετρη απειλή

Τρεις είναι οι παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την αλλαγή της δυναμικής στην κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Ο Ερντογάν ξεπέρασε τα όρια. Μέχρι σήμερα είχαμε δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων που άφηναν να εννοηθεί ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Άγκυρα ως μέσο αποσταθεροποίησης της Ελλάδας και άσκησης πίεσης στην Ε.Ε. προκειμένου να χρηματοδοτηθεί πλουσιοπάροχα η παραμονή Σύρων προσφύγων στην Τουρκία και να υποστηριχθεί η επεκτατική πολιτική Ερντογάν στη Συρία.

Αυτή τη φορά βγήκε ο ίδιος ο Ερντογάν να απειλήσει Ελλάδα και Ε.Ε. με μεγάλη και απότομη αύξηση των ροών. Με βάση τις δηλώσεις του, έστειλε μια πρώτη δόση από 120.000 πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα ως πρώτο δείγμα γραφής των βασικών επιλογών του.

Ο Μητσοτάκης κινήθηκε έξυπνα και δυναμικά. Κατήγγειλε τις μεθοδεύσεις του Τούρκου Προέδρου ως ένα είδος «ασύμμετρης απειλής», εφόσον είναι γνωστό ότι σε όλα τα εγχειρίδια του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. οι υποκινούμενες μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών αντιμετωπίζονται –σε επίπεδο θεωρίας– ως μορφή υβριδικού πολέμου και σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των χωρών στις οποίες κατευθύνονται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.

Ο Μητσοτάκης είπε τα πράγματα με το όνομά τους, προχώρησε στη λήψη έκτακτων μέτρων, όπως είναι η αναστολή της εξέτασης των αιτήσεων για χορήγηση πολιτικού ασύλου για μια περίοδο που δεν θα ξεπερνά τον έναν μήνα και η επαναπροώθηση ή κράτηση για παράνομη είσοδο στη χώρα όσων εισέρχονται παράνομα σε αυτήν.

Ευρωπαϊκή λύτρωση

Οι κινήσεις Μητσοτάκη λειτούργησαν λυτρωτικά για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Πολλές από αυτές αντιμετωπίζουν με μεγάλο άγχος την προοπτική της επανάληψης της κρίσης του 2015-2016, εφόσον οι 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες που πέρασαν από την Τουρκία στην Ελλάδα για να καταλήξουν σχεδόν στο σύνολό τους σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία προκάλεσαν μεγάλη κοινωνική αναταραχή και την εντυπωσιακή ενίσχυση των ποσοστών των κομμάτων της άκρας Δεξιάς.

Ο Μητσοτάκης έχει τρία χαρακτηριστικά που έκαναν τη δυναμική παρέμβασή του ιδιαίτερα αποτελεσματική. Έχει προφίλ φιλελεύθερου ηγέτη κι έτσι πέρασε εύκολα το μήνυμα της αναγκαίας σκλήρυνσης της ελληνικής πολιτικής στο προσφυγικό-μεταναστευτικό χωρίς ιδεολογικές και πολιτικές αντιρρήσεις από τις άλλες κυβερνήσεις της Ε.Ε.

Οι «νότιοι», στους οποίους ανήκουν πολλές χώρες πρώτης υποδοχής προσφύγων, ικανοποιήθηκαν, γιατί είδαν μια δυναμική αντίδραση που τους προστατεύει και δημιουργεί ένα καλό γι’ αυτούς προηγούμενο. Οι περισσότερο αναπτυγμένες χώρες στις οποίες κατευθύνθηκαν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες το 2015-2016 θεώρησαν ότι με τον περιορισμό των ροών που επιχειρεί η Ελλάδα περιορίζονται οι πιθανότητες επανάληψης της κρίσης του 2015-2016. Τέλος, οι κυβερνήσεις των χωρών του Βίζεγκραντ και άλλοι «σκληροί» είδαν να δικαιώνονται οι προβληματισμοί τους στην πολιτική Μητσοτάκη και υποστήριξαν δημόσια τις κινήσεις του.

Σε μια Ε.Ε. που σπαράσσεται από αντιθέσεις και αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές στρατηγικές, η συναίνεση που πέτυχε ο Μητσοτάκης, σε κυβερνητικό επίπεδο, είναι πραγματικά εντυπωσιακή.

