Ο κορονοϊός αλλάζει τον παγκόσμιο χάρτη - Free Sunday
Ο κορονοϊός αλλάζει τον παγκόσμιο χάρτη
Μεγάλη ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, εσωτερικές αντιθέσεις στην Ε.Ε.

Ο κορονοϊός αλλάζει τον παγκόσμιο χάρτη

Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν κηρύξει «πόλεμο» στον κορονοϊό. Ταυτόχρονα, όμως, διεξάγεται μια διπλωματική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ενώ πολλές χώρες βλέπουν τη διεθνοπολιτική τους θέση να απειλείται ή να ενισχύεται ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι διεξάγεται ένας «πόλεμος μέσα στον πόλεμο». Η πανδημία –όμοια της οποίας δεν έχει υπάρξει από το 1918, οπότε εκδηλώθηκε η λεγόμενη ισπανική γρίπη– είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που επηρεάζει τις εξελίξεις και δημιουργεί δυναμική.

 

Η άνοδος της Ανατολής

Η αντιμετώπιση της πανδημίας δίνει διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Ανατολή έχει αποκτήσει προβάδισμα έναντι της Δύσης στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού.

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια μετατόπιση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος από τη Δύση προς την Ανατολή, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί εξαιτίας του κορονοϊού.

Ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν σημειώνει σε άρθρο του στην ισπανική «El Pais»: «Ασιατικά κράτη, όπως η Ιαπωνία, η Κορέα, η Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη, έχουν μια αυταρχική νοοτροπία που προέρχεται από την πολιτιστική παράδοση του κομφουκιανισμού. Οι άνθρωποι έχουν μικρότερη τάση να επαναστατούν και είναι περισσότερο υπάκουοι απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Εμπιστεύονται το κράτος περισσότερο. Η καθημερινή ζωή είναι περισσότερο οργανωμένη. Πάνω απ’ όλα οι Ασιάτες, για να αντιμετωπίσουν τον ιό, έχουν αναλάβει ισχυρή δέσμευση υπέρ της ψηφιακής παρακολούθησης. Οι επιδημίες στην Ασία καταπολεμούνται όχι μόνο από ιολόγους και επιδημιολόγους αλλά και από επιστήμονες των ηλεκτρονικών υπολογιστών και ειδικούς των μεγάλων δεδομένων (big data)».

Ακόμη και μεταξύ των χωρών που αναφέραμε υπάρχει διαφορετική προσέγγιση. Ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Κορέα και η Ταϊβάν –οι οποίες είναι δημοκρατίες, σε αντίθεση με την Κίνα, στην οποία ελέγχει τα πάντα το κομμουνιστικό καθεστώς– είχαν την καλύτερη αντίδραση στην πανδημία, εφόσον συνδύασαν την πειθαρχημένη αντιμετώπιση με τη σχετική διαφάνεια και τον δημοκρατικό έλεγχο.

Το ασιατικό μοντέλο, όποιο ακριβώς και να είναι, αποδεικνύεται πιο αποτελεσματικό και γι’ αυτό πιο ελκυστικό από το δυτικό μοντέλο. Υπάρχει βέβαια το θέμα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, εφόσον η Ανατολή φαίνεται να δίνει απόλυτη προτεραιότητα στον έλεγχο και στην επιβολή πειθαρχίας, στη βάση ενός μοντέλου ψηφιακής αστυνόμευσης. Από την άλλη, ούτε στη Δύση μπορούν να υπάρξουν οι παραδοσιακές ελευθερίες χωρίς τη θεραπεία ή το εμβόλιο για τον κορονοϊό. Με τους περισσότερους πολίτες κλεισμένους στα σπίτια τους και ένα σημαντικό ποσοστό να χάνουν την εργασία τους και τη δυνατότητα να θρέψουν την οικογένειά τους, οι παραδοσιακές ελευθερίες υπονομεύονται.

 

Ο ρόλος της Κίνας

Μεγάλη κερδισμένη από την πανδημία φαίνεται να είναι η Κίνα. Πολλοί αμφισβητούν τη δημοκρατικότητα του καθεστώτος της, ελάχιστοι όμως την αποτελεσματικότητά του.

