Ο κορονοϊός φέρνει γεωπολιτικές εντάσεις - Free Sunday
Ο κορονοϊός φέρνει γεωπολιτικές εντάσεις

Ο κορονοϊός φέρνει γεωπολιτικές εντάσεις

Η άποψη σύμφωνα με την οποία θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε ένα είδος διεθνούς κανονικότητας σε διάστημα μερικών μηνών μοιάζει υπερβολικά αισιόδοξη.

Δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη της πανδημίας και από τη στιγμή που δεν έχουμε τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις δεν μπορούμε να κάνουμε ακριβείς οικονομικές και πολιτικές εκτιμήσεις.

Το χειρότερο είναι ότι η πανδημία δημιουργεί νέα προβλήματα σε χώρες που δοκιμάζονται και προκαλεί οικονομικές και πολιτικές εντάσεις μεταξύ των κρατών που δέχονται μεγάλη πίεση.

Το ζήτημα, λοιπόν, έχει εκτός από την υγειονομική-επιστημονική διάσταση και μια γεωστρατηγική διάσταση. Αν υπάρξουν νέα προβλήματα σε χώρες γεωστρατηγικής σημασίας ή δημιουργηθούν εντάσεις μεταξύ τους, τότε η επιστροφή σε κάποιου είδους κανονικότητα, μετά τη λήξη της υγειονομικής απειλής, θα γίνει πιο δύσκολη.

Η πανδημία

Στο Ιράν παρατηρείται γρήγορη και επικίνδυνη διάδοση του κορονοϊού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (Πέμπτη 26/3), έχουμε 29.406 κρούσματα και 2.234 θανάτους. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης υποβαθμίζει σκόπιμα τις συνέπειες του κορονοϊού.

Στο Ιράκ η εξέλιξη του κορονοϊού είναι ακόμη σε αρχική φάση, με 382 κρούσματα και 36 θανάτους. Οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 900 κρούσματα και 2 θάνατοι για τη Σαουδική Αραβία και 2.433 κρούσματα και 59 θάνατοι για την Τουρκία.

Χώρες με ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Συρία, που βρίσκεται στον ένατο χρόνο του εμφυλίου, ο Λίβανος, που αντιμετωπίζει μεγάλη οικονομική κρίση και υπερσυγκέντρωση προσφύγων και μεταναστών, τα παλαιστινιακά εδάφη και η Λιβύη, έχουν καταγράψει τα πρώτα κρούσματα και όλοι αναρωτιούνται τι θα γίνει όταν αυξηθούν θεαματικά τα κρούσματα και οι θάνατοι. Πρόκειται για χώρες που δεν έχουν επαρκή συστήματα υγείας και ο κορονοϊός μπορεί να μετατραπεί σε πρόσθετο παράγοντα αποσταθεροποίησης.

Οικονομικά σύννεφα

Εντυπωσιακή είναι η επίδραση της πανδημίας του κορονοϊού στα οικονομικά της Σαουδικής Αραβίας. Πρόκειται για τη χώρα με τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου και τις μεγαλύτερες εξαγωγές «μαύρου χρυσού», γεγονός που την καθιστά πρωταγωνιστή στον ΟΠΕΚ και γενικότερα στη διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς πετρελαίου.

Ο κορονοϊός χτύπησε διεθνώς τη ζήτηση για πετρέλαιο, εφόσον προκάλεσε μεγάλη μείωση στην παραγωγή, στις μεταφορές και στην κατανάλωση.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ξέσπασε πόλεμος τιμών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, Ρωσίας και αμερικανικών εταιρειών που παράγουν πετρέλαιο από σχιστολιθικά πετρώματα. Στις 31 Μαρτίου λήγει η τριετής συμφωνία ΟΠΕΚ-Ρωσίας για τον έλεγχο της παραγωγής ώστε να μην προκληθεί πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και των εσόδων των πετρελαιοεξαγωγικών κρατών. Σαουδική Αραβία και Ρωσία δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν για τη συνέχεια, ενώ οι Ρώσοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου θα έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τις αμερικανικές εταιρείες που παράγουν πετρέλαιο από σχιστολιθικά πετρώματα. Τα τελευταία χρόνια έχουν κατακτήσει σημαντικό μερίδιο της διεθνούς αγοράς, αλλά, επειδή είναι υπερχρεωμένες, δύσκολα θα αντέξουν μια μεγάλη πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου.

