Δεύτερος γύρος πανδημίας για την οικονομία - Free Sunday
Δεύτερος γύρος πανδημίας για την οικονομία
Εντυπωσιακή επιδείνωση, αλλά η προοπτική παραμένει σταθερά καλή.

Δεύτερος γύρος πανδημίας για την οικονομία

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα δοκιμασία εξαιτίας της έντασης και της διάρκειας της πανδημίας. Το σενάριο σύμφωνα με το οποίο θα είχαμε μια μεγάλη πτώση της οικονομίας και στη συνέχεια μια γρήγορη και εντυπωσιακή ανάκαμψη είναι ήδη ξεπερασμένο από τις εξελίξεις. Τα πράγματα είναι δύσκολα και θα γίνουν δυσκολότερα προτού περάσουμε στη φάση της βελτίωσης και στη συνέχεια της ανάκαμψης και της ανάπτυξης.

Αυτό που κάνει εντύπωση και στηρίζει την αισιοδοξία για το μέλλον είναι οι θετικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων εταίρων και των αγορών για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Δείχνουν να εμπιστεύονται την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τη δυνατότητά μας να ανταποκριθούμε σε εξαιρετικά σύνθετες καταστάσεις.

Η πτώση του ΑΕΠ

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε πτώση της τάξης του 15,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2019.

Ορισμένοι κυβερνητικοί παράγοντες θεωρούν «επιτυχία» τη συγκράτηση της πτώσης, εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει ότι η Ελλάδα θα έχει τις χειρότερες επιδόσεις στο σύνολο της Ε.Ε., ακόμη και μεταξύ των χωρών του Νότου, η οικονομία των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, τις υπηρεσίες και τις πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες βρίσκονται εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ισπανία και η Ιταλία, όπως και άλλες χώρες του Νότου, πήγαν χειρότερα από εμάς. Εκφράζεται, λοιπόν, η ελπίδα ότι δεν θα κλείσουμε το 2020 με τη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ, 9,7%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Κατά την άποψή μου, δεν έχουν σημασία τόσο οι συγκρίσεις όσο η διαπίστωση ότι το πλήγμα για την ελληνική οικονομία και για ολόκληρο τον Νότο της Ευρωζώνης είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

Θεωρώ επίσης άστοχη την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ακολουθώντας τη γραμμή Τσίπρα, προσπαθεί να φορτώσει την ύφεση και τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη με το σκεπτικό ότι είναι… νεοφιλελεύθερη. Η κυβέρνηση ποτέ δεν είχε νεοφιλελεύθερη στρατηγική και είναι τουλάχιστον αστείο να ασκείται κριτική σε έναν ανύπαρκτο νεοφιλελευθερισμό σε μια περίοδο κατά την οποία οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία σπάνε κάθε προηγούμενο ρεκόρ και ενισχύεται συνεχώς ο ρόλος του δημόσιου τομέα σε βάρος του ιδιωτικού.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχουν σχέση με τις συνέπειες της πανδημίας και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας. Άλλωστε οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλιστών-Podemos στην Ισπανία λύνουν όλες τις… ιδεολογικές απορίες και περιορίζουν τις δυνατότητες του αριστερού λαϊκισμού στη χώρα μας.

Η προοπτική

Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του κυβερνητικού επιτελείου αλλά και διαφόρων ειδικών, είμαστε πιο κοντά στο σενάριο της πτώσης του ΑΕΠ κατά 8% το 2020, ενώ στη συνέχεια θα υπάρξει σχετικά αργή ανάκαμψη της οικονομίας. Οι κυβερνητικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη 4% το 2021.

Το πρόβλημα είναι ότι το οικονομικό επιτελείο έχει δημιουργήσει μια παράδοση σχετικά αισιόδοξων εκτιμήσεων οι οποίες στη συνέχεια διαψεύδονται στην πράξη.

Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι εκτιμούσαν οι αρμόδιοι πριν από μερικούς μήνες για διάφορους λόγους.