Όπως είπε ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Κριστόφ Καστανέ, μετά την έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες, «υιοθετήσαμε ομόφωνα μια διακήρυξη, είμαστε αλληλέγγυοι προς την εταίρο μας Ελλάδα και κατηγορηματικά απορρίπτουμε την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών».

Η Σουηδή επίτροπος για το μεταναστευτικό, Ίλβα Γιόχανσον, τόνισε ότι στο Συμβούλιο Υπουργών υπήρξε μια εικόνα «οικογένειας» και πως αυτό που ήταν στο παρελθόν ένα πεδίο αντιπαραθέσεων κατέστη πεδίο σύμπνοιας.

Τα άλλα χαρακτηριστικά του Μητσοτάκη που συνέβαλαν σε αυτή την πρωτοφανή διπλωματική επιτυχία είναι η πολύ καλή γνώση των θεμάτων και του ευρωπαϊκού πλαισίου, όπως και η καλλιέργεια προσωπικών επαφών με Ευρωπαίους ηγέτες και παράγοντες, τους οποίους κινητοποιεί, με προσωπική παρέμβαση, όταν το κρίνει αναγκαίο. Η γνώση ξένων γλωσσών και η δυνατότητά του να απλοποιεί, για χάρη των συνομιλητών του, εξαιρετικά σύνθετα θέματα ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της προσωπικής διπλωματίας κορυφής που ασκεί.

Τα πράγματα έχουν μπει σε καλό δρόμο – χαρακτηριστικές και οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, για το προγραμματισμένο για την Παρασκευή 6 Μαρτίου Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών.

Τόνισε μεταξύ των άλλων ότι οι «27» θα ασχοληθούν με την «παροχή βοήθειας για τη διαχείριση των αιτήσεων ασύλου, κυρίως για την αποσυμφόρηση των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης σε ελληνικά νησιά». Πρόσθεσε επίσης ότι θα υπάρξουν «μετεγκαταστάσεις εν ανάγκη, ανάλογα με το πώς προχωρά η διαχείριση των αιτημάτων ασύλου».

Ξεκαθάρισε ότι η στάση των «27» θα είναι σθεναρή και αποφασιστική για την ασφάλεια των συνόρων.

Η εικόνα των κορυφαίων εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών (Φον ντερ Λάιεν, Σαρλ Μισέλ, Σασόλι και Πλένκοβιτς) στο πλευρό του Έλληνα πρωθυπουργού στα σύνορα με την Τουρκία στον Έβρο ήταν καταλυτική για την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Η σημαντικότερη δήλωση ήταν της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, η οποία αποκάλεσε την Ελλάδα «ασπίδα της Ε.Ε.», με το σκεπτικό ότι τα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία είναι και ευρωπαϊκά σύνορα και πως η ανάσχεση των ροών στον Έβρο και στα νησιά προστατεύει την Ε.Ε. από την επανάληψη της κρίσης του 2015-2016.

Εθνική συσπείρωση

Με τον Ερντογάν να απειλεί με επανάληψη της κρίσης του 2015-2016 και να δηλώνει ανοιχτά ότι αυτός στέλνει πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, η ελληνική κοινή γνώμη υιοθέτησε αμέσως την κυβερνητική επιχειρηματολογία για ασύμμετρη απειλή εκ μέρους της Τουρκίας.

Οι περισσότεροι πολίτες χαιρέτισαν τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση στον Έβρο και τον ρόλο των αστυνομικών δυνάμεων στον έλεγχο των ροών. Εμποδίστηκε η είσοδος δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στα ελληνικά εδάφη, ενώ συνελήφθησαν και κρατούνται λίγες εκατοντάδες που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, χωρίς να μπορούν να ελπίζουν σε ευνοϊκή μεταχείριση και χορήγηση πολιτικού ασύλου.

Οι περισσότεροι πολίτες συσπειρώθηκαν γύρω από την κυβερνητική πολιτική με το σκεπτικό ότι κινδυνεύει η πατρίδα μας.

Οι βουλευτές, οι ευρωβουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλαν το κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο και τα έκτακτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για την αποτροπή των ροών. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, διέγνωσε έγκαιρα τη μεταστροφή της κοινής γνώμης και προσυπέγραψε την επιλογή Μητσοτάκη, με συνέντευξή του στο Mega.