Στο ξεκίνημα της πανδημίας, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε τις παραδοσιακές μεθόδους απόκρυψης της αλήθειας και στράφηκε κατά των επιστημόνων που πρώτοι επισήμαναν την απειλή, πολλοί μίλησαν για κινεζικό Τσερνόμπιλ. Θεώρησαν ότι όπως η καταστροφή στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας απονομιμοποίησε το σοβιετικό καθεστώς στην αντίληψη των πολιτών και επιτάχυνε την πτώση του, έτσι και ο κορονοϊός θα αποσταθεροποιούσε το κινεζικό καθεστώς.

Υπήρξε το προηγούμενο της δυναμικής πολιτικής αμφισβήτησης των εκλεκτών του καθεστώτος στο Χονγκ Κονγκ και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Ταϊβάν, όπου έχασε με διαφορά ο προεδρικός υποψήφιος, που είχε ταχθεί υπέρ της στενότερης συνεργασίας με την Κίνα. Δημιουργήθηκε έτσι η εντύπωση μιας ευρύτερης αμφισβήτησης του κινεζικού μοντέλου, που θα μπορούσε να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις εξαιτίας της κακής διαχείρισης της πανδημίας.

Το καθεστώς, όμως, διόρθωσε γρήγορα τα αρχικά του λάθη και κήρυξε πανστρατιά κατά του κορονοϊού.

Η αντίδραση υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική και σχολιάστηκε ιδιαίτερα θετικά από τους εκπροσώπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Υπάρχει βέβαια μια μόνιμη αμφισβήτηση των στατιστικών στοιχείων που δίνει η Κίνα, στη συγκεκριμένη περίπτωση του αριθμού των θανάτων και των κρουσμάτων.

Με τους θανάτους εξαιτίας του κορονοϊού που έχει αναφέρει η Κίνα να συγκρίνονται με εκείνους της Ολλανδίας και να υπολείπονται του Βελγίου, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια επιτυχία για μια χώρα 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων, ακόμα κι αν έχει προηγηθεί ένα στατιστικό μαγείρεμα.

Η άνοδος της Κίνας, όμως, δεν μετριέται μόνο με τον σχετικά χαμηλό αριθμό θανάτων και κρουσμάτων.

Επιβεβαιώθηκε ως «το εργοστάσιο του κόσμου», εφόσον πολλές δυτικές κυβερνήσεις απευθύνθηκαν σε αυτήν για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε αναπνευστήρες, χειρουργικές μάσκες και φάρμακα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού.

Οι παραγωγικές δυνατότητες της Κίνας, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας, της επέτρεψαν να αναπτύξει τη λεγόμενη «διπλωματία του κορονοϊού». Βοήθησε ευρωπαϊκές χώρες –κυρίως την Ιταλία– να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, στέλνοντας μηνύματα καλής διάθεσης και ισχύος.

Επιπλέον, η Κίνα προηγείται των δυτικών χωρών στην επιστροφή στην κανονικότητα, που περιλαμβάνει την πλήρη αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της. Εδώ και αρκετές ημέρες δεν καταγράφονται επίσημα –με ελάχιστες εξαιρέσεις– θάνατοι από τον κορονοϊό. Τα περισσότερα κρούσματα που καταγράφονται –που συνήθως δεν ξεπερνούν τα 100 την ημέρα– είναι κυρίως εισαγόμενα.

Εκφράζονται αμφιβολίες για το εάν η Κίνα θα μπορέσει να καταργήσει τους περιορισμούς και να επιστρέψει πλήρως στην κανονικότητα χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού. Όλοι οι ειδικοί όμως συμφωνούν ότι βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από τις δυτικές χώρες στην πλήρη καταγραφή των κρουσμάτων, στα μαζικά διαγνωστικά τεστ, στην πιστοποίηση ότι αυτοί που υπήρξαν φορείς έχουν σταματήσει να είναι και στην ιχνηλασιμότητα.

Ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα της Κίνας και η επιρροή της στο διεθνές πολιτικό σύστημα.

 

Οι ΗΠΑ κατά της συνεργασίας

Η άλλη υπερδύναμη, οι ΗΠΑ, φαίνεται να βγαίνει ζημιωμένη από τη διαχείριση της πανδημίας. Οι Αμερικανοί διαπιστώνουν βασικές ελλείψεις στο οικονομικό και κοινωνικό τους μοντέλο, ενώ ο Πρόεδρος Τραμπ δυσκολεύεται να πείσει για τις ηγετικές ικανότητές του. Αναπόφευκτα, η σύγκριση μεταξύ των επιδόσεων της Κίνας και των ΗΠΑ αποκτά τεράστια σημασία.