Πρώτον, το τουριστικό άνοιγμα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στον οικονομικό τομέα. Έπρεπε να γίνει, αλλά ο τουρισμός αποδείχθηκε στην Ελλάδα –πολύ περισσότερο στην Ισπανία και στην Ιταλία– πιο ευάλωτος απ’ ό,τι περιμέναμε.

Δεύτερον, η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ επιβάλλει πρόσθετες δαπάνες και διευκολύνσεις σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, προκειμένου να συγκρατηθεί. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους.

Τρίτον και σημαντικότερο, η πανδημία δεν ελέγχεται στον βαθμό που θα θέλαμε, στην Ελλάδα και στο σύνολο της Ε.Ε. Παρατηρείται μια έξαρση με μεγάλη αύξηση των νέων κρουσμάτων. Το βασικό επιστημονικό σενάριο είναι ότι την έξαρση θα ακολουθήσει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας, πιθανότατα τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο.

Η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας δυσκολεύει την επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αλλάζουν οι εκτιμήσεις για τον χρόνο που θα χρειαστούμε για να επιστρέψουμε στις προ πανδημίας τουριστικές επιδόσεις. Το τουριστικό καλοκαίρι του 2021 προβλέπεται καλύτερο από το τουριστικό καλοκαίρι του 2020 αλλά αρκετά δύσκολο και θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 2023 ή το 2024 για να ζήσουμε μια νέα άνθηση του ελληνικού τουρισμού.

Στην αρχή της κρίσης οι περισσότεροι αναλυτές και κυβερνητικοί παράγοντες πίστευαν ότι θα μπορούσαμε να έχουμε δυναμική ανάκαμψη από το φθινόπωρο ή και το καλοκαίρι του 2020 και ότι το 2021 θα καλύπταμε σχεδόν όλες τις οικονομικές απώλειες του 2020.Το σενάριο αυτό έχει εγκαταλειφθεί και θα χρειαστούμε και το 2022, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του 2023, για να επιστρέψει η οικονομική δραστηριότητα στα προ πανδημίας επίπεδα.

Βήμα βήμα

Από τη βαθιά ύφεση η ελληνική οικονομία θα βγει βήμα βήμα. Τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα ακολουθήσει μια νέα μεγάλη πτώση –πάλι σε ετήσια βάση– το τρίτο τρίμηνο του 2020, στο οποίο ο τουρισμός παίζει κυρίαρχο οικονομικό ρόλο.

Η πτώση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση θα συνεχιστεί στη διάρκεια όλου του χρόνου, όμως η οικονομική δραστηριότητα θα αυξάνεται από τρίμηνο σε τρίμηνο. Το τρίτο τρίμηνο θα είναι κάπως καλύτερο από το δεύτερο τρίμηνο και το τέταρτο τρίμηνο αρκετά καλύτερο, εφόσον ο τουρισμός παίζει μικρότερο ρόλο στην πορεία της οικονομίας.

Η μεγάλη διαφορά θα αρχίσει να φαίνεται από το δεύτερο τρίμηνο του 2021, οπότε η δραστηριότητα θα είναι σημαντικά αυξημένη σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2020, όταν και εφαρμόστηκε αναγκαστικά lockdown στην οικονομία για να περιοριστεί η διάδοση του κορονοϊού.

Η υπόθεση εργασίας μας στηρίζεται στην εκτίμηση ότι δεν θα χρειαστεί νέο συνολικό lockdown στην οικονομία για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορονοϊού. Επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης και όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι να αντιμετωπιστεί η έξαρση της πανδημίας με τοπικά lockdowns, που δεν θα σταθούν εμπόδιο στην ανάκαμψη της οικονομίας. Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι αν εκδηλωθεί δεύτερο κύμα πανδημίας μπορεί να έχουμε μια πρόσθετη πτώση στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης, της τάξης των 3 μονάδων.

