«Μπετόν αρμέ» το «όχι» στο ευρωομόλογο - Free Sunday
«Μπετόν αρμέ» το «όχι» στο ευρωομόλογο
Μόνο αλλαγή στάσης της Γερμανίας θα οδηγούσε στην άρση του αδιεξόδου.

«Μπετόν αρμέ» το «όχι» στο ευρωομόλογο

Το θέμα της έκδοσης ευρωομολόγου –ειδικά για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορονοϊού– διχάζει, για μία ακόμη φορά, την Ευρωζώνη.

Η Ελλάδα συμμετέχει στην ομάδα των εννέα κρατών-μελών της Ευρωζώνης που διεκδικούν την έκδοση ευρωομολόγου για να περιοριστούν οι συνέπειες της κρίσης.

Όπως φάνηκε και στο Eurogroup της περασμένης Πέμπτης, η υπόθεση του ευρωομολόγου δεν προχώρησε, απλώς συμφωνήθηκε να συζητηθεί στο μέλλον, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η λειτουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης, με τους αντιπάλους του ευρωομολόγου να μένουν σταθεροί στις θέσεις τους.

 

Ισχυρά επιχειρήματα

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης πρωταγωνιστεί στη διεκδίκηση του ευρωομολόγου μαζί με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, Κόντε, και τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, Σάντσεθ.

Η στάση Μακρόν είναι πιο διακριτική, υποστηρίζει το αίτημα. Ταυτόχρονα, όμως, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ, φροντίζει να κρατάει σε πολύ καλό επίπεδο τη συνεννόηση με τον Γερμανό ομόλογό του, Όλαφ Σολτς.

Η επιχειρηματολογία υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου είναι πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι κατά την προηγούμενη οικονομική κρίση της Ευρωζώνης.

Πρώτον, οι δυσκολίες δεν έχουν σχέση με χαλαρή δημοσιονομική διαχείριση ή «φούσκα» στην αγορά ακινήτων, όπως το 2008-2009, αλλά με τον κορονοϊό, μια απρόβλεπτη μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία.

Δεύτερον, τα κράτη-μέλη που ήταν δημοσιονομικά χαλαρά πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 έχουν πίσω τους μία δεκαετία αυστηρής προσαρμογής. Μπορεί να μην έχουν μειώσει το δημόσιο χρέος προς το επίπεδο του 60% του ΑΕΠ που προβλέπουν οι κανόνες της ΟΝΕ, έχουν όμως όλα τα πιστοποιητικά καλής δημοσιονομικής συμπεριφοράς.

Είναι επίσης φανερό ότι πρέπει να υποστηριχθούν οικονομικά, γιατί η επιστροφή σε περίοδο ανελέητης λιτότητας μπορεί να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτικές περιπέτειες.

Τρίτον, το βασικό δίδαγμα της προηγούμενης κρίσης είναι ότι μια γρήγορη αντιμετώπιση έχει μικρότερο κόστος, ενώ οι αρχικοί δισταγμοί και οι οικονομίες –όπως μετά την κρίση του 2008-2009– οδηγούν, σε τελική ανάλυση, σε μεγαλύτερο λογαριασμό.

Η επιχειρηματολογία υπέρ του ευρωομολόγου είναι βάσιμη, αλλά ελάχιστοι θεωρούν ότι θα σπάσει το μπλόκο του «όχι».

Η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία επιμένουν, ενώ υποστηρίζονται πιο διακριτικά από τη Σλοβακία και τις Δημοκρατίες της Βαλτικής.

Μόνο η αλλαγή στάσης της Γερμανίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην άρση του αδιεξόδου και στην πολυπόθητη έκδοση του ευρωομολόγου. Αυτή, όμως, θεωρείται ελάχιστα πιθανή.

 

Κυριαρχία Μέρκελ

Η καγκελάριος Μέρκελ έχει απορρίψει κατά το παρελθόν την έκδοση ευρωομολόγου. Υπάρχουν μάλιστα δηλώσεις της σύμφωνα με τις οποίες, όσο είναι στην εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει αμοιβαιοποίηση του χρέους, με τη μορφή ευρωομολόγου.

Στη Γερμανία παρατηρείται ένα πολιτικό παράδοξο. Η περίοδος Μέρκελ φτάνει στο τέλος της, εφόσον έχει παραιτηθεί από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και έχει δηλώσει ότι δεν θα κατέβει στις εκλογές του 2021.

