Το τέλος μιας ιδιαίτερης θητείας - Free Sunday
Το τέλος μιας ιδιαίτερης θητείας

Το τέλος μιας ιδιαίτερης θητείας

Για τον απερχόμενο Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο, έχουν ειπωθεί πολλά, ορισμένα όχι τόσο κολακευτικά, ενδεχομένως σε συνάρτηση και με την κυβέρνηση που τον εξέλεξε. Ο σημερινός πρωθυπουργός είχε δηλώσει το 2015 ότι δεν θα ψήφιζε τον κ. Παυλόπουλο, γιατί δεν είχε αντισταθεί στις σειρήνες του πελατειακού κράτους (αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο), για τον τρόπο αντιμετώπισης των επεισοδίων μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το 2008 και γιατί δεν εξέφραζε τη θέση της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε. Αυτές οι αιτιολογίες είχαν περάσει περίπου αδιάφορες τότε, διότι οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι ο νέος πολιτικός ήθελε απλώς να δείξει το μπόι του στο πολιτικό σκηνικό. Ουδείς, πριν από πέντε μόλις χρόνια, πίστευε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ήταν σήμερα πρωθυπουργός. Εννοείται ότι οι «επικρίσεις» του προς τον κ. Παυλόπουλο δεν απευθύνονταν ουσιαστικά σε αυτόν, αλλά, προφανώς, προς τον προϊστάμενό του, τότε πρωθυπουργό, κ. Κώστα Καραμανλή. Το πυραμιδικό συγκεντρωτικό σχήμα με το οποίο ο ίδιος σήμερα κυβερνά βοηθά να κατανοήσουμε, εκ των υστέρων, το μέγεθος της βολής προς τον Κ. Καραμανλή. Με δεδομένο ότι την επιλογή Παυλόπουλου στήριξε και ο τότε αρχηγός της ΝΔ, κ. Αντώνης Σαμαράς, γίνεται προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε «απαλά» να αμφισβητήσει ευθέως δύο διαδοχικούς αρχηγούς της ΝΔ, να θέσει τις βάσεις της πολιτικής του αυτονόμησης και, κυρίως, της προσωπικής του αποκοπής από τα έως τότε, όχι άριστα, πεπραγμένα του κόμματός του. Ουδέποτε έγινε κατανοητό γιατί ο κ. Σαμαράς επέλεξε να ψηφίσει τον κ. Παυλόπουλο και δεν επέμεινε στην υποψηφιότητα του αντιπροέδρου του κόμματος, κ. Σταύρου Δήμα, τη στιγμή μάλιστα που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χρησιμοποιήσει απροκάλυπτα την εκλογή Προέδρου για να ρίξει την κυβέρνησή του.

Για τις δύο πρώτες αιτιολογίες τα πράγματα ήταν εμφανή και αποτέλεσαν και λόγους για τους οποίους η ΝΔ έχασε την εξουσία στις εκλογές του 2009. Η τρίτη αιτιολογία χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο για να αρχίσει να γίνεται κατανοητή. Μιλώντας για τη θέση της χώρας στην Ε.Ε., μπορούμε να θυμηθούμε την υπόθεση της νομοθεσίας για τον «βασικό μέτοχο», για το ασυμβίβαστο, δηλαδή, της ιδιότητας του εργολάβου δημοσίων έργων και ιδιοκτήτη ΜΜΕ. Αφού θεσπίστηκε διάταξη στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ο πρώτος εφαρμοστικός νόμος, του 2002 (επί ΠΑΣΟΚ), κρίθηκε αντισυνταγματικός. Η κυβέρνηση ΝΔ που προέκυψε το 2004, με υπουργό Εσωτερικών τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο, έφερε νέο νόμο για το θέμα, ως βασική εκπλήρωση των προεκλογικών υποσχέσεων για «επανίδρυση του κράτους». Ο νόμος συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση της Ε.Ε. και άλλαξε τάχιστα σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο. Πρόδρομη συμπεριφορά, όμοια με αυτήν που επέδειξε λίγο αργότερα η χώρα απέναντι στα μνημόνια!

Στη διάρκεια της θητείας του ο κ. Παυλόπουλος λοιδορήθηκε αρκετά για τις δηλώσεις του εναντίον «του Μινώταυρου του νεοφιλελευθερισμού» και κατακρίθηκε για την παρουσία και τη στάση του κατά την επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, κ. Ερντογάν, στην Αθήνα. Αμφότερα, όμως, ταίριαζαν απόλυτα με τις αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες της κυβέρνησης που τον εξέλεξε και ειδικά το πρώτο και με τις αντιλήψεις μεγάλου μέρους της τότε αντιπολίτευσης. Ουδεμία πρωτοτυπία.