Ελλείμματα και χρέος

Ως αποτέλεσμα της πανδημίας και των οικονομικών μέτρων αντιμετώπισής της, η Ελλάδα επιστρέφει σε περίοδο δίδυμων ελλειμμάτων και αύξησης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου.

Το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν της τάξης των 11 δισ. ευρώ και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ συγκρινόταν με το έλλειμμα του ίδιου επταμήνου του 2010.

Παράλληλα, επιστρέψαμε σε περίοδο σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Παρατηρείται μείωση του εμπορικού ελλείμματος εξαιτίας της σταθερής επίδοσης των εξαγωγών χωρίς τα πετρελαιοειδή και της μείωσης των εισαγωγών λόγω του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας. Η βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο δεν καλύπτει βέβαια τη μεγάλη απώλεια τουριστικών εσόδων, της τάξης των 14 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να έχουμε για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος οδηγεί αναπόφευκτα και στην αύξηση του δημόσιου χρέους, εφόσον το προγραμματισμένο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα μετατρέπεται σε έλλειμμα. Η αύξηση του χρέους συνδυάζεται με μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να πλησιάζει το χρέος, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το όριο του 200% του ΑΕΠ.

Οι αριθμοί τρομάζουν, εφόσον παραπέμπουν σε καταστάσεις που μας κόστισαν μία δεκαετία προσαρμογής, αλλά φαίνεται να έχουν προεξοφληθεί από τις αγορές και τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών.

Εντυπωσιακή ψήφος εμπιστοσύνης

Οι αρνητικές εξελίξεις δεν εμπόδισαν την εντυπωσιακή ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Το ελληνικό Δημόσιο βγήκε στις αγορές με δεκαετές ομόλογο το οποίο εξασφάλισε στο δημόσιο ταμείο 2,5 δισ. ευρώ με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο της τάξης του 1,2%. Οι ξένοι επενδυτές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσφορά να ξεπεράσει τα 16 δισ. ευρώ.

Άλλη εντυπωσιακή επιτυχία για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι η διάθεση 12μηνων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, με την οποία εξασφαλίστηκε άλλο 1 δισ. ευρώ για το δημόσιο ταμείο, με μηδενικό επιτόκιο. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, η Ελλάδα έχει μπει στο κλαμπ των προνομιούχων που μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δανείζονται χωρίς κόστος. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή εξέλιξη που αναδεικνύει την εμπιστοσύνη των αγορών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Το μήνυμα είναι ότι πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουμε, γι’ αυτό βάζουν τα χρήματά τους στη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους.

Τέσσερις είναι οι παράγοντες στους οποίους στηρίζεται η βάσιμη, κατά την άποψή μου, αισιοδοξία των αγορών.

Πρώτον, η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στην οποία συμπεριέλαβε για πρώτη φορά την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα.

Η πολιτική αυτή θα εφαρμόζεται τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2021 και προσφέρει μεγάλες δυνατότητες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους και της οικονομίας μας.

Δεύτερον, η πολύ καλή διεθνής εικόνα του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη, και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Οι περισσότεροι σημαντικοί οικονομικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες θεωρούν ότι η κυβέρνηση θα βρει τρόπο να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία προκειμένου να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική και πως δεν θα επιτρέψει μια νέα δημοσιονομική αποσταθεροποίηση.

Τρίτον, η βεβαιότητα ότι η Ευρωζώνη και ειδικά ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) θα εξασφαλίσουν τα αναγκαία περιθώρια στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας και στη συνέχεια να επανέλθει σε πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Με βάση τις δηλώσεις Ρέγκλινγκ, η επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΟΝΕ θα πάρει χρόνο και θα γίνει με έναν ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο.

Τέταρτον, η διαπραγματευτική επιτυχία Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά τα 32 δισ. ευρώ που θα πάρει η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της ανοδικής πορείας της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.

