Παραγωγή στελεχών - Free Sunday
Παραγωγή στελεχών

Παραγωγή στελεχών

Η είδηση έλεγε, όταν η πανδημία ξεκινούσε, πως η Γ΄ Παθολογική Κλινική του Νοσοκομείου «Σωτηρία» ζήτησε από φοιτητές και πτυχιούχους Ιατρικής να εργαστούν εθελοντικά στο σύστημα υγείας. Ήδη τη στιγμή της πρόσκλησης γιατροί, νοσηλευτές και βιολόγοι πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στο νοσοκομείο. Αρκετοί φοιτητές και πτυχιούχοι ανταποκρίθηκαν και ανέλαβαν καθήκοντα, περιφερειακά βέβαια, μια και το συγκεκριμένο νοσοκομείο αποτέλεσε τον βασικό πυλώνα αντιμετώπισης της πανδημίας, ως νοσοκομείο αναφοράς. Στη συνέχεια το συγκεκριμένο πρόγραμμα εθελοντισμού έλαβε εγκωμιαστικά σχόλια και από τον Τύπο, εγχώριο και διεθνή.

Οι εθελοντές ασχολήθηκαν με δευτερεύοντα καθήκοντα και όχι με νοσηλεία πρώτης γραμμής στις μονάδες Covid, αφήνοντας πολύτιμο χρόνο στους γιατρούς να ασχοληθούν με την κυρίως νοσηλεία, απέναντι σε μια ασθένεια άγνωστη σε όλους. Είναι προφανές ότι η διευκόλυνση στο σύστημα ήταν μεγάλη, όπως και η εξοικονόμηση δαπανών. Εξίσου προφανές είναι ότι η παροχή εθελοντικής εργασίας έδωσε σημαντικό εφόδιο γνώσεων στους συμμετέχοντες, γνώσεων που δεν θα είχαν αποκτήσει αν δεν είχαν προσφερθεί. Το ότι δεν πληρώθηκαν είναι φυσικά αμελητέο. Το βασικό είναι ότι έζησαν την πραγματικότητα του μέλλοντός τους. Είδαν πώς θα είναι η ζωή τους στο μέλλον, εάν κάνουν τη συγκεκριμένη επιλογή, να γίνουν νοσοκομειακοί γιατροί.

Πέρα από την εμπειρία στο αντικείμενο, πέρα από το εφόδιο της προϋπηρεσίας, το μεγαλύτερο ίσως εφόδιο που απέκτησαν οι εθελοντές είναι η απόλυτη συνείδηση του τι τους περιμένει αν ενταχθούν στο δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτός που πέρασε από το πρόγραμμα εθελοντισμού και αργότερα θα ζητήσει να ενταχθεί (=διοριστεί) στο σύστημα υγείας θα είναι κατασταλαγμένος, δεν πρόκειται να εκπλαγεί θετικά ή, κυρίως, αρνητικά και θα αποτελέσει, με βεβαιότητα, αξιόλογη μονάδα στο σύστημα. Θα γνωρίζει προκαταβολικά, και είτε θα το έχει αποδεχτεί και θα γίνει σταυροφόρος του συστήματος είτε, αν επιλέξει να το χρησιμοποιήσει ως σκαλοπάτι για κάτι άλλο, ένας συνετός εργαζόμενος.

Αυτά τα πράγματα δεν διδάσκονται στις αίθουσες, συνιστούν βιώματα και εκ των πραγμάτων πλάθουν ήθος. Ο παλαιότερος διδάσκει στον νεότερο, όχι μόνο την επιστήμη και τέχνη αλλά τη νοοτροπία, τη δεοντολογία, την αίσθηση του καθήκοντος. Διαμορφώνονται χαρακτήρες και μάλιστα με όρους μη καταναγκαστικούς. Σε ένα πρόγραμμα εθελοντισμού η θύρα εξόδου είναι ανοιχτή για τον εθελοντή, χωρίς συνέπειες. Και ο εκπαιδευτής έχει τη σπάνια ευκαιρία να δει μέσα στο πλήθος ποιο είναι το πραγματικό αστέρι.

Κάτι ανάλογο είναι θεσμοθετημένο στη δικηγορία. Μετά τις τετραετείς σπουδές, όποιος θέλει να γίνει δικηγόρος πρέπει να ασκηθεί σε δικηγορικό γραφείο επί δεκαοκτάμηνο. Ο δικηγόρος έχει ασυμβίβαστο με σχεδόν οποιοδήποτε επάγγελμα. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον ασκούμενο, ο οποίος είναι και άμισθος, ως μαθητευόμενος. Η σχέση (πρέπει να) είναι δασκάλου-μαθητή και φυσικά δεν περιλαμβάνει μόνο την εφαρμοσμένη επιστήμη αλλά, αναπόφευκτα, το ήθος και τη δεοντολογία της δουλειάς.

Τα χρόνια που μεσολάβησαν αλλοίωσαν τη σχέση, εις βάρος (και) του επαγγέλματος. Ο ασκούμενος, αναζητώντας πόρους επιβίωσης, αναζήτησε αμοιβή, ο ασκών την έδωσε ζητώντας έργο, συχνά γραμματειακό, η σχέση χάλασε. Η μαθητεία μετεξελίχθηκε σε σχέση γραμματειακής εργασίας. Αναπόφευκτα, ο διαπαιδαγωγικός ρόλος του παλιού προς τον νέο υποψήφιο επαγγελματία ατόνησε σε πολλές περιπτώσεις. Οι συνέπειες καταγράφονται στην πορεία του χρόνου.

Δεν είναι βέβαιο ότι όποιος τελείωσε νομική θα γίνει δικηγόρος, ούτε ότι θα έχει εξασφαλισμένο εισόδημα. Θα πρέπει να αγωνιστεί, να αποδείξει στην πράξη ότι αξίζει και αργότερα να καθιερωθεί. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα άλλα ελεύθερα ή ιδιωτικά επαγγέλματα, είτε προηγείται η μαθητεία είτε όχι. Πιστεύαμε κάποτε, και διεκδικούσαμε, ότι τα πτυχία έπρεπε να φέρνουν είτε διασφαλισμένες αποδοχές είτε άμεσο διορισμό και να διασφαλίζουν συγκεκριμένο επίπεδο διαβίωσης. Μόνα τους, χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Η νοοτροπία που υποδείκνυε ότι όποιος πάρει ένα χαρτί δικαιούται τα πάντα, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει (ή να μάθει) τίποτε άλλο, αποτέλεσε βασικό πυλώνα της χρεοκοπίας μας. Ατράνταχτη απόδειξη, η κοινώς γνωστή ιδιότητα του «αδιόριστου εκπαιδευτικού». Αργότερα, η νοοτροπία επεκτάθηκε και στα μη επιστημονικά επαγγέλματα, με κριτήριο το τι χρειάζεται κάποιος για να ζει καλά, ασχέτως αν το αξίζει ή αν μπορεί να το κερδίσει. Ο ανειδίκευτος κατέληξε να λαμβάνει περισσότερα χρήματα από τον πτυχιούχο, με βάση «κατακτήσεις» και ευκαιρίες που έδωσαν ο συντεχνιασμός, η κομματικοποίηση και, φυσικά, ο ατέλειωτος δανεισμός της χώρας.

Θα υπέθετε κανείς ότι αυτή η νοοτροπία υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, υποταγμένη στην πραγματικότητα. Ήρθαν και μας προσγείωσαν εκείνοι οι φοιτητές του ΑΠΘ που διαδήλωσαν στα μέσα της εβδομάδας, αξιώνοντας να περάσουν το εξάμηνο χωρίς εξετάσεις λόγω κορονοϊού! Κοινώς, να τεμπελιάσουν και να επιβραβευτούν. Ας ελπίζουμε ότι κάποιοι φοιτητοπατέρες απλώς έμειναν κολλημένοι στα παλιά και η κοινωνία θα τους κοροϊδέψει. Διαπιστώνουμε όμως ότι η στρέβλωση αργεί, τελικά, να εξαφανιστεί και ενδημεί και στους νεότερους. Πολύ απλά, διότι έτσι τους έμαθαν οι παλιότεροι. Συνδικαλιστική μαθητεία!

Πέρα (και μέσα) από τα τυπικά προσόντα, τις οικονομικές απολαβές, την οργάνωση, το μοντέλο διοίκησης, κάθε σοβαρός οργανισμός στην καθημερινή του λειτουργία πρέπει να καταφέρνει να «παράγει στελέχη». Να δημιουργεί εργαζόμενους ενταγμένους στο σύστημα, στη νοοτροπία, στη δεοντολογία και στον ευρύτερο στόχο που υπηρετεί ή επιδιώκει ο φορέας. Αρκεί να υπάρχουν αυτά ενσωματωμένα στη δομή του οργανισμού, είτε είναι δημόσιος είτε ιδιωτικός, είτε εταιρεία είτε ατομική επιχείρηση. Ο ανώτερος πρέπει να καθοδηγεί τον κατώτερο, όπως και ο μεγαλύτερος τον μικρότερο. Να μεταλαμπαδεύει γνώση, εμπειρία, ήθος. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος ή το στέλεχος ενσωματώνεται και αισθάνεται ότι υπηρετεί κάτι συνολικότερο, πέρα από την ανάγκη για επιβίωση, το οποίο του δίνει και προσωπική αξία. Ότι φεύγοντας από κει θα έχει και τα παράσημα αυτού που εργάστηκε σε έναν σοβαρό μηχανισμό, άρα είναι και ο ίδιος σοβαρός.

Οι οργανισμοί που δεν καταφέρνουν να δημιουργούν γενιές διακεκριμένων στελεχών ή εργαζομένων είναι, τελικά, αυτοί που καταρρέουν γρηγορότερα, όταν το ευρύτερο περιβάλλον χαλάει. Η προσωπική φιλοδοξία και το οικονομικό κίνητρο λειτουργούν μέχρις ένα σημείο. Όταν το συνολικό μέγεθος δεν διακρίνεται και για κάποιες ποιοτικές παραμέτρους, η διάρκειά του τελειώνει, μαζί με τις φιλοδοξίες και τα οικονομικά κίνητρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τράπεζες της χώρας, οι οποίες εγκατέστησαν στο πρόσφατο παρελθόν στο κέντρο της δράσης τους τον ανταγωνισμό με μοχλό τις προσωπικές (και μόνο) φιλοδοξίες, με μεταγραφές στελεχών και κίνητρα επίτευξης μόνο ποσοτικών στόχων. Έχασαν τη συνοχή και τον προσανατολισμό τους, χρεοκόπησαν τρεις φορές και παλεύουν, ακόμη, να ορθοποδήσουν. Μαζί τους, αναλογικά, παλεύει και η ίδια η χώρα.