Στο τέλος της θητείας του ο κ. Παυλόπουλος έκανε μια κίνηση με ιδιαίτερη σημασία. Αρνήθηκε, παραμονές των εκλογών του 2019, να υπογράψει τον διορισμό της νέα ηγεσίας του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-προθύμων και ολίγον ΑΝΕΛ. Τυπικά, είχε το δικαίωμα να υπογράψει. Η άρνησή του ίσως ήταν, σε προσωπικό επίπεδο, η «χάρη» προς την επελαύνουσα ΝΔ, προκειμένου να του δώσει δεύτερη θητεία. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση Παπαγγελόπουλου που ερευνάται από την Προανακριτική της Βουλής, σε συνδυασμό με την κωλυσιεργία της τότε ηγεσίας να διερευνήσει τις καταγγελίες (ουσιαστικά μήνυση) του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ι. Αγγελή για παρατυπίες στη διερεύνηση του λεγόμενου «σκανδάλου Novartis», δίνουν αναδρομικά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στη συγκεκριμένη κίνηση. Η άρνηση του Προέδρου να υπογράψει τον διορισμό της νέας ηγεσίας αδίκησε ίσως τα πρόσωπα που τότε επελέγησαν, αλλά πολιτικά «ράπισε» τον ΣΥΡΙΖΑ, ως μη ενδεχομένως όφειλε.

Η τοποθέτηση Μητσοτάκη, το 2015, για τη θέση της χώρας στην Ε.Ε. κατέστη εμφανής με το καλημέρα της πρωθυπουργίας του. Εγκαταλείφθηκε τάχιστα κάθε πολιτική αντίθεσης και επίκρισης και εγκαινιάστηκε μια πολιτική δυναμικής και άμεσης συνεργασίας, με εμφανή την προσπάθεια του Έλληνα πρωθυπουργού να βρεθεί μέχρι και στην πρωτοπορία ορισμένων από τις βασικές πολιτικές της Ε.Ε., με ταυτόχρονη διακήρυξη ότι η χώρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις. Ανάκτηση αξιοπιστίας λέγεται και δεν είναι εύκολη δουλειά. Προφανής στόχος στο ξεκίνημα η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και η μεγιστοποίηση εισερχόμενων πόρων.

Επίσημος στόχος της ένταξής μας στην τότε ΕΟΚ, ήδη Ε.Ε., ήταν και η θωράκιση της χώρας έναντι εξωτερικών απειλών. Το αποτέλεσμα φάνηκε εξαιρετικά απτό με την έλευση των Ευρωπαίων στον Έβρο. Φάνηκε και από την ευθυγράμμιση των θέσεων των εκπροσώπων της Ε.Ε., της Γερμανίδας καγκελαρίου και του Έλληνα πρωθυπουργού, μαζί με τη μαζική στήριξη των λοιπών ηγετών, απέναντι στην Τουρκία. Μπορεί κάποιοι να μην είναι απόλυτα ευχαριστημένοι, αλλά αυτή τη φορά η χώρα εισακούστηκε σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι μόνο τα όπλα που θα σταματήσουν τον γείτονα. Η δύναμη της Ε.Ε. θα αποτελέσει το μεγάλο ανάχωμα. Όπως και η ένταξη της χώρας, με τρόπο δημιουργικό, στο διεθνές παίγνιο συσχετισμών και ισχύος. Με τήρηση των συμφωνηθέντων και δυναμικό «πάρε δώσε». Στη διεθνή σκηνή απαιτείται πραγματισμός και όχι ατέρμονη θεωρητικολογία και ηθικολογία.

Ελάχιστοι θυμήθηκαν μία ακόμη τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που συνόδευσε τότε, το 2015, τις τρεις αιτιολογίες: «Πίστευα πάντα ότι στη δεδομένη χρονική συγκυρία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν καλύτερο να μην είναι πολιτικό πρόσωπο. Φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιλέξει μια σπουδαία Ελληνίδα ή έναν σπουδαίο Έλληνα από την κοινωνία των πολιτών για να σηματοδοτήσει πράγματι την ελπίδα ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στην πατρίδα μας».

Το είπε το 2015, το υλοποίησε ο ίδιος το 2020, με την ψήφο και του ΣΥΡΙΖΑ. Αποδεικνύοντας ότι υπάρχει βάθος πολιτικής σκέψης, προγραμματισμός και επίμονο κυνήγι του στόχου. Ότι και η εκλογή Προέδρου μπορεί τελικά να σηματοδοτεί μια βαθιά και ουσιαστική πολιτική διεργασία, όπως ακριβώς της αξίζει.