Ο κορονοϊός δημιουργεί νέες ενεργειακές προκλήσεις - Free Sunday
Ο κορονοϊός δημιουργεί νέες ενεργειακές προκλήσεις
Νέες δυνατότητες, αλλά και υποχρεώσεις για την Ελλάδα.

Ο κορονοϊός δημιουργεί νέες ενεργειακές προκλήσεις

Η πανδημία αλλάζει τους ενεργειακούς υπολογισμούς και ενισχύει τη δυναμική υπέρ της πράσινης μετάβασης στον ενεργειακό τομέα.

Τα φιλόδοξα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πράσινη μετάβαση προηγήθηκαν της πανδημίας, αλλά είχαν διατυπωθεί μέσα σε ένα εξαιρετικά περιοριστικό οικονομικό πλαίσιο το οποίο μείωνε την αξιοπιστία τους.

Ο κορονοϊός προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στην οικονομία και οδήγησε σε αναθεώρηση της οικονομικής στρατηγικής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών θεσμών.

Η σύνδεση με το περιβάλλον

Η επιστημονική κοινότητα συνδέει την ανάπτυξη των κορονοϊών με τη συστηματική υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Από την άποψη αυτή, ενισχύονται τα κίνητρα για πράσινη μετάβαση. Στους αρχικούς στόχους που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προστίθενται νέες οικονομικές δυνατότητες.

Για παράδειγμα, περίπου τετραπλασιάζονται οι πόροι του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, το οποίο έχει πλέον στη διάθεσή του ένα ποσό της τάξης των 40 δισ. ευρώ μέσα από τις πρωτοβουλίες που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Έτσι, σταματά να έχει έναν καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει από αυτό ένα ποσό της τάξης των 1,5 έως 2 δισ. ευρώ, το οποίο βέβαια δεν καλύπτει τις ανάγκες, αλλά αποτελεί μια σοβαρή υποστήριξη.

Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας προσφέρονται είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την αρνητική διαχειριστική παράδοση που έχουμε δημιουργήσει.

Στο υπό διαπραγμάτευση Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, της τάξης των 1,3 τρισ. ευρώ, τουλάχιστον το 25% των δαπανών πρέπει να συνδέονται με την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο εξασφαλίζει νέες δυνατότητες σε ό,τι αφορά την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος, προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων που θα υποβληθούν. Οι προτάσεις, που θα υποβληθούν από το φθινόπωρο και πέρα, θα πρέπει να είναι ενταγμένες σε εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με τον εθνικό σχεδιασμό για την ενέργεια και το κλίμα.

Διαπιστώνεται ήδη μεγάλη υστέρηση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την προετοιμασία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και έχει αναπτυχθεί ο προβληματισμός σε κυβερνητικό και πολιτικό επίπεδο εάν τελικά θα μπορέσουμε να απορροφήσουμε τα σημαντικά κονδύλια που προσφέρονται με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται χωρίς τις γνωστές ελληνικές καθυστερήσεις.

Στο κυβερνητικό επιτελείο παραδέχονται ότι είναι δύσκολο να οργανωθεί η έγκαιρη εκταμίευση των ποσών που μας ενδιαφέρουν στη βάση της επίτευξης «ορόσημων και στόχων» που συνδέονται με την πρόοδο των ίδιων των έργων.

Από την άποψη αυτή, ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι η λεγόμενη δημοσιονομική αιρεσιμότητα που ζητούν η Δανία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φινλανδία για να περιοριστεί η χρηματοδότηση του Νότου στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά αυτή που έχει σχέση με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων.

Το συμπέρασμα είναι ότι εξαιτίας της πανδημίας και των πρωτοβουλιών που πήρε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η στρατηγική μας πρέπει να γίνει πιο πράσινη και αποτελεσματική. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως αναγκαίο.

Ο ακριβός μύθος του πετρελαίου

Το πρώτο θύμα των αλλαγών που έφερε ο κορονοϊός είναι η παραγωγή πετρελαίου στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας έφερε πτώση στη ζήτηση για πετρέλαιο σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα τον λογαριασμό να τον πληρώσουν κυρίως χώρες που παίζουν δευτερεύοντα ή περιθωριακό ρόλο στην παραγωγή πετρελαίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο για να στηρίξουν την οικονομία τους τη μεγαλύτερη ζημιά θα υποστεί η πολύπαθη Βενεζουέλα, εξαιτίας και του συνδυασμού απόλυτης διαφθοράς του καθεστώτος Μαδούρο και των σκληρών οικονομικών κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ.

Η πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, η οποία σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) μπορεί να διαρκέσει δύο χρόνια γιατί η κάμψη στη ζήτηση θα έχει συνέχεια, ανέδειξε τα προβλήματα που έχουν σχέση με την εκμετάλλευση του κοιτάσματος του Πρίνου.

Το 2019 ο Πρίνος είχε ήδη μειώσει την παραγωγή από τα 4.000 στα 3.300 βαρέλια ημερησίως, ενώ επιβάρυνε τον ισολογισμό της εταιρείας Energean, που τον εκμεταλλεύεται, με λειτουργικές ζημίες 70 εκατ. δολαρίων. Όπως αναφέρει η «Καθημερινή» (31/5/2020) στο σχετικό ρεπορτάζ, το κόστος εξόρυξης πετρελαίου από το κοίτασμα του Πρίνου είναι υψηλό, 21,5 δολάρια το βαρέλι. Η παραγωγή πωλείται στην ΒΡ με έκπτωση 7-8 δολάρια σε σχέση με τη διεθνή τιμή, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του αργού σε θείο.

Την περίοδο της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία υπήρχαν φορτία από τον Πρίνο που διατέθηκαν στην ΒΡ προς 9 δολάρια το βαρέλι, πολύ κάτω από το κόστος παραγωγής.

Επί δεκαετίες συζητάμε για τον υποτιθέμενο πετρελαϊκό πλούτο της Ελλάδας, για να διαπιστώσουμε τώρα ότι η περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική παραγωγή από το κοίτασμα του Πρίνου μπορεί να συνεχιστεί μόνο με βαριά κρατική επιδότηση, η οποία βέβαια δεν δικαιολογείται από οικονομική άποψη.

Η κυβέρνηση καλείται να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Εάν δεν στηρίξει οικονομικά τη συνέχιση της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος του Πρίνου, θα αντιμετωπίσει κατηγορίες ότι υπονομεύει την όποια πετρελαϊκή προοπτική της χώρας. Από την άλλη, εάν διαθέσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τη συνέχισης μιας οικονομικά ασύμφορης υπόθεσης, θα στείλει εντελώς λάθος δημοσιονομικά και ενεργειακά μηνύματα στην Ε.Ε.

Οι επενδύσεις στην αξιοποίηση πετρελαίου είναι πλέον εκτός της λίστας ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, γιατί θεωρείται ότι υπονομεύουν τον στόχο της πράσινης μετάβασης.

Στρατηγική χωρίς οικονομικό όφελος

Η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής πράσινης μετάβασης εξαιτίας του κορονοϊού κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα οικονομικά του αγωγού φυσικού αερίου EastMed.

Θεωρητικά, ο αγωγός αυτός αναδεικνύει την ενεργειακή συνεργασία Ισραήλ και Κύπρου, που έχουν εξαιρετικά σημαντικά υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου, με την Ελλάδα και την Αίγυπτο και μετατρέπει τη χώρα μας σε σοβαρό παράγοντα στο ενεργειακό παιχνίδι των αγωγών.

Η θεωρία όμως απέχει πολύ από την οικονομική και διεθνοπολιτική πραγματικότητα. Το κόστος κατασκευής του αγωγού είναι εξαιρετικά υψηλό και διαμορφώνεται ανάλογα με τη χάραξή του και τον τρόπο που θα συνδεθεί με τη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά. Αυτά τα θέματα δεν έχουν απαντηθεί και η κρίση στην αγορά ενέργειας που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση που έφερε ο κορονοϊός κάνει ακόμα πιο αβέβαιους και δύσκολους τους υπολογισμούς.

Επιπλέον, υπάρχουν ζητήματα διεθνούς πολιτικής που στέκονται εμπόδιο στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Κύπρου. Η Τουρκία με την πολιτική που ακολουθεί στην Ανατολική Μεσόγειο στέλνει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου χωρίς να θέσει η ίδια τους όρους που επιθυμεί. Στην περίπτωση της Κύπρου η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου φαίνεται να περνάει υποχρεωτικά από την επίλυση, με ή χωρίς εισαγωγικά, του Κυπριακού με τρόπο που θα ικανοποιεί την Άγκυρα.

Η προοπτική του αγωγού EastMed γίνεται ακόμη πιο αβέβαιη εξαιτίας της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να περιορίσει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων για την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και ενός πολύ συγκεκριμένου μεταβατικού σταδίου, το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο να αξιοποιήσουμε, εξαιτίας και των τουρκικών αντιδράσεων.

Επομένως, αναπτύσσεται μια συζήτηση για έναν αγωγό στρατηγικής σημασίας, ο οποίος όμως δεν μπορεί να προσφέρει στην πράσινη μετάβαση της οικονομίας μας, ούτε εγγυάται, έστω μεσομακροπρόθεσμα, οικονομικά οφέλη.

Αντίθετα, οι εντάσεις που προκαλούν οι τουρκικές πρωτοβουλίες στην Ανατολική Μεσόγειο οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα νέο πρόγραμμα εξοπλισμών για την ενίσχυση της δύναμης αποτροπής μας. Μόνο οι δύο υπερσύγχρονες φρεγάτες, την απόκτηση των οποίων διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τη Γαλλία, θα έχουν ένα κόστος που θα διαμορφωθεί, ανάλογα και με τα οπλικά συστήματα, από 2 έως 3 δισ. ευρώ.

Δεν είναι «καθαρό»

Μια άλλη παραδοχή της ενεργειακής πολιτικής μας η οποία θα αμφισβητηθεί έντονα εξαιτίας της στροφής της Ε.Ε. προς την πράσινη ανάπτυξη είναι η αυξανόμενη εξάρτησή μας από το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο.

Σε πολλά ελληνικά ΜΜΕ και σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης έχει επικρατήσει η άποψη ότι το φυσικό αέριο είναι καθαρό καύσιμο, ενώ οι κυβερνητικές αποφάσεις που ελήφθησαν σε βάθος χρόνου αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερα ευνοϊκούς οικονομικούς όρους ορισμένες δήθεν «καθαρές» επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο.

Είναι γεγονός ότι η ρύπανση που προκαλεί το φυσικό αέριο είναι κάτω από το 50% της ρύπανσης που προκαλεί ο λιθάνθρακας. Αυτό όμως δεν μετατρέπει το φυσικό αέριο σε «καθαρό» καύσιμο και η μεταχείρισή του, στα πλαίσια των προγραμμάτων της Ε.Ε., είναι αυστηρή και θα γίνει αυστηρότερη.

Στην Ελλάδα το φυσικό αέριο προβάλλεται από ορισμένους ως το ιδανικό καύσιμο για την περίοδο μετάβασης από τον λιθάνθρακα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Είναι εντελώς διαφορετική η προσέγγιση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα από αυτήν που ισχύει στην Ε.Ε.

Ο Όμιλος Μυτιληναίου ελέγχει, σύμφωνα με δικούς του υπολογισμούς, το 37% της αγοράς φυσικού αερίου, ξεπερνώντας τη ΔΕΠΑ και επιτυγχάνοντας πρωτιά σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές LNG (Liquefied Natural Gas) στην Ελλάδα το 2019. Η πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας δεκαετούς συνεργασίας της ρωσικής Gazprom με τον Όμιλο Μυτιληναίου δείχνει ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός όμιλος θα επιμείνει στις επενδύσεις που στηρίζονται στο φυσικό αέριο. Ο Όμιλος Μυτιληναίου μέσω της εταιρείας Protergia λειτουργεί δύο θερμικές μονάδες με καύσιμο φυσικό αέριο, συνολικής ισχύος περί τα 880 MW (μεγαβάτ), και σταθμό συμπαραγωγής, ισχύος 330 MW, στις εγκαταστάσεις της Αλουμίνιον. Έχει επενδύσει επίσης σε μία υπό κατασκευή μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 826 MW στη Βοιωτία.

Από τη στιγμή που έχουν αναπτυχθεί τόσο μεγάλα συμφέροντα γύρω από το φυσικό αέριο, είναι φανερό ότι θα θελήσουν να παρατείνουν τη μεταβατική περίοδο προς τις ΑΠΕ, στη διάρκεια της οποίας το βασικό καύσιμο θα είναι το φυσικό αέριο.

Από την άλλη, η εντυπωσιακή στροφή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την πράσινη μετάβαση και οι ενεργειακές ανακατατάξεις που προκαλεί η πανδημία επιβάλλουν την επιταχυνόμενη πορεία της Ελλάδας προς την απόλυτη κυριαρχία των ΑΠΕ. Διαφορετικά, θα υπάρξουν μεγάλες δυσκολίες συνεννόησης με τους Ευρωπαίους αρμόδιους και θα χαθούν πολλές από τις αναπτυξιακές-επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρονται μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Η μάχη για τις ΑΠΕ

Πολλοί μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, συμπεριλαμβανομένου του Ομίλου Μυτιληναίου, αναπτύσσουν τη στρατηγική τους και στον χώρο των ΑΠΕ. Υπάρχει βέβαια πάντα το θέμα της κλίμακας και της ταχύτητας των επενδύσεων, που πρέπει να παρακολουθούν ή και να υπερβαίνουν τις ευρωπαϊκές τάσεις.

Ο Όμιλος ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ έχει ένα σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα 1,5 δισ. ευρώ σε έργα ΑΠΕ. Προβάλλει συστηματικά μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία υπέρ της πράσινης μετάβασης, η οποία συνοψίζεται στα εξής: Υπάρχουν έτοιμες επενδύσεις ΑΠΕ με άδεια εγκατάστασης συνολικής ισχύος περίπου 2.200 MW. Άλλα 5.800 MW έργων ΑΠΕ έχουν πλήρη περιβαλλοντική αδειοδότηση. Όλα αυτά κάνουν ένα επενδυτικό πρόγραμμα της τάξης των 9 δισ. ευρώ που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να υλοποιηθεί σε βάθος τριετίας.

Στις επενδύσεις αυτές μπορούν να προστεθούν, μόλις υπάρξει το σχετικό θεσμικό πλαίσιο, έργα 1.000 MW για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας (αντλησιοταμιευτικά, υβριδικά) ύψους 1,5 έως 2 δισ. ευρώ. Η ηλεκτρική διασύνδεση νησιών του Αιγαίου και κυρίως της Κρήτης, η οποία προωθείται από το επενδυτικό πρόγραμμα του ΑΔΜΗΕ σε συνεργασία με ιδιώτες επενδυτές, είναι ύψους 2 έως 2,5 δισ. ευρώ και προσφέρει νέες δυνατότητες στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Η ενεργειακή πρόταση υπέρ των ΑΠΕ ενισχύεται από το γεγονός ότι τα σχετικά έργα έχουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, της τάξης του 50% για τα αιολικά, του 70% για τα υδροηλεκτρικά και του 75% για τα αποθηκευτικά-αντλησιοταμίευσης.

Τέλος, όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Τα Νέα» (30/4/2020), υπάρχουν έγκυρες διεθνείς μελέτες σύμφωνα με τις οποίες οι επενδύσεις σε ΑΠΕ επιστρέφουν στην οικονομία 3-8 ευρώ για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται σε αυτές, ενώ μπορούν, μεσομακροπρόθεσμα, να συμβάλουν και στην αύξηση της απασχόλησης.

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται και με τις δυνατότητες χρηματοδότησης που έχουμε εξασφαλίσει, πρέπει να επιταχύνουμε τη στροφή προς τις ΑΠΕ, προωθώντας κατάλληλα προγράμματα και προσελκύοντας μεγάλες επενδύσεις. Πρέπει επίσης να περιορίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη μεταβατική ενεργειακή περίοδο που στηρίζεται στο φυσικό αέριο.

Η στροφή προς τις ΑΠΕ δυσχεραίνεται εξαιτίας προβλημάτων στον προγραμματισμό της κατασκευής αιολικών πάρκων, την κακή σε αρκετές περιπτώσεις μεταχείριση των τοπικών κοινωνιών από τους αρμόδιους αλλά και από τις υπερβολικές αντιδράσεις τοπικών παραγόντων και πολιτικών κομμάτων.

Αναφέρω ενδεικτικά ρεπορτάζ και αναλύσεις εφημερίδων που πρόσκεινται στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών» (11/6/2020): «Το καλώδιο φέρνει χιλιάδες ανεμογεννήτριες στην Κρήτη. Υπεγράφη η σύμβαση για τη μεγάλη υποθαλάσσια διασύνδεση Ηρακλείου-Αττικής με ορίζοντα κατασκευής το 2023. Πρόσχημα η ενεργειακή επάρκεια του νησιού, αλλά στην ουσία αυτό θα τροφοδοτεί την ηπειρωτική Ελλάδα».

Άλλο ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας (13-14/6/2020) μας πληροφορεί ότι: «Τα αιολικά βάζουν πλώρη για Ίο, Αμοργό, Ανάφη και Γυάρο. Η Γυάρος κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργοστάσιο, όπως συνέβη με το νησί Αϊ-Γιώργης απέναντι από το Σούνιο».

Σε περιπτώσεις, η αντίδραση για τα αιολικά πάρκα είναι διακομματική. Η «Αυγή» (14/6/2020) φιλοξενεί άρθρο του Βαγγέλη Αποστόλου, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, με τίτλο «Γιατί η Εύβοια αντιδρά στη νέα επέλαση των ανεμογεννητριών». Ανάλογη θέση διατυπώνει η ελεγχόμενη από τη ΝΔ Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που έχει αντίρρηση στην αδειοδότηση και εγκατάσταση νέων βιομηχανικών αιολικών σε επτά περιοχές της περιφέρειας. Μάλιστα, σε σχετική ανακοίνωση συμπεριλαμβάνει στις ανανεώσιμες και ήπιες πηγές ενέργειας που βρίσκονται στην περιφέρεια της Στερεάς τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο που βρίσκονται στο Αλιβέρι και στη Θήβα και την υπό κατασκευή μονάδα παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας.

Για την Ε.Ε. το φυσικό αέριο δεν είναι ούτε ανανεώσιμη ούτε ήπια πηγή ενέργειας, γι’ αυτό επιβάλλεται αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε και λειτουργούμε. Συνομιλώντας με ευρωβουλευτές και παράγοντες του ενεργειακού τομέα άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε., κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα αναπτύσσονται κατά προτίμηση σε θαλάσσιες περιοχές, με σοβαρή συμμετοχή και επενδυτικά οφέλη για τους τοπικούς πληθυσμούς. Είναι φανερό ότι στην Ελλάδα δεν αξιοποιούμε σε αυτό το ζήτημα την εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ οι τοπικές κοινωνίες, άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε αδικαιολόγητα, εμφανίζονται λιγότερο συνεργάσιμες.

Πρέπει να λυθούν αυτά τα ζητήματα για να επιταχύνουμε το πέρασμα στις ΑΠΕ, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι τι είδους λύσεις θα βρεθούν και πόσο χρόνο θα απαιτήσει η εφαρμογή τους.

Ο ρόλος της ΔΕΗ

Η πράσινη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας θα ήταν πιο εύκολη αν είχαμε μια οικονομικά εύρωστη ΔΕΗ, η οποία θα μπορούσε να χαράξει τον δρόμο προς το μέλλον.

Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, τα οικονομικά της ΔΕΗ είναι εξαιρετικά προβληματικά εξαιτίας των διαρθρωτικών προβλημάτων της εξαιρετικά σημαντικής δημόσιας επιχείρησης, αλλά και των λαθών στη διάρκεια της κρίσιμης τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί δυναμικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης.

Το κρίσιμο θέμα για τη ΔΕΗ είναι ο ρυθμός της απολιγνιτοποίησης. Πρέπει να απαλλαγεί από τη μεγάλη εξάρτησή της από τον λιγνίτη, γιατί η Ελλάδα δεν έχει εξασφαλίσει διευκολύνσεις ανάλογες με εκείνες της Βουλγαρίας και κυρίως της Πολωνίας.

Οι οικονομικές επιδόσεις της ΔΕΗ βελτιώθηκαν σημαντικά το πρώτο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2019 εξαιτίας του συνδυασμού της κυβερνητικής απόφασης για αύξηση των τιμολογίων της και μιας ευνοϊκής διεθνούς ενεργειακής συγκυρίας σε ό,τι αφορά την επιχείρηση. Παραμένει όμως υπερχρεωμένη, ενώ χάνει συνεχώς μερίδιο αγοράς βάσει σχετικού προγραμματισμού. Στην περίπτωση της ΔΕΗ η κυβέρνηση Τσίπρα αντί να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση της λεγόμενης μικρής ΔΕΗ που θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό, θα εξασφάλιζε επενδύσεις και, κυρίως, θα συνέβαλλε στη χρηματοδότηση της ίδιας της ΔΕΗ, κατέληξε να ιδιωτικοποιήσει το 50% της αγοράς της ΔΕΗ χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση για την επιχείρηση.

Έτσι, η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί με τις ίδιες τεράστιες υποχρεώσεις με ολοένα μικρότερο μερίδιο αγοράς, που είναι βέβαιο ότι θα περιορίσει τον κύκλο των εργασιών της. Η προσωρινή οικονομική σταθεροποίηση της ΔΕΗ δεν λύνει το βασικό πρόβλημα, που είναι η έλλειψη πρωταγωνιστικής παρουσίας της στη στροφή προς την πράσινη οικονομία. Η πανδημία και οι οικονομικές συνέπειές της αναμένεται να δοκιμάσουν ξανά την αντοχή της.

Απαιτούνται επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες δείχνουν να είναι πολύ πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες της δημόσιας επιχείρησης. Η κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ έχουν δεσμευτεί υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου της στις ΑΠΕ, αλλά όλα είναι ζήτημα χρηματοδότησης και μεγάλης κλίμακας επενδύσεων στο άμεσο μέλλον.

Εν τω μεταξύ, η απολιγνιτοποίηση προωθείται χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί εναλλακτικές επενδύσεις και κυρίως απασχόληση στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας, που πλήττονται ιδιαίτερα από αυτή τη διαδικασία. Οι νέες προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι νέες οικονομικές δυνατότητες που μας προσφέρει αποτελούν μοναδική ευκαιρία για να προσελκυστούν οι αναγκαίες άμεσες ξένες επενδύσεις και να χρηματοδοτηθούν οι περιοχές που πλήττονται ήδη από την απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ.

Σε διάστημα λίγων μηνών πρέπει να εμφανιστεί ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Διαφορετικά η απολιγνιτοποίηση θα συνδυαστεί με τον οικονομικό μαρασμό ολόκληρων περιοχών, την εφαρμογή νέων προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου που θα δοκιμάσουν τα οριακά οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η ίδια η ΔΕΗ δεν θα μπορέσει να μετατρέψει την οικονομική σταθεροποίησή της στη δυναμική επιχειρηματική ανάπτυξη σε νέες βάσεις.

Ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη εναλλακτικών επενδύσεων παρουσιάζει το σχέδιο «εισόδου» του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου στην εποχή των Ανανεώσιμων Αερίων που σχεδιάζει ο ΔΕΣΦΑ. Το σχέδιο στηρίζεται στη διακίνηση υδρογόνου το οποίο θα παράγεται από «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια, την οποία θα εξασφαλίζουν ηλιακά πάρκα στη Δυτική Μακεδονία («Ναυτεμπορική», ρεπορτάζ Κ. Δεληγιάννη). Όπως επισημαίνεται: «Το σχέδιο εντάσσεται στο πλαίσιο συμμετοχής του ΔΕΣΦΑ στο project White Dragon, το οποίο αφορά τη δημιουργία παραγωγικής υποδομής υδρογόνου ισχύος 1 GW (γιγαβάτ) από φωτοβολταϊκά στη Δυτική Μακεδονία. Έτσι, ένα μέρος του παραγόμενου “πράσινου” αερίου θα εγχέεται στους αγωγούς του ΔΕΣΦΑ, ώστε να μεταφέρεται ως πρόσμειξη στο φυσικό αέριο». Το συγκεκριμένο σχέδιο διεκδικεί ευρωπαϊκή χρηματοδότηση στη βάση της ενθάρρυνσης επενδύσεων στον τομέα του υδρογόνου. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Ιταλού διευθύνοντος συμβούλου του ΔΕΣΦΑ, Νικόλα Μπατιλάνα, το σχέδιο αυτό μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις 2,5 δισ. ευρώ, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να αποτρέψει την έκλυση στην ατμόσφαιρα, σε ετήσια βάση, 1,4 εκατ. τόνων CO2.

Η φιλόδοξη πρωτοβουλία του ΔΕΣΦΑ έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, με συμμετοχή της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, της ΔΕΠΑ, της ΔΕΗ και μεγάλων Ευρωπαίων επενδυτών. Δείχνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε το ενεργειακό μας μέλλον και έξω από το πλαίσιο που γνωρίζουμε.

Προς μίνι μάρκετ ηλεκτροκίνησης

Η πράσινη μετάβαση στηρίζεται αναπόφευκτα και στην ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης. Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει επιδοτήσεις για την ηλεκτροκίνηση με τη μορφή κινήτρων και μπόνους για την αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου. Παράλληλα, σοβαροί επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας μας εκδηλώνουν επενδυτικό ενδιαφέρον για σταθμούς φόρτισης, δημιουργία μονάδων παραγωγής φορτιστών, παραγωγής μπαταριών και άλλων επενδύσεων που έχουν σχέση με την ηλεκτροκίνηση.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται μια απλή γεύση της νέας εποχής σε βάθος χρόνου, αλλά τη μετατροπή της, σε χρόνο ρεκόρ, σε πρωταγωνιστή στην Ε.Ε. σε έναν τομέα όπου ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη.

Η απλή γεύση της νέας εποχής θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός μίνι μάρκετ ηλεκτροκίνησης που δεν θα συμβάλει ουσιαστικά στην πράσινη μετάβαση, ούτε θα ενισχύσει τη συγκριτική θέση της ελληνικής οικονομίας.