Είχε προηγηθεί ένα είδος εμπορικού πολέμου Ουάσινγκτον-Πεκίνου, με τον Πρόεδρο Τραμπ να προσπαθεί να περιορίσει το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα στις διμερείς συναλλαγές με την Κίνα, και ένα είδος ψηφιακού πολέμου, με την αμερικανική διοίκηση να προσπαθεί να φρενάρει την ψηφιακή άνοδο των κινεζικών πολυεθνικών. Η αντιμετώπιση του κορονοϊού μετατράπηκε, σε αυτές τις συνθήκες, σε μία ακόμη αμερικανο-κινεζική αντιπαράθεση.

Η αντιπαράθεση αυτή γίνεται από την πλευρά των ΗΠΑ στη βάση του δόγματος «πρώτα η Αμερική». Αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ δεν αναζητά στήριξη στο πλαίσιο αυτού που αποκαλούσαμε «δυτική συμμαχία», αλλά ανοίγει ταυτόχρονα διαφορετικά μέτωπα με τους Κινέζους και τους Ευρωπαίους.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε την αποδυνάμωση του πολυμερούς διεθνούς συστήματος συνεργασίας με πρωτοβουλία της υπερδύναμης που πρωταγωνίστησε στη δημιουργία και την ανάπτυξή του.

Σε όλα τα σημαντικά ζητήματα οι ΗΠΑ κινούνται ουσιαστικά μόνες τους, αναπτύσσοντας την αρνητική παράδοση που δημιούργησαν με την αποχώρησή τους από τη Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της προσέγγισης της κυβέρνησης Τραμπ: Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην απαγόρευση υπερατλαντικών πτήσεων προς και από την Ε.Ε. χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθούν με τις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Προσπάθησαν να εξασφαλίσουν αποκλειστικά δικαιώματα ενός εμβολίου που φαίνεται ότι θα παραχθεί στη Γερμανία χωρίς να λάβουν υπόψη τους τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των Ευρωπαίων. Ακόμη και στο θέμα των οικονομικών κυρώσεων η Ουάσινγκτον ακολουθεί μοναχικό δρόμο. Αποσύρθηκε από τη συμφωνία με το Ιράν για τη μη απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου από το θεοκρατικό καθεστώς, στη συνέχεια επέβαλε εξοντωτικές οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη και τώρα αρνείται να τις χαλαρώσει, για να μπορέσουν οι Ιρανοί να προμηθευτούν το αναγκαίο ιατροφαρμακευτικό υλικό για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

 

Πόλεμος στον ΠΟΥ

Ο Πρόεδρος Τραμπ έφτασε την πολιτική του διεθνούς απομονωτισμού των ΗΠΑ στα άκρα κηρύσσοντας οικονομικό πόλεμο κατά του ΠΟΥ.

Θεωρεί ότι ο ΠΟΥ δεν ενημέρωσε έγκαιρα, ως όφειλε, για την απειλή της πανδημίας και πρόσφερε κάλυψη σε αμφιλεγόμενους χειρισμούς της Κίνας.

Στις 30 Ιανουαρίου οι ειδικοί του ΠΟΥ εκτίμησαν ότι δεν χρειαζόταν η επιβολή περιορισμών στα ταξίδια και στο εμπόριο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στις 31 Ιανουαρίου ο Τραμπ επέβαλε μπλόκο στα ταξίδια και στους τουρίστες από την Κίνα. Υπήρξε, λοιπόν, σημαντική διαφορά στην εκτίμηση του κινδύνου, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί μια τόσο επιθετική κίνηση σε βάρος ενός διεθνούς οργανισμού που έχει την ευθύνη για τον συντονισμό της προσπάθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ο Τραμπ έδειξε τις προθέσεις του αποκαλώντας, ακόμη και στις διπλωματικές επαφές του με τους Κινέζους, τον κορονοϊό «ιό της Κίνας» ή «ιό της Γουχάν». Ο ΠΟΥ έσπευσε να τον ονοματίσει Covid-19, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις διπλωματικές τριβές.

Με την απόφαση του Τραμπ, ο ΠΟΥ θα στερηθεί ετήσια χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ της τάξης των 500 εκατ. δολαρίων. Ο Τραμπ δεν δέχεται μια τόσο μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, θεωρώντας τον ΠΟΥ «κινεζοκεντρικό» και διαμαρτυρόμενος γιατί η ετήσια συνεισφορά της Κίνας στη χρηματοδότησή του είναι μόλις 40 εκατ. δολάρια, ποσό που δεν έχει σχέση με την οικονομική ισχύ και τις δυνατότητές της Κίνας.