Μπορούμε να πούμε ότι η ψήφος εμπιστοσύνης των αγορών και των ευρωπαϊκών θεσμών στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Η ψήφος εμπιστοσύνης δεν καταργεί βέβαια τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες που έχουμε μπροστά μας, αλλά στέλνει ένα δυνατό μήνυμα ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Διαμορφώνει θετική ψυχολογία, η οποία παίζει τεράστιο ρόλο στις οικονομικές εξελίξεις.

Πολιτική διαμάχη

Στην οικονομία, ιδιαίτερα σε συνθήκες μεγάλης κρίσης, δεν υπάρχουν συμβόλαια με την επιτυχία. Δύο παράγοντες μπορούν να περιπλέξουν την κατάσταση σε ό,τι αφορά την οργάνωση της οικονομικής ανάκαμψης.

Ο πρώτος έχει σχέση με την έγκριση από τα εθνικά Κοινοβούλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχει συνδεθεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 και τον σεβασμό των κανόνων του κράτους δικαίου στην Ε.Ε.

Με τον τρόπο αυτόν οι ηγέτες της Ε.Ε. θέλησαν να απαντήσουν στην κριτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο θεωρεί εντελώς ανεπαρκείς τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς της περιόδου 2021-2027 και επιδιώκει να ξεχωρίσει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης από την απόρριψη του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τα διαπραγματεύεται σαν «πακέτο», για να μην υπάρξει δυνατότητα διαφοροποίησης από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των κανόνων του κράτους δικαίου, αποτελεί μια μορφή πίεσης στην κυβέρνηση της Πολωνίας και ιδιαίτερα της Ουγγαρίας να εγκαταλείψουν αντιδημοκρατικές πρακτικές, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αναγκαία ευρωπαϊκά κονδύλια.

Το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται είναι υψηλού ρίσκου για την ελληνική πλευρά, γιατί μπορεί να καθυστερήσει την εκταμίευση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και να οδηγήσει σε πολιτικές συγκρούσεις με φοβερές οικονομικές συνέπειες.

Ήδη παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση στη διαδικασία έγκρισης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτά που επρόκειτο να συμβούν τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο πάνε τώρα για Νοέμβριο ή Δεκέμβριο.

Επιπλέον, σκληραίνει η πολιτική αντιπαράθεση. Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας στέλνει μήνυμα ότι το Κοινοβούλιο της χώρας, στο οποίο έχει πλειοψηφία δύο τρίτων, μπορεί να απορρίψει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης εάν δεν αποσυνδεθεί ο σεβασμός των κανόνων του κράτους δικαίου από τη χορήγηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Ταυτόχρονα, διάφοροι «φειδωλοί», με πρώτους απ’ όλους τους Ολλανδούς, προβάλλουν δυναμικά την απαίτηση για σεβασμό των κανόνων του κράτους δικαίου και δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα αν με ευθύνη της Ουγγαρίας πηγαίναμε σε αναβολή και ματαίωση της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Το βασικό σενάριο είναι ότι θα υπάρξει στο τέλος κάποιου είδους συμβιβασμός, αλλά και σοβαρή καθυστέρηση στην εκταμίευση των κονδυλίων που μας ενδιαφέρουν.

Κρίσιμο το ασφαλιστικό

Οι διαπραγματεύσεις γύρω από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι εξωγενής παράγοντας αβεβαιότητας, με την έννοια ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά την εξέλιξή τους. Το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό είναι ένας πρόσθετος παράγοντας αβεβαιότητας, που έχει τις ρίζες του στην πολιτική διαχείριση της οικονομίας από τις κυβερνήσεις, σε βάθος χρόνου.

Με τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ λόγω της πανδημίας γίνεται πιο δύσκολη η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού ελλείμματος, το οποίο διευρύνεται συνεχώς σε απόλυτους αριθμούς αλλά και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Παρά τις σημαντικές μειώσεις των συντάξεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τις υψηλότερες δαπάνες για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, στο σύνολο της Ευρωζώνης.