Πριν από την κρίση του κορονοϊού η καγκελάριος είχε την εικόνα μιας σημαντικής προσωπικότητας που εμφάνιζε έντονα τα σημάδια της πολιτικής κόπωσης. Η κρίση, όμως, την αναζωογόνησε. Οι Γερμανοί εκτιμούν τη σύνεση, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της και συσπειρώνονται γύρω της για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη απειλή του κορονοϊού για τη δημόσια υγεία και την οικονομία.

Τα ποσοστά δημοτικότητάς της έχουν εκτοξευτεί, ενώ η εντυπωσιακή της ανάκαμψη ενισχύει δημοσκοπικά και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν υποχωρήσει προς το 27% και είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από τους Πράσινους, οι οποίοι κατέγραφαν ποσοστά της τάξης του 22% με ανοδική τάση.

Τώρα οι Χριστιανοδημοκράτες είναι πάνω από το 35%, με τους Πράσινους να έχουν πέσει αρκετά κάτω από το 20%.

 

Εξηγώντας το «όχι»

Το «όχι» της Μέρκελ στο ευρωομόλογο αποκτά ιδιαίτερη σημασία τώρα, που είναι ξανά πολιτικά κυρίαρχη. Στηρίζεται σε λόγους τακτικής, αλλά και στρατηγικής.

Η καγκελάριος δεν θέλει να δώσει πολιτική ευκαιρία στην ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία αναπτύσσει ήδη εκστρατεία κατά του ευρωομολόγου, με το σκεπτικό ότι θα υπάρξει αφαίμαξη του Γερμανού φορολογουμένου για να χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματα άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Η Εναλλακτική για τη Γερμανία δημιουργήθηκε ως αντίδραση στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας και άλλων κρατών της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Πλησίασε, αλλά δεν έφτασε το όριο του 5% που εξασφαλίζει εκπροσώπηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας. Η μεγάλη ώρα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία σήμανε με την απόφαση της Μέρκελ να ανοίξει τα σύνορα και την κοινωνία της Γερμανίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες το 2015-2016, για να αποτραπεί μια μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστική κρίση. Η γερμανική άκρα Δεξιά ενίσχυσε εντυπωσιακά τη θέση της και έχει πλέον ρόλο κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκτός από την Εναλλακτική για τη Γερμανία, και η βαυαρική Χριστιανοκοινωνική Ένωση, το αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στον κυβερνητικό συνασπισμό, αντιτίθεται στην έκδοση ευρωομολόγου, θεωρώντας πως δεν χρειάζεται και ότι είναι αντιπαραγωγική.

Επιπλέον, και η δεξιά πτέρυγα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή της στο ευρωομόλογο. Επειδή το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται σε διαδικασία συνεδρίου για την εκλογή της νέας ηγεσίας, η καγκελάριος δεν θέλει να δημιουργήσει εσωκομματική αναταραχή με μια απόφαση υπέρ του ευρωομολόγου. Ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Σολτς στηρίζει τη θέση της καγκελαρίου, ενώ δεν δέχεται πίεση υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου από το κόμμα του. Πολλοί Σοσιαλδημοκράτες –όπως ο πρώην πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Γκάμπριελ– και πολλοί ευρωβουλευτές τάσσονται υπέρ του ευρωομολόγου, αλλά αυτό δεν δεσμεύει την ηγεσία.

Ο Σολτς ηττήθηκε στη μάχη της ηγεσίας από τον Μπόργιανς, ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας, αλλά κι αυτός δεν παρεμβαίνει υπέρ του ευρωομολόγου. Τονίζει ότι πρέπει να υπάρξουν γρήγορες αποφάσεις για ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας, μεταθέτοντας την εξέταση του θέματος του ευρωομολόγου στο απροσδιόριστο μέλλον.

