Διαπραγμάτευση είναι… - Free Sunday
Διαπραγμάτευση είναι…

Διαπραγμάτευση είναι…

Διάλογος είναι η συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων, τα λόγια που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης. Διάλογο κάνουμε για να ενημερωθούμε για τις απόψεις και τις θέσεις του άλλου, για να επωφεληθούμε από τις γνώσεις του, για να τον ενημερώσουμε για τις δικές μας απόψεις και θέσεις. Ο διάλογος λειτουργεί συχνά και ως ανταλλαγή γνώσεων. Διάλογος δεν είναι το να επιχειρούμε να επιβάλουμε τη δική μας άποψη, ούτε να δείξουμε πως μόνο η δική μας γνώμη μετράει ή ότι ο συνομιλητής μας έχει άδικο ή είναι άσχετος. Με τον διάλογο δεν επιδιώκουμε να δείξουμε την ανωτερότητά μας. Επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τον απέναντι. Είναι πάντοτε χρήσιμος ή, έστω, ουδέποτε είναι άχρηστος. Είναι το κύριο μέσο αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και σε ένα μεγάλο ποσοστό των κοινωνικών ομάδων και, γιατί όχι, των κρατών.

Διαπραγμάτευση είναι η συζήτηση μεταξύ πωλητή και αγοραστή για τον ορισμό τιμής, η συζήτηση που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων πλευρών που διαφωνούν σε κάτι με σκοπό την εξεύρεση μιας αποδεκτής λύσης μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά και η ανάπτυξη ενός επιστημονικού ή κοινωνικού ή άλλου θέματος, η ανάλυση. Σε οποιαδήποτε από τις εκδοχές της, η διαπραγμάτευση αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητάς μας. Η δεύτερη σημασία του όρου είναι αυτή που σημαδεύει συχνά τον βίο μας. Κάποια στιγμή της ζωής μας αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη αντιδικία και έχει σημασία το πώς θα επιχειρήσουμε να την υπερβούμε. Ουσιαστικό ρόλο σε αυτό παίζει η τρίτη σημασία του όρου, η ανάλυση. Ανάλυση που θα στηρίζεται σε πραγματικά, επιστημονικά και επαληθεύσιμα δεδομένα και όχι βέβαια στο ένστικτο ή στα «έτσι θέλω». Το σκίσιμο των μνημονίων του 2010-2015 αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα τέτοιου τύπου διαπραγμάτευσης.

Για να προσέλθει κανείς σε μια διαπραγμάτευση πρέπει να έχει αναλύσει τα δεδομένα, να έχει προβλέψει τις πιθανές λύσεις, να έχει σταθμίσει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, να έχει αποφασίσει να δώσει για να πάρει. Κυρίως, πρέπει να συνειδητοποιεί και να αποδέχεται τα αδύνατα σημεία του. Βασικό στοιχείο αποτελεί η πρόβλεψη του τι μπορεί να κερδηθεί σε ένα δικαστήριο, ώστε να σταθμιστεί εάν μια παραχώρηση είναι εύλογη, σε συνάρτηση και με το αντάλλαγμα. Με απλοϊκότερη διατύπωση, μπορεί κανείς να αποφασίσει να παραχωρήσει «κερδισμένα» για να αποφύγει τη δικαστική ταλαιπωρία. Διαπραγμάτευση δεν είναι το να αναγκάσουμε την άλλη πλευρά να αποδεχτεί ακέραιες τις θέσεις μας, ούτε να καταγράψει περιφανή ήττα. Η διαπραγμάτευση δεν είναι μέθοδος επιβολής, αλλά μέθοδος εξεύρεσης αμοιβαία αποδεκτής και επωφελούς λύσης. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να αποτύχουμε είναι να επιχειρήσουμε να δέσουμε την άλλη πλευρά χειροπόδαρα.

Ο χειρότερος συμβιβασμός, το καλύτερο δικαστήριο, λέει ένα ρητό και μάλλον έχει δίκιο. Το πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις είναι ότι δεν υπάρχει δικαστήριο, με την έννοια που το γνωρίζουμε στις λοιπές σχέσεις μας. Δεν υπάρχει ο μηχανισμός εκείνος ο οποίος καθιστά μια απόφαση μεταξύ των κρατών άμεσα εκτελεστή και εφαρμόσιμη. Στις ανθρώπινες σχέσεις ο καταναγκασμός μιας δικαστικής απόφασης περνά αποκλειστικά από τα χέρια αυτού που κέρδισε. Στις διεθνείς σχέσεις αυτό δεν υπάρχει. Ο όποιος καταναγκασμός, είτε αφορά σε διεθνές δικαστήριο είτε σε απόφαση του ΟΗΕ, προκύπτει από τον συσχετισμό δυνάμεων των ενδιαφερομένων κρατών, ο οποίος μπορεί να εξαναγκάσει τον ηττημένο σε συμμόρφωση, μπορεί και όχι. Υπ’ αυτή την έννοια, προσέρχεται ένα κράτος σε διαπραγμάτευση συνυπολογίζοντας τις θέσεις των λοιπών ενδιαφερομένων κρατών και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν αυτά να επηρεάσουν το αποτέλεσμα ή την εφαρμογή του. Τέτοιοι τρόποι μπορεί να είναι η δύναμη των όπλων, αλλά (περισσότερο) και οι οικονομικές και οι συνολικές αλληλεπιδράσεις. Στη διεθνή διαπραγμάτευση προσέρχεται ισχυρός όποιος έχει τις ισχυρότερες συμμαχίες. Μέχρι ένα σημείο και όποιος έχει τη «φυσική» δύναμη να επιβάλει την άποψή του, κοινώς ισχυρό στρατό, ο οποίος όμως από μόνος του δεν αρκεί. Έχει σημασία να γνωρίζει κανείς τα όριά του μέσα στη διαπραγμάτευση, όπως και το κόστος της αποτυχίας ή το κόστος της τήρησης άκαμπτης θέσης, πέρα από ένα ορισμένο όριο. Στις διεθνείς σχέσεις κάθε ηθικολογία πρέπει να απουσιάζει, δεν είναι ανταλλάξιμη. Μόνιμος αστάθμητος παράγοντας το ότι ο συσχετισμός δυνάμεων είναι διαρκώς μεταβαλλόμενος, επομένως η πρόβλεψη πιο δύσκολη και η ασφάλεια μιας λύσης εκ των πραγμάτων προσωρινή.