Σε αυτή τη φάση Σαουδάραβες και Ρώσοι προτιμούν να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της διεθνούς αγοράς και να δουν τη διεθνή τιμή του πετρελαίου και τα έσοδά τους να περιορίζονται.

Οι δύο χώρες έχουν δημιουργήσει, από τα έσοδα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, εθνικά επενδυτικά ταμεία με κεφάλαια της τάξης των 450-500 δισ. δολαρίων. Εκτιμούν, λοιπόν, ότι μπορούν να καλύψουν οποιαδήποτε πτώση εσόδων τα επόμενα χρόνια μέσω αυτών των επενδυτικών ταμείων.

Ανεξάρτητα πάντως από τη θεωρία, το οικονομικό και πολιτικό πλήγμα από τον κορονοϊό και τον σχετικό πόλεμο τιμών στη διεθνή αγορά πετρελαίου είναι σημαντικό για τη Σαουδική Αραβία. Το πετρέλαιο τύπου Brent κατρακύλησε σε διάστημα λίγων μηνών από τα 70 δολάρια το βαρέλι στην περιοχή των 25-30 δολαρίων, ενώ πολλοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να βρεθεί το αμέσως επόμενο διάστημα κάτω από τα 20 δολάρια.

Ο πόλεμος τιμών που βρίσκεται σε εξέλιξη υποχρέωσε ήδη τη Σαουδική Αραβία να προχωρήσει σε μια πρώτη μείωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020 κατά 13,2 δισ. δολάρια. Εκτιμάται ότι για να καλύψει πλήρως τις χρηματοδοτικές της ανάγκες η Σαουδική Αραβία χρειάζεται μια διεθνή τιμή του πετρελαίου της τάξης των 80-90 δολαρίων το βαρέλι. Υπολογίζεται ότι για κάθε πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά 10 δολάρια οι χώρες του Κόλπου χάνουν από 2%-4% του ΑΕΠ τους.

Η πτώση της τιμής του πετρελαίου δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην εφαρμογή του προγράμματος «Όραμα 2030», το οποίο στηρίζεται στην προσέλκυση τεράστιων ξένων επενδύσεων και στον μετασχηματισμό της οικονομίας της Σαουδικής Αραβίας, ώστε να περιοριστεί η εξάρτησή της από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Πολιτικά προβλήματα

Η Σαουδική Αραβία είναι σε φάση μετάβασης, με τον πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν να προσπαθεί από το 2017, οπότε αναγνωρίστηκε επίσημα ως ο διάδοχος του βασιλιά Σαλμάν, να επιβάλει τον πλήρη πολιτικό έλεγχο στους διάφορους κλάδους του οίκου του Σαούντ.

Πρόκειται για έναν εξαιρετικά δυναμικό τριαντάρη ηγέτη, ο οποίος όμως δεν έχει όρια στη φιλοδοξία και στις κινήσεις του.

Επενδύει στον ανταγωνισμό με το αντίπαλο Ιράν, το οποίο δεν έχει τα οικονομικά μέσα της Σαουδικής Αραβίας αλλά έχει ένα καλύτερα οργανωμένο καθεστώς που ενισχύει συνεχώς την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα στο Ιράκ, στη Συρία και στον Λίβανο.

Ο πρίγκιπας-διάδοχος προχώρησε και στην κλιμάκωση του πολέμου που διεξάγει συνασπισμός αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας κατά των ανταρτών Χούτι, οι οποίοι ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της Υεμένης. Ο πόλεμος όμως δεν πηγαίνει καλά για τη Σαουδική Αραβία. Η πολεμική αεροπορία και τα στρατεύματά της κατηγορούνται για μεθόδους που παραπέμπουν σε εγκλήματα πολέμου, το κόστος είναι τεράστιο και τα συμμαχικά στρατεύματα έχουν μεγάλες απώλειες και υποχωρούν μπροστά στις δυνάμεις των ανταρτών Χούτι.