Η κατάσταση χειροτερεύει, καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταβάλει, βάσει δικαστικών αποφάσεων, αναδρομικά ύψους 1,5 δισ. ευρώ στους συνταξιούχους, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πιέζει, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την άμεση και πλήρη καταβολή των αναδρομικών ύψους 3,9 δισ. ευρώ και τη διατήρηση του χριστουγεννιάτικου ή προεκλογικού επιδόματος στους συνταξιούχους, που ο κ. Τσίπρας εμφανίζει σαν 13η σύνταξη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό θα είναι το πρώτο θέμα στο οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κληθεί να επιβάλει δημοσιονομική τάξη μόλις αφήσουμε την πανδημία πίσω μας και το επιτρέψουν οι συνθήκες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να υπάρξει μεγάλη απόκλιση στους στόχους για τα ελλείμματα και το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού.

Το ζήτημα των εξοπλισμών

Η δημοσιονομική διαχείριση γίνεται πιο δύσκολη εξαιτίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων που επιβάλλει η πρωτοφανής σε κλίμακα και διάρκεια ένταση με την Τουρκία.

Ο Ερντογάν φαίνεται αποφασισμένος να προωθήσει την ατζέντα του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού και αυτό δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πρέπει να ενισχύσει την εθνική άμυνα χωρίς τα λάθη, τις υπερβολές και την ιδιοτελή κακοδιαχείριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων από προηγούμενες κυβερνήσεις. Το τουρκικό ΑΕΠ είναι περίπου τέσσερις φορές το ελληνικό, γεγονός που καθιστά αδύνατη, από οικονομική άποψη, τη συμμετοχή μας σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι στοχευμένα εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία θα μας εξασφαλίσουν το αμυντικό πλεονέκτημα σε περίπτωση που πάμε σε σενάριο θερμού επεισοδίου ή και μεγαλύτερης κλίμακας αναμέτρηση. Τα γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη Rafale είναι ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων της κυβέρνησης Μητσοτάκη και εξαιτίας της ειδικής σχέσης της Ελλάδας με τη Γαλλία. Αναμένονται ενδιαφέρουσες εξελίξεις και στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας, πιθανότατα με ισραηλινά και αμερικανικά κεφάλαια.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει, όπως είναι φυσικό, τον περιορισμό της έντασης και την έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, αφού πρώτα εγκαταλείψει η Τουρκία τις συστηματικές προκλήσεις και την άσκηση πίεσης σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Προς το παρόν, τα προβλήματα με την Τουρκία δεν έχουν επηρεάσει την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και της προοπτικής της και αυτό δείχνει τον μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης στον Μητσοτάκη και στους χειρισμούς που κάνει.

Το πολιτικό πλαίσιο

Παρά τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, οι λαϊκές αντιδράσεις είναι προς το παρόν σποραδικές. Αυτό οφείλεται στην κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ και στη μερική απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση της διακυβέρνησης Τσίπρα.

Οι περισσότεροι πολίτες χρεώνουν στον ΣΥΡΙΖΑ το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο και την απώλεια της «χρυσής» αναπτυξιακής τριετίας 2015-2017 της Ευρωζώνης. Θα μπορούσαμε να έχουμε βγει από την κρίση πιο γρήγορα και με λιγότερες οικονομικές και κοινωνικές θυσίες και να είμαστε σήμερα σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της πανδημίας.

Ο αντιπολιτευτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει, εφόσον ουσιαστικά ζητεί από την κυβέρνηση να πάρει, παρά τις δύσκολες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία, φιλολαϊκά μέτρα που δεν πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ λιγότερο δύσκολες καταστάσεις. Αντίθετα, όλες οι συνέπειες της πανδημίας, από τη μεγάλη πτώση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης που έχει σχέση με τον ιδιωτικό τομέα μέχρι την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και τη δημιουργία της λεγόμενης γενιάς των 360 ευρώ, έχουν υπογραφή Τσίπρα.

Αντιμέτωπος με μια δημοσκοπική καχεξία διαρκείας, ο κ. Τσίπρας φαίνεται αποφασισμένος να ανεβάσει τους τόνους της κριτικής στην κυβέρνηση, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτόν ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανακάμψει δημοσκοπικά και πολιτικά.

Ενδεικτική των προθέσεών του η αντικατάσταση στον τομέα της Οικονομίας του έμπειρου και ευρύτερα αποδεκτού από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς Τσακαλώτου από την άσχετη με τα οικονομικά αλλά ειδική στους υψηλούς αντιπολιτευτικούς τόνους Αχτσιόγλου.

Ο αριστερός λαϊκισμός μπορεί να ηττήθηκε στην Ελλάδα εκλογικά και πολιτικά, διατηρεί όμως δυνάμεις και ελπίζει σε μια μεγάλη αντεπίθεση όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.

Το βασικό σενάριο είναι πως τα επόμενα τρίμηνα θα φρενάρει η πτώση της οικονομίας και πως το δεύτερο τρίμηνο του 2021 θα αρχίσει η ανάκαμψη, τουλάχιστον σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων.

Κατά την εκτίμησή μου, θα πάμε Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2021 για να αρχίσει να αλλάζει ουσιαστικά το οικονομικό κλίμα και να φαίνεται η διαφορά στις περισσότερες επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει πως σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών θα φτάσουμε στις αρχές του 2022 για να αρχίσει να γίνεται ευρύτερα αντιληπτή. Υπάρχει, λοιπόν, ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια επιθετική έως δημαγωγική αντιπολίτευση και η κυβέρνηση θα πρέπει να βάλει τα δυνατά της ώστε η αναμενόμενη βελτίωση της πορείας της οικονομίας να μην εμποδιστεί από κοινωνικές εντάσεις και τα όποια οφέλη να περάσουν το συντομότερο δυνατό στα νοικοκυριά και στους μη προνομιούχους.

Στροφή στην καθημερινότητα

Η κυβέρνηση οφείλει να κάνει μια εντυπωσιακή στροφή στην καθημερινότητα του πολίτη. Στην εποχή του κορονοϊού τα στατιστικά στοιχεία, έστω βελτιωμένα, υποκλίνονται στις συνθήκες διαβίωσης, γιατί οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες καταστάσεις και πρόσθετες πιέσεις.

Επαναλαμβάνω την πρότασή μου να προσφύγει η κυβέρνηση στον ESM «εδώ και τώρα» για να πάρει δάνεια που θα αναλογούν στο 2% του ΑΕΠ, με περίπου μηδενικό επιτόκιο, για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης.

Οι κυβερνητικοί αρμόδιοι έχασαν πολύτιμο χρόνο επηρεασμένοι από την αβάσιμη προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας οδηγεί… σε μνημόνιο. Όσο είναι ισχυρή η σχέση του ελληνικού Δημοσίου με τις διεθνείς αγορές, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την επιβολή νέου μνημονίου. Τα μνημόνια ακολουθούν τον αποκλεισμό μας από τις αγορές και την ανάγκη να δανειστούμε από τους Ευρωπαίους εταίρους στη βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων.

Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να αναπτυχθούν στον τομέα των αστικών συγκοινωνιών και σε όλους τους τομείς που προσδιορίζουν την καθημερινότητα και την ασφάλεια του πολίτη σε συνθήκες πανδημίας.

Παρά το γεγονός ότι η οικονομία βρίσκεται στο κατώτατο σημείο, σχεδόν όλοι προβλέπουν θετική εξέλιξη μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες. Σε ό,τι αφορά την κοινωνία, όμως, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, γιατί προστίθενται στις εκκρεμότητες της περασμένης δεκαετίας τα προβλήματα της πανδημίας.