Με τον όρο «προδοσία» χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε αθέτηση υποχρεώσεων έναντι διαπιστευμένων μέσα σε μια σχέση κοινωνική, μεταξύ ατόμων, ή οργανώσεων, ή μεταξύ και αυτών τούτων, ατόμων και οργανώσεων, ή ακόμα και σε διεθνείς σχέσεις, μεταξύ κυβερνήσεων συμμάχων χωρών. Προδότης είναι αυτός που προδίδει την πατρίδα του, που καταδίδει πρόσωπο σε εχθρούς, που αθετεί ηθικές υποχρεώσεις, που εγκαταλείπει φίλους ή οικείους σε ώρα ανάγκης, που φανερώνει μυστικά.

Προδότης, συνεπώς, δεν είναι αυτός που προχωρά σε διάλογο, επειδή διαλέγεται, ούτε αυτός που διαπραγματεύεται, επειδή διαπραγματεύεται. Προδότης θα θεωρηθεί αυτός που θα παραχωρήσει κάτι χωρίς επαρκές αντάλλαγμα ή θα παραχωρήσει κάτι από αυτά που μπορεί να κρατήσει.

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας υπογράφηκε την 1η Δεκεμβρίου 1982 και σε αυτήν έχουν δεσμευτεί συνολικά 156 κράτη. Τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1994. Το 1995 η Ελλάδα κύρωσε τη συνθήκη. Την ίδια συνθήκη ενσωμάτωσε στο δίκαιό της η Ε.Ε., με αποτέλεσμα να αποτελεί και άμεσα εφαρμοστέο δίκαιο μεταξύ των μελών της και όσων θέλουν να συνδεθούν με αυτήν. Η Τουρκία δεν προσχώρησε στη σύμβαση και δήλωσε επισήμως ότι, εφόσον η Ελλάδα ασκήσει τα σχετικά δικαιώματα, θα της κηρύξει τον πόλεμο, το γνωστό casus belli. Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και παραμένει εκεί, όπως εισέβαλε και στα Ίμια και αποχωρώντας συμφωνήθηκε το γνωστό «όχι στρατεύματα, όχι πλοία, όχι σημαίες». Στο ενδιάμεσο, θερμά ή «θερμά» επεισόδια οδήγησαν σε συμφωνίες αποχής από ενέργειες και κάποια στιγμή στο «mea culpa» του Ανδρέα Παπανδρέου. Διαχρονικά η Τουρκία έχει μόνιμο στρατιωτικό και διπλωματικό σχεδιασμό και ετοιμότητα για διεξαγωγή επιχειρήσεων σε κάθε παράθυρο ευκαιρίας. Μπορεί να μας κερδίσει σε έναν πλήρη πόλεμο. Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος της (οι διεθνείς συσχετισμοί δεν το επιτρέπουν). Στόχος της είναι η διαπραγμάτευση και γι’ αυτό παίρνει θέση και πλεονέκτημα εδώ και δεκαετίες, μέσω των θερμών επεισοδίων. Αν θέλαμε να μπούμε στη διαπραγμάτευση με ίσους όρους, θα έπρεπε να έχουμε ανακαταλάβει την Κύπρο και υψώσει τη σημαία στα Ίμια. Αυτά χρειάζονται δαπάνες, άλλον τρόπο ζωής και οργάνωσης, και πάντως όχι ανεμελιά. Αν δεν τα αντιστρέψουμε, είναι θέμα χρόνου να συρθούμε σε διαπραγμάτευση από μειονεκτική αφετηρία. Αν η Ελλάδα καθυστερήσει κι άλλο τη διαπραγμάτευση χωρίς ταυτόχρονα να έχει επιλέξει τον πόλεμο, θα υποστεί κι άλλη ζημιά.

Τα εθνικά θέματα τα παραμελήσαμε. Προτιμήσαμε τα επιδόματα, τους διορισμούς, την επιθετική επαιτεία προς την Ε.Ε. Πρέπει να αλλάξουμε αντιλήψεις, να ανακόψουμε τη μετανάστευση και την υπογεννητικότητα, να φτιάξουμε κράτος, να εμπεδώσουμε φρόνημα. Να παραιτηθούμε από την καλοπέραση, για να επικρατήσουμε στα «θερμά» επεισόδια. Ενδεχομένως να τα προκαλέσουμε κιόλας. Αλλιώς, έχουμε ήδη χάσει στη διαπραγμάτευση που θα γίνει, μια και πόλεμο δεν μοιάζει να θέλουμε.