Με πρωτοβουλία του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν επιβλήθηκε και αποκλεισμός από τη Σαουδική Αραβία στο Κατάρ, με το σκεπτικό ότι η μοναρχία του λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για τη Σαουδική Αραβία μέσω του ελεγχόμενου από αυτήν τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera και πως έχει υπερβολικά καλές σχέσεις με το αντίπαλο Ιράν.

Το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, μια μορφή απολυταρχικής μοναρχίας με ισλαμιστική διάσταση, θεωρείται σταθερό και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της κριτικής, πολύ περισσότερο οποιασδήποτε μορφής αντιπολίτευσης. Είναι φανερό όμως ότι οι οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες μεγαλώνουν για τη Σαουδική Αραβία και η διάδοση του κορονοϊού σε μια χώρα με τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις και πάρα πολλούς ξένους μετανάστες θα δημιουργήσει μεγάλες εντάσεις. Αυτές δεν θα επιτραπεί να εκφραστούν πολιτικά στο εσωτερικό, μπορεί όμως να οδηγήσουν σε σκληρή οικονομική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, να επιδεινώσουν τις σχέσεις με το Ιράν και το Κατάρ και να κάνουν ακόμη πιο σύνθετη τη διαχείριση της εκστρατείας στην Υεμένη.

Η Υεμένη γνωρίζει μια πρωτοφανή ανθρωπιστική καταστροφή. Τα θύματα του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης ξεπερνούν τις 100.000, ενώ 22 εκατομμύρια κάτοικοι αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους σε τρόφιμα.

Δοκιμασία για το Ιράν

Το σιιτικό Ιράν είναι ο βασικός αντίπαλος της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας στη στρατηγικής σημασίας περιοχή. Το Ιράν έχει χτυπηθεί σκληρά από τον κορονοϊό σε μια περίοδο κατά την οποία αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης ακολουθεί με επιτυχία μια επεκτατική στρατηγική, αξιοποιώντας σοβαρά λάθη στρατηγικής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Η αποσταθεροποίηση του Σαντάμ Χουσεΐν από τους δυτικούς συμμάχους επέτρεψε στο Ιράν να αποκτήσει, μέσα από μια περιπετειώδη και αιματηρή διαδρομή που περιλάμβανε και την προσωρινή επικράτηση του Ισλαμικού Κράτους, τεράστια επιρροή στο Ιράκ, του οποίου ο πληθυσμός αποτελείται κατά τα 2/3 από σιίτες. Οι ελεγχόμενες από το Ιράν σιιτικές πολιτοφυλακές έχουν μετατραπεί σε μια παράλληλη εξουσία στο Ιράκ.

Οι Ιρανοί «φρουροί της επανάστασης» είναι μαζί με τους Ρώσους το βασικό στήριγμα του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, το οποίο έχει μπει στη φάση της τελικής επικράτησης στον εμφύλιο που ξεκίνησε το 2011.

Τεράστια επίσης είναι η επιρροή του Ιράν στον Λίβανο μέσω της ελεγχόμενης από αυτό ισλαμικής οργάνωσης Χεζμπολάχ. Αυτή ανακοίνωσε την κινητοποίηση 25.000 μελών της, στα οποία συμπεριλαμβάνονται πολλοί γιατροί και νοσηλευτές, για την αντιμετώπιση της πανδημίας που έκανε την εμφάνισή της και στον Λίβανο. Με την πρωτοβουλία της αυτή η Χεζμπολάχ έδειξε πως η πανδημία και η αντιμετώπισή της έχουν και πολιτική διάσταση και θα είναι το επόμενο πεδίο αναμέτρησης.

Η επεκτατική στρατηγική της θεοκρατίας του Ιράν έχει τεράστιο κόστος, ενώ η εθνική οικονομία βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας της κατάρρευσης των διεθνών τιμών του πετρελαίου αλλά και του εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ μετά την απόσυρσή τους, με πρωτοβουλία του Προέδρου Τραμπ, από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Σε μια προσπάθεια να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, η κυβέρνηση του Ιράν προχώρησε τον περασμένο Νοέμβριο στον τριπλασιασμό της τιμής της βενζίνης, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αντιδράσεις και κινητοποιήσεις που αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο.