Στη Γερμανία μόνο η Αριστερά και οι Πράσινοι στηρίζουν ειλικρινά την έκδοση του ευρωομολόγου, αλλά η θέση τους δεν κερδίζει ψήφους. Σε συνθήκες κρίσης, τα ποσοστά των Πρασίνων υποχωρούν, ενώ η Αριστερά βρίσκεται σταθερά στην εκλογική γωνία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δύο στους τρεις Γερμανούς απορρίπτουν την έκδοση ευρωομολόγου. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, η καγκελάριος δεν έχει κανέναν λόγο να αλλάξει στάση. Άλλωστε, η αντίθεσή της στην έκδοση ευρωομολόγου δεν έχει σχέση μόνο με την πολιτική συγκυρία αλλά και με την πεποίθησή της ότι θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε. Θα προκαλούσε αύξηση του γερμανικού δημόσιου χρέους, το οποίο έχει συμπιεστεί στο 60% του ΑΕΠ, αλλά τώρα θα ακολουθήσει ανοδική πορεία εξαιτίας ενός φιλόδοξου προγράμματος στήριξης της οικονομίας, το συνολικό κόστος του οποίου μπορεί να φτάσει το 1 τρισ. ευρώ. Το «όχι» της Μέρκελ συνδέεται και με την εκτίμηση ότι η αμοιβαιοποίηση του χρέους με γερμανική εγγύηση θα οδηγήσει στη χαλάρωση της προσπάθειας ορισμένων κρατών της Ευρωζώνης να βάλουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά τους και να προχωρήσουν στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές.

Δεν προκύπτει από πουθενά, λοιπόν, ότι η Μέρκελ μπορεί να αλλάξει στάση και να πει το μεγάλο «ναι» στο ευρωομόλογο.

 

Στον ρόλο του κακού

Οι Γερμανοί, πάντως, δεν αρνούνται την ανάγκη μιας κοινής προσπάθειας για τη στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και δηλώνουν πρόθυμοι να αναλάβουν πρόσθετες υποχρεώσεις. Θέλουν να το κάνουν όμως με στοχευμένα μέτρα και υπό προϋποθέσεις και όχι με τη χωρίς όρους άφθονη χρηματοδότηση μέσω ευρωομολόγου.

Εκτός από τη βασική αντίρρηση που έχουν, τους προβληματίζει η χρήση των χρημάτων που μπορεί να κάνουν κυβερνητικά κόμματα όπως το Podemos στην Ισπανία και ενδεχομένως στο μέλλον η Λέγκα στην Ιταλία.

Η άρνηση των Γερμανών είναι πάντα αξιοπρεπής και κάνουν προσπάθεια να την εμφανίσουν και ως δημιουργική. Τον ρόλο του κακού στο θέμα του ευρωομολόγου έχει αναλάβει η Ολλανδία, η οποία συχνά υπερασπίζεται το «όχι» με δυναμικό ή και προσβλητικό, για τα κράτη της Ευρωζώνης που υποστηρίζουν το ευρωομόλογο, τρόπο.

Η Ολλανδία έχει μια εξαιρετικά εξωστρεφή, παγκοσμιοποιημένη οικονομία και η κυρίαρχη αντίληψη της πολιτικής της τάξης είναι πολύ κοντά σε εκείνη που οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στο Brexit. Επιδιώκει τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των Ολλανδών φορολογουμένων από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και γι’ αυτό επιμένει στον περιορισμό του στο 1% του ΑΕΠ των 27 κρατών-μελών. Υποτίθεται ότι με αυτόν τον εξαιρετικά περιορισμένο προϋπολογισμό θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε την πράσινη μετάβαση, την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, την CAP, τις παραδοσιακές πολιτικές σύγκλισης, ακόμη και την αντιμετώπιση των φοβερών οικονομικών συνεπειών του κορονοϊού.

Πίσω από το «όχι» των Ολλανδών στην αναγκαία αύξηση των οικονομικών πόρων της Ε.Ε. κρύβεται μια στρατηγική που στηρίζεται στην αξιοποίηση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς για να υποστηριχθεί η επιτυχημένη παγκοσμιοποίηση της ολλανδικής οικονομίας με όσο το δυνατόν λιγότερες ευρωπαϊκές υποχρεώσεις.

Οι Ολλανδοί για να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους προβάλλουν τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο», σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να βρεθούν στην ανάγκη να πληρώσουν για τις δημοσιονομικές, οικονομικές αμαρτίες των άλλων. Προς το παρόν, πάντως, οι άλλοι πληρώνουν τη μετατροπή της Ολλανδίας σε φορολογικό παράδεισο που στερεί από τους Ευρωπαίους εταίρους πολύτιμες επενδύσεις και φορολογικά έσοδα. Οι Ολλανδοί εναντιώνονται δυναμικά σε κάθε προσπάθεια φορολογικής εναρμόνισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο να περιοριστεί η νόμιμη φοροαποφυγή των πολυεθνικών επιχειρήσεων και να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Φιλελεύθερος πρωθυπουργός Ρούτε απορρίπτει την έκδοση του ευρωομολόγου, γνωρίζοντας ότι έχει την υποστήριξη του τετραμελούς κυβερνητικού συνασπισμού, της πλειοψηφίας της Βουλής, όπως και της ολλανδικής κοινής γνώμης.