Η επιθετική κίνηση του Τραμπ κατά του ΠΟΥ καταδικάστηκε από τον ΟΗΕ, την Κίνα, την Ε.Ε., την Αφρικανική Ένωση, τη Ρωσία, αλλά και τον Μπιλ Γκέιτς, το ίδρυμα του οποίου είναι ο πρώτος ιδιωτικός φορέας που συνεισφέρει στον προϋπολογισμό του ΠΟΥ, που ελέγχεται από τον ΟΗΕ και έχει την έδρα του στη Γενεύη. Εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις του διευθυντή του Κέντρου Δημόσιας Υγείας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΠΟΥ, καθηγητή Λόρενς Γκόστιν: «Ακόμη κι αν καταφέρουν να θέσουν υπό έλεγχο την επιδημία οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, αν ο Covid-19 μαίνεται σε άλλες περιοχές του πλανήτη, στη διασυνδεδεμένη κοινωνία που ζούμε, θα επιστρέψει. Θα έλεγα, δε, ότι αν ξεφύγει από κάθε έλεγχο στις χώρες χαμηλότερων εισοδημάτων, θα δούμε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ένα δεύτερο, ένα τρίτο και ακόμη ένα τέταρτο κύμα. Στην πραγματικότητα, επομένως, είμαστε τόσο ασφαλείς όσο και ο πιο αδύναμος κρίκος στην παγκόσμια αλυσίδα».

Ο Γκόστιν συμπλήρωσε την προειδοποίησή του τονίζοντας: «Είναι βαθιά ανησυχητικό και απογοητευτικό –μεσούσης μιας πανδημίας που εμφανίζεται μία φορά στα 100 χρόνια, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν ανά την υφήλιο– να σταματάει ή να περιορίζεται η χρηματοδότηση του ΠΟΥ».

Με τη μέθοδο που ακολουθεί ο Τραμπ, οι ΗΠΑ οδηγούνται σε ένα είδος διεθνούς απομόνωσης σε μια περίοδο κατά την οποία έπρεπε να πρωταγωνιστούν στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας. Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ομπάμα, ανακοίνωσε την υποστήριξή του στον προεδρικό υποψήφιο Μπάιντεν –ο οποίος υπήρξε αντιπρόεδρος επί προεδρίας Ομπάμα–, υπογραμμίζοντας την επικινδυνότητα των επιλογών του Τραμπ και την ανάγκη να αλλάξουν πορεία οι ΗΠΑ.

 

Πολύ δύσκολη κατάσταση

Η επίθεση Τραμπ κατά του ΠΟΥ και η απόδοση ευθυνών στην Κίνα για την πανδημία εξυπηρετούν και την προεκλογική του στρατηγική ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

Το τελευταίο διάστημα ο Τραμπ χάνει τα δημοσκοπικά κέρδη που προκάλεσε η συσπείρωση των Αμερικανών γύρω από τον Πρόεδρο και την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Επίσης, οι δημοσκοπήσεις μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών τον εμφανίζουν να χάνει στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Οι υποστηρικτές του Τραμπ θεωρούσαν σχεδόν βέβαιη τη δεύτερη τετραετία στον Λευκό Οίκο, στη βάση των καλών οικονομικών και χρηματιστηριακών επιδόσεων. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν εξαιτίας του κορονοϊού και οι πολιτικοί υπολογισμοί ξεκινάνε από την αρχή.

Ο Τραμπ δεν φαίνεται να έχει τα ηγετικά γνωρίσματα που απαιτεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και έχει την τάση να κατασκευάζει συνεχώς ενόχους, από τα ΜΜΕ και τους επιστήμονες μέχρι την Κίνα και τον ΠΟΥ.

Προς το παρόν, η διαχείριση της κρίσης είναι χαοτική, με τις ΗΠΑ να έχουν το ρεκόρ θανάτων από κορονοϊό (26.000), χωρίς να έχουν φτάσει στο ανώτατο σημείο της καμπύλης της πανδημίας.

Ο κορονοϊός αναδεικνύει –με τραγικό τρόπο– τα αδύναμα σημεία του αμερικανικού μοντέλου. Σοβαρές ελλείψεις στην έρευνα και την παραγωγή, προβλήματα συντονισμού μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των Πολιτειών, φοβερές κοινωνικές ανισότητες, με τους μαύρους και τους λατινοαμερικανικής προέλευσης να χτυπιούνται πιο σκληρά από την πανδημία, τεράστιες ελλείψεις στο σύστημα υγείας, το οποίο είναι το πιο ακριβό στον κόσμο και κυριαρχείται από ιδιωτικά συμφέροντα.