Είναι τέτοια η οικονομική αδυναμία του Ιράν ώστε η κυβέρνηση ξεπέρασε τις ιδεολογικές και πολιτικές επιφυλάξεις της και ζήτησε δάνειο ύψους 5 δισ. δολαρίων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ηγεσία της χώρας θεωρεί ότι με τον τρόπο που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ το οικονομικό εμπάργκο, το Ιράν αδυνατεί να προμηθευτεί στη διεθνή αγορά το αναγκαίο ιατροφαρμακευτικό υλικό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κορονοϊού.

Ο ανώτατος ηγέτης της χώρας, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, έχει κατηγορήσει δημόσια τις ΗΠΑ ότι ευθύνονται για την παραγωγή του κορονοϊού και πως ανέπτυξαν στα εργαστήριά τους μια ειδική εκδοχή, προσαρμοσμένη στα γενετικά χαρακτηριστικά των Ιρανών.

Το καθεστώς έχει τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο παρά τις κοινωνικές και λαϊκές αντιδράσεις στην πολιτική του. Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές οδήγησαν στον θρίαμβο των σκληροπυρηνικών υποψηφίων σε βάρος των μετριοπαθών και των σχετικά φιλελεύθερων, που είδαν την επιρροή τους να περιορίζεται δραστικά. Η χαμηλή συμμετοχή, της τάξης του 42%, στις βουλευτικές εκλογές μπορεί να ερμηνευτεί σαν μήνυμα δυσαρέσκειας ή και πολιτικής παραίτησης ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, αλλά οι ειδικού τύπου διαδικασίες, που περιλαμβάνουν τον αποκλεισμό περίπου των μισών υποψηφίων για διάφορους λόγους και την εκτεταμένη νοθεία, ανέδειξαν μια Βουλή με σύνθεση απόλυτα προσαρμοσμένη στις ανάγκες του καθεστώτος. Εκτιμάται ότι οι σκληροπυρηνικοί, υπερσυντηρητικοί βουλευτές ελέγχουν σήμερα τα 3/4 των 290 εδρών της Βουλής, ενώ μετά τις εκλογές του 2016 ήλεγχαν γύρω στο 30% των εδρών. Αντίθετα, οι μετριοπαθείς και μεταρρυθμιστές υποψήφιοι ήλεγχαν μετά τις εκλογές του 2016 γύρω στο 40% των εδρών, ενώ στη Βουλή με τη νέα σύνθεσή της ελέγχουν μόλις το 6% των εδρών.

Η διάδοση του κορονοϊού δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την οικονομική και κοινωνική κατάσταση και μπορεί να οδηγήσει το καθεστώς να υιοθετήσει μια ακόμη πιο επιθετική στρατηγική στο εξωτερικό. Ήδη έχει δώσει γραμμή στις ελεγχόμενες από αυτό σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ να εξαπολύουν συνεχείς επιθέσεις στα στρατεύματα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, ώστε να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Αυτή η τακτική φαίνεται να αποδίδει, με τους Αμερικανούς να εγκαταλείπουν ορισμένες από τις βάσεις και να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στις μεγαλύτερες από αυτές και τους Ευρωπαίους να περιορίζουν τη στρατιωτική τους παρουσία. Η Γαλλία ανακοίνωσε ήδη την «προσωρινή» αποχώρηση των 200 στρατιωτικών που έχει στο Ιράκ, με το σκεπτικό ότι η χώρα πλήττεται από τον κορονοϊό, γεγονός που δημιουργεί μια πρόσθετη απειλή για τη συμβολική γαλλική στρατιωτική παρουσία.

Τα πεδία της αντιπαράθεσης που θα επιλέξει η Τεχεράνη μπορεί να είναι στο Ιράκ, στον Λίβανο, στη Συρία, στην Υεμένη, στα στενά του Ορμούζ ή ακόμη και στη Σαουδική Αραβία, οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της οποίας αποτελούν πάντα στόχο στρατηγικής σημασίας.

Το Ιράκ στην πρέσα

Το Ιράκ έρχεται δεύτερο στις εξαγωγές πετρελαίου μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ και είναι φανερό ότι θα πληγεί από τον πετρελαϊκό πόλεμο τιμών που συνδέεται και με τον κορονοϊό. Οι οικονομικές δυσκολίες συνδυάζονται με τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση που διέρχεται η χώρα από την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν.