Ο Ρούτε ηγείται τετρακομματικού κυβερνητικού συνασπισμού που αποτελείται από το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), που πήρε 14,6% στις τελευταίες εκλογές με αυτόν επικεφαλής, το Χριστιανοδημοκρατικό Κάλεσμα (CDA), το κεντρώο κόμμα Δημοκράτες 66 και τη Χριστιανική Ένωση.

Πρόκειται για έναν κεντροδεξιό κυβερνητικό συνασπισμό που δέχεται πίεση από τα δεξιά του, από το Φόρουμ για τη Δημοκρατία και το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας του Βίλντερς. Τα δύο τελευταία έχουν μια δύναμη της τάξης του 15%-16%, είναι δυναμικά υπέρ της λιγότερης Ευρώπης και φλερτάρουν με την ιδέα της αποχώρησης της Ολλανδίας από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Θεωρούν ότι κάθε ευρώ του Ολλανδού φορολογουμένου που καταλήγει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είναι χαμένο και είναι φανερό ότι η πολιτική τους ατζέντα επηρεάζει την κυβερνητική πολιτική.

Πάντως, ούτε το Εργατικό Κόμμα, το οποίο είναι η σημαντικότερη δύναμη της αντιπολίτευσης, ασκεί πίεση υπέρ του ευρωομολόγου.

Αυτός που εξαγριώνει τους υποστηρικτές του ευρωομολόγου στον Νότο είναι ο υπουργός Οικονομικών (CDA), Βόπκε Χούκστρα. Είναι ένας δυναμικός 45άρης με τέσσερα παιδιά και προφίλ μάνατζερ. Επί χρόνια στέλεχος της McKinsey, αντικατέστησε τον Οκτώβριο του 2017 στο υπουργείο Οικονομικών τον προερχόμενο από το Εργατικό Κόμμα, γνωστό από τα ελληνικά μνημόνια, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Ο Χούκστρα φαίνεται ότι ζήλεψε τη δόξα του προκατόχου του, ο οποίος είχε δηλώσει ότι οι Έλληνες μπορεί να φάγαμε τα λεφτά σε… γυναίκες και ξενύχτια. Ο κεντροδεξιός αντικαταστάτης του λέει σταθερά «όχι» σε κάθε πρωτοβουλία υπέρ περισσότερης Ευρώπης. Έχει εναντιωθεί στον προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη, στον διορισμό «υπουργού» για το σύνολο της Ευρωζώνης, όπως και στην ασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Είναι προσωπικότητα που ασκεί ευρύτερη επιρροή. Γι’ αυτό όταν φάνηκε, τον Ιούνιο του 2018, ότι η Γαλλία και η Γερμανία μπορεί να προωθούσαν τη μεταρρύθμιση και την ενίσχυση της Ευρωζώνης, οργάνωσε τη συνεργασία κρατών-μελών που είναι αντίθετα σε αυτή την εξέλιξη, στο πλαίσιο της λεγόμενης «νέας χανσεατικής λίγκας».

Τον Ιανουάριο του 2019 άσκησε κριτική στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή επειδή απέφυγε να κινήσει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σε βάρος της Ιταλίας. Επανήλθε πρόσφατα ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει γιατί πολλά από τα κράτη που τάσσονται υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου εξακολουθούν να έχουν υπερβολικό χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα.

Οι παρεμβάσεις του προκάλεσαν την έκρηξη του Σοσιαλιστή πρωθυπουργού της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα, ο οποίος δήλωσε πως «αυτή η επαναλαμβανόμενη μικρότητα υπονομεύει πλήρως αυτό που πρέπει να είναι το πνεύμα της Ε.Ε.».

Η Ολλανδία ειδικεύεται στον ρόλο του «κακού» στο μπλοκ των αντιπάλων του ευρωομολόγου. Φαίνεται απόλυτα ικανοποιημένη με την επιλογή της και μόνο ένα άδειασμα από τη Γερμανία –το οποίο δεν προβλέπεται– θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο ήπια στάση.

 

Αρνητικός και ο Κουρτς

Σταθερά αρνητικός στο θέμα του ευρωομολόγου είναι και ο κεντροδεξιός καγκελάριος της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς. Πήρε την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος τον Μάιο του 2017, σε ηλικία 29 ετών. Το ανανέωσε, έδωσε τα δικά του πολιτικά χαρακτηριστικά, ανέτρεψε τα προγνωστικά και επικράτησε στις βουλευτικές εκλογές του 2017 με 31,5%.