Η πρωτοβουλία που πήρε για να προστατέψει το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε μεγάλη σύγχυση στις τάξεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πολλά στελέχη του συνέχισαν να καταγγέλλουν την κυβέρνηση για το κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο, που όμως εγκρίνει ο κ. Τσίπρας, η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ διαφώνησε ανοιχτά με την επιλογή του και οι εφημερίδες που υποστηρίζουν δυναμικά τον ΣΥΡΙΖΑ («Αυγή» και «Εφημερίδα των Συντακτών») διαχώρισαν τη θέση τους.

Η «Αυγή», σε κατάσταση μεγάλης επικοινωνιακής και πολιτικής αμηχανίας, επιμένει σε τίτλους και κύρια άρθρα του τύπου «Σχεδιάζουν ξερονήσια. Η κυβέρνηση ανοίγει πόρτα στον νεοφασισμό» και «Ακροδεξιό ρατσιστικό θέατρο από την κυβέρνηση».

Δημιουργείται έτσι ένας πολιτικός διχασμός για το προσφυγικό-μεταναστευτικό στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία δέχεται μία από τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης, το κλείσιμο των συνόρων του Έβρου, την οποία προσυπογράφουν οι υπερσυντηρητικές, οι κεντροδεξιές, οι φιλελεύθερες και οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Ε.Ε., ενώ τα περισσότερα στελέχη και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν στη θεωρία ότι ο Μητσοτάκης είναι ο Όρμπαν της Μεσογείου και πως η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού από την κυβέρνηση είναι ένα είδος νεοφασιστικής και ρατσιστικής εκτροπής.

Στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική ήττα. Η λογική των ανοιχτών συνόρων, της υποδοχής στην Ελλάδα όλων των κατατρεγμένων ανεξάρτητα από το ποιος τους στέλνει και με ποιον σκοπό και η αξιολόγηση των κυβερνητικών επιλογών με λογική ΜΚΟ είναι εντελώς ξεπερασμένες από τις εξελίξεις και απορρίπτονται από την ευρύτερη ελληνική κοινή γνώμη.

Οι λέξεις και οι έννοιες έχουν αρχίσει να αντιστοιχούν ξανά στη σκληρή πραγματικότητα. Οι μαζικές και ελεγχόμενες από την Τουρκία ροές αντιμετωπίζονται ως κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή και οι παράνομοι μετανάστες θεωρούνται ξανά αυτό που πραγματικά είναι, παράνομοι και όχι παράτυποι.

Σύγκλιση, όχι ταύτιση

Τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα και η πολιτική της Ελλάδας συγκλίνουν με την πολιτική και τα συμφέροντα των κρατών της Ε.Ε., αλλά δεν ταυτίζονται.

Αυτό επιβάλλει προσεκτικούς χειρισμούς στην κυβέρνηση, η οποία ενισχύει τη θέση της βήμα-βήμα.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι επιμένουν στη συμφωνία του 2016 με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία μετέτρεψε την Ελλάδα σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών. Έτσι όπως λειτούργησε, επέτρεψε τη μετεγκατάσταση μόνο ευπαθών ομάδων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Σε αυτή τη φάση οι Ευρωπαίοι εταίροι στηρίζουν την Ελλάδα-«ασπίδα της Ε.Ε.», αλλά δεν θέλουν να πάρουν πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν συγκεντρωθεί στη χώρα μας για να συμβάλουν αποφασιστικά στην αποσυμφόρηση.

Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας για την πρόταση των Πρασίνων να δεχτεί άμεσα η Γερμανία 5.000 πρόσφυγες και μετανάστες από την Ελλάδα.

Η πρόταση απορρίφθηκε με 495 ψήφους κατά και μόλις 117 υπέρ.

Οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την καγκελάριο Μέρκελ, είπαν «όχι», όπως και οι Φιλελεύθεροι, καθώς και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Οι Σοσιαλδημοκράτες βουλευτές, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην κυβέρνηση Μέρκελ αλλά και για να απαντήσουν στην πολιτική πίεση που δέχονται από τους Πράσινους, υποστήριξαν ότι σε αυτή τη φάση αντιτίθενται στη μετεγκατάσταση 5.000 προσφύγων και μεταναστών, θα μπορούσαν όμως να τους δεχτούν στο μέλλον, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής συνεννόησης.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται προσεκτικά, γιατί θέλει να διατηρήσει τη συναίνεση και τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί υπέρ των ελληνικών θέσεων στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αυτή την περίοδο το βασικό είναι να καταδικαστεί η διεθνοπολιτική χρήση των προσφύγων και των μεταναστών εκ μέρους του Ερντογάν και να υποστηριχθεί η Ελλάδα στον έλεγχο των ροών ως «ασπίδα της Ε.Ε.».

Η κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για να προβληθεί το αίτημα της δίκαιης κατανομής των βαρών με τη μαζική μετεγκατάσταση προσφύγων και μεταναστών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε.

Έχει συμφωνηθεί ένας οδικός χάρτης, με πρώτο σημείο την αντιμετώπιση της επιθετικότητας Ερντογάν στο συγκεκριμένο θέμα και τον περιορισμό των ροών προς την Ελλάδα, δεύτερο σημείο την κατασκευή και την αποτελεσματική λειτουργία των κλειστών κέντρων υποδοχής προσφύγων και μεταναστών και τρίτο σημείο την αλλαγή των κανόνων του Δουβλίνου, ώστε όλοι όσοι πάρουν μια πρώτη έγκριση της αίτησης ασύλου που έχουν υποβάλει στην Ελλάδα να μπορούν να πάνε σε όποια χώρα της Ε.Ε. επιθυμούν, σε αναμονή της οριστικής κρίσης της αίτησής τους.

Οι αλλαγές των κανόνων του Δουβλίνου είναι το «έπαθλο» για την Ελλάδα, γιατί θα συμβάλουν στην ουσιαστική αποσυμφόρηση των ελληνικών νησιών, όχι προς την ενδοχώρα αλλά απευθείας προς την Ε.Ε.

Αν όλα πάνε καλά, θα φτάσουμε στο τρίτο σημείο του οδικού χάρτη, το οποίο μας ενδιαφέρει πάρα πολύ, στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά σημαντικής γερμανικής προεδρίας.

Η κυβέρνηση βέβαια πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες των λαϊκών αντιδράσεων σε διάφορες περιοχές της χώρας, και ιδιαίτερα στα νησιά, και από την αύξηση των ροών με πρωτοβουλία Ερντογάν. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να δουν πρώτα έλεγχο των ροών στην Ελλάδα και στη συνέχεια αποτελεσματική λειτουργία των κλειστών κέντρων υποδοχής σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου για να βάλουν την υπογραφή τους στις αλλαγές των κανόνων του Δουβλίνου, σε όφελος των χωρών πρώτης υποδοχής και κυρίως της Ελλάδας.

Ένα άλλο ζήτημα στο οποίο κινείται προσεκτικά η κυβέρνηση έχει σχέση με το επίπεδο της ευρωτουρκικής συνεργασίας. Η Ελλάδα θέλει να ασκήσει πίεση στην Τουρκία για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, δεν θέλει όμως να πρωταγωνιστήσει σε έναν ευρωτουρκικό διπλωματικό πόλεμο. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι υπέρ της Τουρκίας στο θέμα της κρίσης στην περιοχή της Ιντλίμπ, θεωρώντας ότι ο Άσαντ και οι Ρώσοι και Ιρανοί που βρίσκονται στο πλευρό του κάνουν εγκλήματα πολέμου, χτυπώντας αδιάκριτα τους αμάχους και δημιουργώντας ένα νέο προσφυγικό κύμα –της τάξης του ενός εκατομμυρίου– που δημιουργεί νέα προβλήματα στην Τουρκία, η οποία έχει ήδη στα εδάφη της 3.500.000 Σύρους πρόσφυγες.