Η διαφθορά και η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος προκάλεσαν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις στα τέλη του 2019, τις οποίες οι δυνάμεις ασφαλείας έπνιξαν στο αίμα.

Η κυβέρνηση έπεσε χωρίς να έχει οριστικοποιηθεί το νέο κυβερνητικό σχήμα, οι λαϊκές κινητοποιήσεις εξασθένησαν και με τη βοήθεια του κορονοϊού, ενώ οι ελεγχόμενες από το Ιράν σιιτικές πολιτοφυλακές έχουν μετατραπεί σε ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων. Άλλοτε στηρίζουν τις κινητοποιήσεις για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση, άλλοτε συμβάλλουν στην καταστολή τους για να διαπραγματευτούν καλύτερα με την κυβέρνηση.

Η στρατιωτική ηγεσία του Ιράκ κινδυνεύει με πλήρη απαξίωση εξαιτίας των επιθέσεων των σιιτικών πολιτοφυλακών κατά αμερικανικών και συμμαχικών στόχων, αλλά και της αντίδρασης των Αμερικανών με πλήγματα «χειρουργικής ακρίβειας», τα οποία συχνά προκαλούν θύματα μεταξύ των αμάχων και των ένστολων του Ιράκ. Η Βουλή έχει ζητήσει την απόσυρση από το Ιράκ των συμμαχικών δυνάμεων, τις οποίες είχε προσκαλέσει με κάθε επισημότητα στη χώρα για να εξουδετερώσει την πρόκληση του Ισλαμικού Κράτους.

Το Ιράκ πιέζεται, σε αυτή τη φάση, από δύο πλευρές. Το Ιράν μεγαλώνει, μέσω αυτών που ελέγχει, τη στρατιωτική πίεση που ασκεί και οι Αμερικανοί αναλαμβάνουν αμυντική στρατιωτική δράση παρά τις διαμαρτυρίες των αρχών. Οι περισσότεροι Ιρακινοί δηλώνουν ότι πρέπει να αποσυρθούν όλα τα ξένα στρατεύματα, αμερικανικά, ιρανικά, συμμαχικά, από τη χώρα, χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις.

Η εμφάνιση του κορονοϊού κάνει ακόμη πιο σύνθετη την κατάσταση. Πολλοί από τους προσκυνητές αρνούνται να πειθαρχήσουν στις οδηγίες της κυβέρνησης για περιορισμό των μετακινήσεων και απαγόρευση των συγκεντρώσεων, δηλώνοντας ότι η πίστη τους τους προστατεύει από τον κορονοϊό. Προκαλεί επίσης εντύπωση η διάδοση «πληροφοριών» σύμφωνα με τις οποίες έχει ήδη βρεθεί θεραπεία για τον κορονοϊό και οι πολίτες δεν χρειάζεται να ανησυχούν ιδιαίτερα. Ο συνδυασμός ενός πληθυσμού που δεν έχει σωστή ενημέρωση και δεν πειθαρχεί και ενός συστήματος υγείας που είναι υπό κατάρρευση προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία για τη μελλοντική πορεία της επιδημίας στο Ιράκ.

Προσφυγικό και Τουρκία

Οι μεγάλες δυσκολίες σε χώρες στρατηγικής σημασίας, όπως είναι το Ιράν και το Ιράκ, συνδυάζονται με εντυπωσιακές εξελίξεις στο Αφγανιστάν.

Οι ΗΠΑ ήρθαν σε απευθείας συνεννόηση με τους Ταλιμπάν, σε μια προσπάθεια να προστατέψουν τα στρατεύματά τους από τους πιο επιθετικούς αντάρτες του Ισλαμικού Κράτους. Οι Αμερικανοί παρέκαμψαν ουσιαστικά την πολιτική τάξη της Καμπούλ, η οποία είναι διχασμένη, διεφθαρμένη και αναποτελεσματική. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν ορκιστεί δύο αντίπαλοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, εφόσον οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών.