Η εικόνα των ΗΠΑ σε σχέση με τον κορονοϊό δεν είναι καλή και οι επιλογές του Τραμπ φαίνεται να επιταχύνουν την υποχώρηση της διεθνούς επιρροής της υπερδύναμης.

Ορισμένοι συγκρίνουν τις επιπτώσεις που έχει η κρίση του κορονοϊού στις ΗΠΑ με τις επιπτώσεις που είχε η κρίση του Σουέζ, το 1956, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση των Βρετανών τότε έβαλε τέλος στην ψευδαίσθηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η χαοτική κατάσταση που επικρατεί στις ΗΠΑ σε σχέση με τον κορονοϊό μπορεί να βάλει τέλος στην ψευδαίσθηση της αμερικανικής παντοδυναμίας.

 

Ευρωπαϊκή αδυναμία

Με την Κίνα να ενισχύει μέσω κορονοϊού τη διεθνή της θέση και τις ΗΠΑ να υποχωρούν, δημιουργείται –θεωρητικά– ένα κενό σε αυτό που ορίζαμε ως δυτική συμμαχία, το οποίο θα μπορούσε να καλύψει η Ε.Ε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θεωρία απέχει πάρα πολύ από την πράξη.

Η Ε.Ε. είναι στρατηγικά αποδυναμωμένη εξαιτίας του Brexit και δεν φαίνεται ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πανδημία και τις οικονομικές συνέπειές της, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή της θέση.

Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία αθροίζουν έναν τεράστιο αριθμό θανάτων και κρουσμάτων από κορονοϊό, γεγονός που διατηρεί την Ε.Ε. στο επίκεντρο της πανδημίας, παρά την εντυπωσιακή διάδοση του ιού στις ΗΠΑ.

Οι συζητήσεις που γίνονται στο Eurogroup δείχνουν ότι δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της δοκιμασίας στην οποία μας υποβάλλει ο κορονοϊός.

Οι λεγόμενες χώρες του Νότου –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– κινδυνεύουν από μια νέα κρίση υπερχρέωσης και γι’ αυτό ζητούν την ενίσχυση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τη μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω της έκδοσης ευρωομολόγου.

Η Γαλλία τις ενθαρρύνει στις κινήσεις τους, χωρίς όμως να τις υποστηρίζει αποφασιστικά, ενώ η Γερμανία επιμένει σε ένα δυναμικό «όχι» στην αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και στην έκδοση ευρωομολόγου. Επιπλέον, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα κρατών της Ευρωζώνης –μεταξύ των οποίων έχει συντονιστικό ρόλο η Ολλανδία– που είναι ακόμη πιο κάθετη στην άρνησή της στο μοίρασμα των βαρών. Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, η Ε.Ε. αντιμετωπίζει δύο κινδύνους. Πρώτον, να μπει σε μια νέα φάση οικονομικής κρίσης με βασικό χαρακτηριστικό την εξασθένηση της συνοχής της. Δεύτερον, να μείνει ακόμη πιο πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ, οι οποίες, αν κρίνουμε από τις αποφάσεις του Τραμπ και τις πρωτοβουλίες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, στηρίζουν την οικονομία τους πολύ πιο δυναμικά από τους Ευρωπαίους, όπως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Επομένως, η ενίσχυση της Κίνας και η σταδιακή υποβάθμιση της διεθνούς θέσης των ΗΠΑ δεν αποτελεί ευκαιρία για την Ε.Ε., απλώς επιβεβαιώνει την αδυναμία της να εξελιχθεί σε ισχυρό ανταγωνιστή των ΗΠΑ και της Κίνας.

 

Ισλαμοφοβία και τζιχάντ

Μέχρι τώρα ασχολούμαστε με τις ανακατατάξεις που προκαλεί η πανδημία μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Κίνας, Ε.Ε. και ΗΠΑ. Οι μεγάλες αλλαγές, όμως, που μπορεί να είναι και εκρηκτικές, θα έρθουν από τη διάδοση του ιού στην Ινδία, σε χώρες στρατηγικής σημασίας, όπως είναι το Ιράν, η Τουρκία, το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική.

Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες δεν έχουν σύγχρονα συστήματα υγείας, ούτε τη διοικητική δυνατότητα να αντιδράσουν αποτελεσματικά στην πανδημία. Αυτή δημιουργεί νέα προβλήματα σε συνθήκες μεγάλων οικονομικών δυσκολιών, κοινωνικής έντασης, ένοπλων συγκρούσεων, εθνοτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών.

Χαρακτηριστική η περίπτωση της Ινδίας –μιας χώρας 1,3 δισεκατομμυρίων κατοίκων–, όπου η πλειοψηφία χρεώνει τη διάδοση του ιού σε θρησκευτικές τελετές μουσουλμάνων. Οι μουσουλμάνοι αποτελούν, με 200.000.000, σημαντική μειοψηφία, που δέχεται συνεχώς την πίεση, ακόμη και διωγμούς, των ινδουιστών.

Οι συγκρούσεις και η αποσταθεροποίηση λόγω κορονοϊού μιας χώρας σαν την Ινδία μπορεί να έχουν ευρύτερες επιπτώσεις.

Ο κορονοϊός έχει εξελιχθεί σε διεθνοπολιτικό παράγοντα σε μια σειρά χωρών που δοκιμάζονται σκληρά.

Η Σαουδική Αραβία τον χρησιμοποιεί σαν μια καλή δικαιολογία για να αποσύρει σταδιακά τις δυνάμεις της από τον εμφύλιο της Υεμένης, όπου ο συνασπισμός των δυνάμεων που μάχονται υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας αδυνατεί να φτάσει στη στρατιωτική επικράτηση.

Στο Αφγανιστάν οι Ταλιμπάν θεωρούν ότι ο κορονοϊός ενισχύει τη θέση τους έναντι των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων, που περιορίζουν σταδιακά την παρουσία τους στη χώρα, αλλά και της κυβέρνησης, η οποία κινδυνεύει να μείνει μόνη, χωρίς ουσιαστική αμερικανική, νατοϊκή υποστήριξη.

Αντίπαλες των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν είναι σε αυτή τη φάση οι δυνάμεις που συνδέονται με το Ισλαμικό Κράτος και δεν θέλουν καμία συνεννόηση με τις ΗΠΑ και την κυβέρνηση του Αφγανιστάν.

Στη Συρία και στο Ιράκ τα απομεινάρια του Ισλαμικού Κράτους βλέπουν στον κορονοϊό την ευκαιρία να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Η πανδημία αναδεικνύει τις αδυναμίες του κράτους και του κατεστραμμένου συστήματος υγείας, μεγαλώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ στην περίπτωση του Ιράκ επιταχύνει την αποχώρηση των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων. Οι τζιχαντιστές εκτιμούν ότι θα μπορέσουν να υπερασπιστούν τα τελευταία προπύργιά τους, ενώ δίνουν οδηγίες για το πώς θα προστατευτεί ο πληθυσμός στις περιοχές που ελέγχουν από τον κορονοϊό, ακόμη και να αποφεύγουν τις μετακινήσεις τους προς και από την Ευρώπη, την οποία θεωρούν επίκεντρο της πανδημίας.

Ο εμφύλιος στη Λιβύη γίνεται ακόμη πιο σκληρός σε συνθήκες κορονοϊού, ενώ οι χώρες του Σαχέλ στην Υποσαχάρια Αφρική περιορίζουν τη συνεργασία με τα γαλλικά στρατεύματα στην αντιμετώπιση των τζιχαντιστών που δρουν στα εδάφη τους, θεωρώντας τις δυνάμεις τους ανεπαρκείς για τέτοιου είδους αποστολές και αντιπαραθέσεις.

Ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα σε σχέση με τις διεθνοπολιτικές ανακατατάξεις που σχετίζονται με τον κορονοϊό. Αυτές θα γίνονται πιο εντυπωσιακές και επικίνδυνες στον βαθμό που θα δοκιμάζεται η αντοχή κρατών με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, αδύναμα συστήματα υγείας και τεράστιες αντιθέσεις.

Όπως πολύ σωστά τονίζουν οι ειδικοί του ΠΟΥ, η αδυναμία αυτών των κρατών μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση δεύτερου και τρίτου κύματος κορονοϊού, που θα δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.

Η εξέλιξη του φαινομένου θα είναι σε βάθος χρόνου και κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλή πρόγνωση, γιατί εκτός από υγειονομική έχει και οικονομική, κοινωνική και διεθνοπολιτική διάσταση. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κορονοϊός αλλάζει τον παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό χάρτη.