Αντίθετες με τις άμεσες επιδιώξεις μας κρίνονται και οι σημαντικές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, όπως η αμφισβήτηση της τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, και πρώτη απ’ όλες η γερμανική, δεν επιθυμούν την οικονομική τιμωρία μιας απομονωμένης Τουρκίας, εκτιμώντας την οικονομική και γεωπολιτική σημασία της χώρας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που δηλώνουν ότι είναι υπέρ της άμεσης μετεγκατάστασης προσφύγων και υπέρ σαρωτικών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας με τον καθυστερημένο ζήλο που δείχνουν εναντίον της Άγκυρας θα συνέβαλλαν, στην απίθανη περίπτωση που η κυβέρνηση Μητσοτάκη υιοθετούσε τις προτάσεις τους, στην αποδυνάμωση της διπλωματικής θέσης της Ελλάδας, η οποία στηρίζεται στην ευρωσυσπείρωση κατά της αξιοποίησης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών από τον Ερντογάν για διεθνοπολιτικούς σκοπούς και στον άμεσο περιορισμό των ροών προς την Ελλάδα.

Η κρίση στα νησιά

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να περνάει με επιτυχία τη δοκιμασία στον Έβρο, όμως η κατάσταση παραμένει κρίσιμη στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και εκεί τελικά θα κριθεί, μεσοπρόθεσμα, η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής στο προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Στο Μαξίμου θεωρούν ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει να αυξάνει τις ροές προς τα νησιά. Δείχνει στριμωγμένος σε πολλά μέτωπα και αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει την τεράστια δεξαμενή 4 εκατομμυρίων ή και 4,5 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων που μπορεί να συγκεντρωθούν στην Τουρκία μετά και την κρίση στην Ιντλίμπ ως διαπραγματευτικό ατού έναντι της Ελλάδας και της Ε.Ε.

Στην Άγκυρα θεωρούν ότι μια αύξηση των ροών κατά 100.000 ή 200.000 δεν είναι αντιμετωπίσιμη από την Ελλάδα και την Ε.Ε. και είναι εξαιρετικά πιθανό να συνεχίσουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Εκτός από τα πέντε νησιά που δέχονται ήδη μεγάλη πίεση από την υπερσυγκέντρωση προσφύγων και μεταναστών μπορεί να υπάρξουν κι άλλα νησιά-προορισμοί που θα επιλέξει ο Ερντογάν, ενώ ήδη στέλνει βάρκες γεμάτες απελπισμένους και στην Κύπρο.

Τα νησιά συνιστούν μια ιδιαίτερη πρόκληση για την κυβέρνηση, γιατί σε αυτά συγκεντρώνονται παράγοντες που αυξάνουν τον βαθμό δυσκολίας.

Πρώτον, οι επαναπροωθήσεις στη θάλασσα, οι οποίες είναι εκτός ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου, είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνες. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος πνιγμού για όσους επαναπροωθούνται στη θάλασσα. Είναι μια πρακτική που χρησιμοποιούσε και η κυβέρνηση Τσίπρα (βλέπε το βιβλίο του Jean Ziegler «Λέσβος, η ντροπή της Ευρώπης»), η οποία όμως δεν πρέπει να συνεχιστεί στις σημερινές συνθήκες.

Δεύτερον, η αντοχή των νησιωτών έχει εξαντληθεί, μαζί με την υπομονή τους, και οι εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης υιοθετούν ιδιαίτερα σκληρή στάση έναντι της κυβέρνησης.

Τρίτον και σημαντικότερο, η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει με ποιον ακριβώς τρόπο θα διεκδικήσει τη μείωση των ροών και στη συνέχεια την αποσυμφόρηση των νησιών.

Το πρόγραμμα δημιουργίας κλειστών κέντρων στα νησιά δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά ούτε και εφαρμόζεται, λόγω των λαϊκών αντιδράσεων. Και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας σημειώνονται μεγάλες αντιδράσεις στην ενδεχόμενη δημιουργία κλειστών κέντρων υποδοχής.

Η μάχη της εικόνας

Οι κινήσεις της κυβέρνησης στα νησιά πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένες. Μέχρι σήμερα ο Μητσοτάκης κατάφερε να συσπειρώσει την ελληνική κοινή γνώμη και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων. Είναι υποχρεωμένος όμως να κερδίσει και τη μάχη της εικόνας στα διεθνή ΜΜΕ.

Το BBC, για παράδειγμα, είχε ως ένα από τα βασικά θέματα του δελτίου ειδήσεων της παγκόσμιας υπηρεσίας του, την Πέμπτη 5 Μαρτίου, την κατάσταση που επικρατεί στη Λέσβο. Πολλές από τις εικόνες ήταν ιδιαίτερα αρνητικές, με πολίτες να επιτίθενται σε εκπροσώπους ΜΚΟ, γιατρούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Μόρια να αποχωρούν λόγω έλλειψης ασφάλειας και ένα σκάφος του Λιμενικού να βάλλει κατά προσφύγων-μεταναστών με ριπές σε απόσταση δέκα μέτρων από τη φουσκωτή βάρκα τους.

Ανάλογα ρεπορτάζ υπάρχουν και σε άλλα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να απομονώσει τους τραμπούκους που δρουν στα νησιά, να αποτρέψει ακραίες καταστάσεις και να ελέγξει τις αντιδράσεις των φρουρών των θαλάσσιων συνόρων, που συχνά λειτουργούν σε συνθήκες μεγάλης έντασης.

Ο… συμπονετικός Ερντογάν διαμαρτύρεται υποκριτικά για «έλλειψη συμπόνιας» της κυβέρνησης και προσωπικά του Μητσοτάκη, ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τουρκικά fake news για δήθεν βιαιότητες Ελλήνων αστυνομικών, ακόμη και για νεκρό στην περιοχή του Έβρου.

Τα fake news είναι μέρος του υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν σε βάρος της Ελλάδας με την προγραμματισμένη μεγάλη αύξηση των ροών.

Υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα στον χώρο των ΜΚΟ, όπως και οι θεωρίες του ΣΥΡΙΖΑ περί φασιστικής-ρατσιστικής εκτροπής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που επενδύουν, για διαφορετικούς λόγους, στο «μια εικόνα, χίλιες λέξεις».

Πέρα από τα σκληρά παιχνίδια που παίζονται, υπάρχει ένα γνήσιο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης για την τύχη και τη μεταχείριση των προσφύγων και μεταναστών, ανεξάρτητα από το ποιος και για ποιον λόγο τούς προωθεί προς την Ελλάδα.

Το κρίσιμο ζήτημα

Στη συνεδρίαση της πολιτικής ομάδας του ΕΛΚ την περασμένη Τετάρτη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες εντυπωσιάστηκα με τα χειροκροτήματα των ευρωβουλευτών που προκάλεσαν οι αναφορές στην αποτελεσματική στάση του Μητσοτάκη έναντι των αυξημένων από τον Ερντογάν προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.

Ανάλογες αντιδράσεις σημειώθηκαν και στο έκτακτο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα στις Βρυξέλλες.

Δημιουργείται η εντύπωση ότι οι πρωτοβουλίες Μητσοτάκη θεμελιώνουν μια νέα, θετική ευρωπαϊκή δυναμική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Οι υπερβολές του Ερντογάν, σε συνδυασμό με την αποφασιστική στάση του πρωθυπουργού, δημιουργούν το κατάλληλο πλαίσιο για να σταματήσει η γεωπολιτική έκλειψη της Ε.Ε., μέσω της οποίας αναδεικνύεται ο ρόλος άλλων δυνάμεων στην περιφέρειά της από τη Συρία μέχρι τη Λιβύη.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχουμε μια απλή συσπείρωση των Ευρωπαίων στο προσφυγικό-μεταναστευτικό για να αποτραπεί η επανάληψη της κρίσης του 2015-2016 ή αν έχουμε το ξεκίνημα μιας ευρωπαϊκής αφύπνισης για να σταματήσει η Ε.Ε. να περιθωριοποιείται σε γεωπολιτικό επίπεδο και να αρχίσει να λειτουργεί στη βάση των φιλοδοξιών που περιέγραψε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, όταν παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη λεγόμενη Γεωπολιτική Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Οι καιροί έχουν αλλάξει και το παραδοσιακό όπλο της Ε.Ε., η εμπορική και οικονομική διπλωματία, δεν έχει την αποτελεσματικότητα που είχε κατά το παρελθόν. Η Ε.Ε. θα πρέπει να κάνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της προστασίας των κοινών εξωτερικών συνόρων, της διαμόρφωσης κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των υπερδυνάμεων ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Τουρκία, η οποία επενδύει σταθερά στη γεωπολιτική αδυναμία της Ε.Ε. των «27».