Από τον Δεκέμβριο του 2017 μέχρι τον Μάιο του 2019 κυβέρνησε με το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας στη βάση ενός κυβερνητικού προγράμματος που απέκλειε οποιαδήποτε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της Αυστρίας για την καλύτερη λειτουργία της Ε.Ε.

Σήμερα ο Κουρτς ηγείται κυβερνητικού συνασπισμού με τους Πράσινους. Θριάμβευσε στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου με 37,5%, ενώ η άκρα Δεξιά υποχώρησε από το 26% στο 16,2% εξαιτίας σκανδάλων διαφθοράς, αλλά και επειδή ο Κουρτς πραγματοποίησε εντυπωσιακή διείσδυση στον πολιτικό της χώρο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υποχώρησε από το 26,9% στο 21,2%, ενώ οι Πράσινοι, εκφράζοντας τη δυναμική της εποχής, απογειώθηκαν από το 3,8% στο 13,9%.

Η συνεργασία κεντροδεξιάς και Πρασίνων, την οποία επέλεξε ο Κουρτς, θεωρείται ένα ενδιαφέρον πείραμα, που μπορεί να επηρεάσει και τις μελλοντικές εξελίξεις στη Γερμανία. Οι βασικές θέσεις, όμως, του Κουρτς και του Λαϊκού Κόμματος παραμένουν οι ίδιες, ανεξάρτητα από το αν συνεργάζονται με την άκρα Δεξιά ή τους Πράσινους.

Το «όχι» στο ευρωομόλογο δείχνει σταθερό και αδιαπραγμάτευτο. Δεν υπάρχουν στην Αυστρία πολιτικές δυνάμεις που θα δώσουν μάχη υπέρ του ευρωομολόγου, ενώ η κοινή γνώμη είναι διαμορφωμένη στην κατεύθυνση της αντίθεσης στο ευρωομόλογο.

 

Φινλανδική παγωνιά

Πιο σκληρό κι από εκείνο της Ολλανδίας μοιάζει το «όχι» της Φινλανδίας στο ευρωομόλογο. Οι Φινλανδοί έχουν μια παράδοση αποστασιοποίησης από τις προσπάθειες αντιμετώπισης της χρεοκοπίας κρατών της Ευρωζώνης και της αμοιβαιοποίησης του χρέους.

Είχαν δημιουργήσει ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη όταν είχαν απαιτήσει, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης του δεύτερου δανειακού «πακέτου» στην Ελλάδα και του σχετικού μνημονίου, να πάρουν αμέσως πίσω τα χρήματα που είχαν συνεισφέρει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δανεισμού της Ελλάδας.

Τότε κυριαρχούσε η κεντροδεξιά στην πολιτική ζωή της Φινλανδίας, αλλά και τώρα, που κυριαρχεί η κεντροαριστερά, η προσέγγιση δεν έχει αλλάξει.

Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο Απρίλιο, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήρθε πρώτο με 17,7%, ακολουθούμενο από τους ακροδεξιούς Φινλανδούς με 17,5%. Επικεφαλής του πεντακομματικού κυβερνητικού σχηματισμού είναι η 34χρονη ηγέτιδα των Σοσιαλδημοκρατών, Σάνα Μάριν. Και τα πέντε κυβερνητικά κόμματα έχουν στην ηγεσία γυναίκες. Το Κόμμα του Κέντρου έχει στην ηγεσία την 32χρονη Κάτρι Κουλμούνι, υπουργό Οικονομικών. Η Πράσινη Ένωση την 34χρονη Μαρία Οχισάλο, υπουργό Εσωτερικών. Η Αριστερή Συμμαχία την 32χρονη Λι Άντερσον, υπουργό Παιδείας. Τέλος, του Σουηδικού Λαϊκού Κόμματος –που εκφράζει τη σουηδική μειονότητα της χώρας– ηγείται η 55χρονη Άνα-Μάγια Χένρικσον.

Η αντίθεση της νέας γενιάς πολιτικών ηγετών στο ευρωομόλογο είναι σταθερή και δεν επηρεάζεται από τις ιδεολογικές προτιμήσεις. Κεντροαριστεροί, αριστεροί, κεντροδεξιοί, ακροδεξιοί, είναι ενωμένοι στην προσπάθεια να αποφύγουν οποιαδήποτε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της Φινλανδίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.