Ο Πρόεδρος Τραμπ επείγεται να περιορίσει τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Εκτιμά ότι «φέρνοντας τα παιδιά μας πίσω» θα διευκολυνθεί στους προεκλογικούς χειρισμούς του. Μία από τις βασικές υποσχέσεις του είναι ο περιορισμός της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε αναμετρήσεις που δεν οδηγούν πουθενά.

Η συνεννόηση των Αμερικανών με τους Ταλιμπάν φέρνει πιο κοντά την επιστροφή των τελευταίων στην εξουσία και μεγαλώνει τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές από το Αφγανιστάν με πρώτο προορισμό το Ιράν.

Στο Ιράν βρίσκονται ήδη 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες, πολλοί από τους οποίους επιδιώκουν να προωθηθούν στην Τουρκία και στη συνέχεια σε Ελλάδα, Ε.Ε.

Τα πρόσφατα επεισόδια στον Έβρο έδειξαν ότι στο μείγμα προσφύγων και μεταναστών που προωθούσαν οι τουρκικές αρχές στα σύνορα με την Ελλάδα είχαν κυρίαρχη παρουσία οι Αφγανοί και οι Ιρανοί. Η πανδημία προκαλεί νέα προβλήματα σε σχέση με τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα, εφόσον ο κορονοϊός αναπτύσσεται δυναμικά στο Ιράν και οι Αφγανοί προωθούνται σε Τουρκία, Ελλάδα μέσω Ιράν.

Η Τουρκία έχει την ευθύνη της οργάνωσης ενός νέου εκβιασμού σε βάρος της Ε.Ε. που στηρίζεται στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι και η ίδια δέχεται τεράστια πίεση από το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Η επιδείνωση της κατάστασης σε Ιράν, Αφγανιστάν και Ιράκ ενισχύει τις ροές προς την Τουρκία, ενώ η αποτυχημένη τουρκική εκστρατεία στη Συρία έχει δημιουργήσει ένα νέο προσφυγικό ρεύμα, της τάξης του ενός εκατομμυρίου, που ξεκινάει από την περιοχή της Ιντλίμπ στη Συρία με κατεύθυνση τα σύνορα με την Τουρκία.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό γίνεται πιο βασανιστικό για την Τουρκία και συνδυάζεται πλέον με την πανδημία του κορονοϊού. Στην αρχή οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την απειλή του κορονοϊού, ενώ τώρα, που πλήττεται καίρια η τουρκική οικονομία, ο Πρόεδρος Ερντογάν προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Τουρκία θα αφήσει πίσω της την κρίση του κορονοϊού σε διάστημα λίγων εβδομάδων.

Εφαρμόζοντας μια επεκτατική νεο-οθωμανική στρατηγική, ο Ερντογάν προσπάθησε να μετατρέψει την Τουρκία σε ισχυρό περιφερειακό παίκτη που θα όριζε τις εξελίξεις από τη Συρία μέχρι την Κύπρο και από τον Έβρο και το Αιγαίο μέχρι τη Λιβύη. Η Τουρκία αποκτά σιγά σιγά την εικόνα του μεγάλου περιφερειακού ασθενούς, με τη στρατηγική της στη Συρία να της δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που της λύνει, την οικονομία της να δοκιμάζεται και τη χώρα να μην έχει σοβαρή στρατηγική αντιμετώπισης του κορονοϊού.

Όσο επικίνδυνη είναι για τα συμφέροντά μας μια ισχυρή Τουρκία με μεγάλες φιλοδοξίες, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι μια Τουρκία που δέχεται μεγάλη πίεση, αντιμετωπίζει ολοένα μεγαλύτερα προβλήματα και γνωρίζει απογοητεύσεις.

Το Μαξίμου προεξοφλεί ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή της άσκησης πιέσεων μέσω του προσφυγικού-μεταναστευτικού σε Ελλάδα και Ε.Ε., των προκλήσεων στο Αιγαίο και της αμφισβήτησης της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Όχι από θέση ισχύος αλλά από θέση αδυναμίας, αλλά αυτό δεν μας λύνει το πρόβλημα, εφόσον θα πρέπει να δείξουμε την ίδια αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα έναντι των μεθοδεύσεων της Άγκυρας.