Έχω προτείνει την έναρξη εφαρμογής της ηλεκτροκίνησης από τα αστικά λεωφορεία και τα ταξί της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Μόνο με μεγάλες επενδύσεις θα εξοικειωθεί η κοινή γνώμη με τα πλεονεκτήματα της ηλεκτροκίνησης, θα βελτιωθεί η ποιότητα ζωής στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα και θα δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή για να απλωθεί στη συνέχεια η ηλεκτροκίνηση στα ΙΧ και σε όλα τα οχήματα.

Η πρότασή μου βέβαια έχει σοβαρές δυσκολίες εφαρμογής, γιατί, μεταξύ των άλλων, οι Ευρωπαίοι είναι πολύ πίσω στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων, με τους Κινέζους να κυριαρχούν απόλυτα στην παγκόσμια αγορά. Χρειάζεται, λοιπόν, ευελιξία και δημιουργικές επενδυτικές προτάσεις για να μπορέσουμε να συνδυάσουμε την αξιοποίηση των κινεζικών επιτευγμάτων με τις ευκολίες της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.

Επιβάλλεται επίσης η προσέλκυση μεγάλων άμεσων ξένων επενδύσεων από πρωτοπόρους, σε παγκόσμιο επίπεδο, του τομέα, για να μην προσεγγίσουμε ένα θέμα στρατηγικής σημασίας σε… βιοτεχνική βάση σε ό,τι αφορά τα διεθνή κριτήρια.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στις συνθήκες που δημιούργησε ο κορονοϊός επιβάλλεται ριζική αλλαγή των προτεραιοτήτων μας στον ενεργειακό τομέα και προγράμματα και πρωτοβουλίες που θα εκπλήξουν θετικά τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.

Τα λεφτά είναι σε μεγάλο βαθμό εξασφαλισμένα για την πράσινη μετάβαση της οικονομίας μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα χωρίς ολοκληρωμένες, καλά τεκμηριωμένες, οικονομικά βιώσιμες και σε πλήρη αρμονία με τις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες προτάσεις.

Ποιος θα πληρώσει

Η παρέμβαση των 750 δισ. ευρώ που επιχειρείται με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δίνει νέες ευκαιρίες, αλλά δημιουργεί και νέες υποχρεώσεις.

Αναζητούνται ήδη πρόσθετα κονδύλια για να εξυπηρετηθούν σε βάθος χρόνου τα δάνεια που θα συνάψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις διεθνείς αγορές.

Ο λογαριασμός έχει κι αυτός μια περιβαλλοντική διάσταση, που δεν είναι ευνοϊκή για τα οικονομικά μας συμφέροντα.

Σε αναζήτηση πόρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει, μεταξύ των άλλων, την επέκταση της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων στον τομέα της ναυτιλίας και των αερομεταφορών. Με βάση τους υπολογισμούς των ειδικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τη μέθοδο αυτή μπορεί να εξασφαλιστούν περί τα 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, που θα πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους που θα φορτωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη.

Υπάρχουν κι άλλες προτάσεις για την εξασφάλιση των αναγκαίων εσόδων, αυτές όμως προσκρούουν στην αντίδραση των ΗΠΑ και της Κίνας. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ αντιτίθενται στη δίκαιη φορολογία των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά και απειλούν με εμπορικά αντίποινα σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης, η Κίνα αντιτίθεται στην επιβολή ενός είδους περιβαλλοντικού δασμού στην εισαγωγή στην Ε.Ε. προϊόντων κινεζικής παραγωγής χωρίς συμβολή στην προσπάθεια μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου.

Η αναζήτηση νέων πόρων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να κάνει κάπως ακριβότερες τις αεροπορικές συγκοινωνίες και να δημιουργήσει προβλήματα διεθνούς ανταγωνισμού στον ισχυρό εμπορικό στόλο μας. Αυτό δείχνει ότι οι ευκαιρίες που μας προσφέρονται δεν είναι εντελώς δωρεάν, γι’ αυτό πρέπει να τις αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.