 

Ο διχασμός

Παρατηρείται, λοιπόν, στο θέμα του ευρωομολόγου ένας ευρω-διχασμός μεταξύ Βορρά και Νότου, ο οποίος είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεραστεί.

Χώρες του Νότου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιταλία, εκτιμούν ότι δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος αυτής της κρίσης μόνες τους, εφόσον κινδυνεύουν με πολύ μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, η οποία θα υπονομεύσει την προοπτική της οικονομίας τους.

Από την άλλη πλευρά, «βόρειες» χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ολλανδία, κρίνουν ότι πρέπει να κινούνται ελεύθερα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, με όσο το δυνατόν λιγότερες ευρωπαϊκές οικονομικές υποχρεώσεις.

Μπορεί θεωρητικά τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που τάσσονται υπέρ του ευρωομολόγου να υπερτερούν αριθμητικά έναντι εκείνων που εναντιώνονται στην έκδοσή του –11 προς 8– και οι υποστηρικτές της έκδοσης να ελέγχουν μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, όμως στην πράξη το μπλοκ του «όχι» είναι πολύ ισχυρό.

Πρώτον, η Γαλλία δεν επιμένει ιδιαίτερα στο ευρωομόλογο, γιατί δίνει προτεραιότητα στη συνεννόηση με τη Γερμανία.

Δεύτερον, η άρνηση της Γερμανίας –που έχει τη σημαντικότερη οικονομία στην Ευρωζώνη– στηρίζεται σε μια στρατηγική επιλογή που έχει την υποστήριξη της ευρύτερης κοινής γνώμης. Τα «όχι» της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας είναι ενταγμένα στην εθνική στρατηγική και αδιαπραγμάτευτα.

Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, μόνο μια στροφή 180 μοιρών της Γερμανίας στο θέμα του ευρωομολόγου θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στην έκδοσή του, εφόσον τα άλλα κράτη που το αρνούνται δεν έχουν οικονομικό και πολιτικό ειδικό βάρος για να επιμείνουν στην άρνησή τους χωρίς τη Γερμανία.

Η αλλαγή στάσης της Γερμανίας δεν είναι βέβαια στην ημερήσια διάταξη. Θα πρέπει να αλλάξει δραματικά η κατάσταση στην Ευρωζώνη για να πει η Γερμανία «ναι» στο ευρωομόλογο. Υπάρχει προηγούμενο αιφνίδιας μεταστροφής, σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό, το 2015-2016. Από κει που η Γερμανία υποστήριζε μια αυστηρή αντιμετώπιση των προσφύγων και μεταναστών, προχώρησε στο άνοιγμα των συνόρων και της κοινωνίας, για να αποτρέψει την ανθρωπιστική καταστροφή. Με την αλλαγή πολιτικής έναντι των προσφύγων και των μεταναστών η Γερμανία ανέλαβε ετήσια οικονομικά βάρη της τάξης των 19-20 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το «σοκ» που θα μπορούσε να φέρει την αλλαγή πολιτικής είναι η διαπίστωση ότι με τον Νότο σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση και προβλήματα στη συνεργασία με την Κίνα και τις ΗΠΑ, η γερμανική οικονομία θα δυσκολευτεί πολύ να επιστρέψει σε πορεία σταθερής ανάπτυξης.

Τότε, το κόστος του «όχι» στο ευρωομόλογο θα είναι για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης πολλαπλάσιο του κόστους της συμμετοχής στη χρηματοδότηση της έκδοσής του. Μόνο που τότε μπορεί να είναι αργά για τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, ίσως και για την οικονομία της ίδιας της Γερμανίας.

Προς το παρόν παραμένει η εκκρεμότητα με τη μορφή της μελλοντικής λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποφασίστηκε στο Eurogroup της περασμένης Πέμπτης.

Ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, συνόψισε την κατάσταση μετά την κρίσιμη συνεδρίαση ως εξής: «Το Ταμείο θα ενισχύσει τη δυναμική των ευρωπαϊκών επενδύσεων που χρειαζόμαστε για να δημιουργήσουμε μια καλύτερη, πιο πράσινη, πιο ανθεκτική και περισσότερο ψηφιακή οικονομία. Ορισμένα κράτη-μέλη διατύπωσαν την άποψη ότι αυτό πρέπει να επιτευχθεί μέσα από την έκδοση κοινού χρέους. Άλλα κράτη-μέλη υποστήριξαν ότι πρέπει να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης».